Πιο βλαβερά για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον είναι τα εναλλακτικά καύσιμα που χρησιμοποιούνται από τις τσιμεντοβιομηχανίες ανά τον κόσμο, όπως αποδεικνύουν έρευνες που έχουν γίνει τόσο από κινήματα ενάντια στην καύση όσο και από ειδικούς επιστήμονες. Αυτό επισήμανε μεταξύ άλλων η dr Carrasco Callegos από το Μεξικό που είναι Διδάκτωρ κοινωνικών επιστημών στο αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Μεξικό και μέλος κοινωνικού κινήματος ενάντια στην καύση των απορριμμάτων. Σήμερα το απόγευμα μίλησε σε εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας που οργάνωσε η Επιτροπή Αγώνα Πολιτών κατά της καύσης των απορριμμάτων και παρουσίασε τις επικίνδυνες συνέπειες από την καύση σκουπιδιών στις τσιμεντοβιομηχανίες.
Όπως επισήμανε η ίδια διερευνά τη δράση των κινημάτων ενάντια στην καύση απορριμμάτων στο Μεξικό αλλά και διεθνώς. Τόνισε ότι τα νέα υλικά που επιλέγονται για καύση όπως απορρίμματα από Νοσοκομεία, ελαστικά, βιομηχανικά είναι πιο βλαβερά για τη δημόσια υγεία από ό,τι τα παραδοσιακά καύσιμα.
Από την καύση εκλύονται βαρέα μέταλλα, διοξίνες και φουράνια που θεωρούνται ιδιαίτερα καρκινογόνα. «Ένα από τα επιχειρήματα των ίδιων των εργοστασίων τσιμέντων είναι ότι χάρη στα νέα καύσιμα, μειώνονται τα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Και αυτό πράγματι συμβαίνει σε μικρό ποσοστό, όμως από την άλλη πλευρά παρατηρείται αύξηση άλλων ρύπων που είναι εξίσου και περισσότερο επικίνδυνοι».
Ανέφερε ότι κάθε χώρα καταγράφει όλους τους ρύπους που παράγονται σε ένα αρχείο, ενώ και οι ίδιες οι βιομηχανίες είναι υποχρεωμένες να παραδίδουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων που κάνουν στην κυβέρνηση. «Διαπιστώνεται ότι από την καύση εκλύονται διοξίνες, φουράνια, μόλυβδος, υδράργυρος, κάδμιο και άλλα βαρέα μέταλλα. Αυτό φαίνεται από τα επίσημα αρχεία που τηρούνται» διευκρίνισε. Εξήγησε δε ότι η στροφή στην καύση εναλλακτικών καυσίμων από τις βιομηχανίες οφείλεται στο γεγονός ότι μειώνουν το λειτουργικό κόστος και αυξάνουν τα κέρδη τους. «Στην Ισπανία, έχει πέσει πολύ η παραγωγή τσιμέντου εξαιτίας της φούσκας με τα ακίνητα που δημιουργήθηκε από το 2007 και μετά. Όμως οι τσιμεντοβιομηχανίες ανακάλυψαν στην καύση σκουπιδιών μια πηγή εσόδων για τρεις λόγους κυρίως. Ο ένας αφορά τη σύμβαση που είχαν με την Ε.Ε. για ομόλογα άνθρακα, ο δεύτερος στο γεγονός ότι ένας ιδιώτης ή μια κυβέρνηση πληρώνει για τα απορρίμματα που παράγει και τρίτον γιατί με αυτό τον τρόπο μειώνουν τα έξοδα από την αγορά ορυκτά καυσίμων». Επιπλέον η κ. Callegos ανέφερε ως ακραίο παράδειγμα πηγής εσόδων δύο τσιμεντοβιομηχανίες στο Μεξικό, που δεν παράγουν τσιμέντο αλλά καίνε σκουπίδια, κερδίζοντας από αυτό. «Αυτή η δραστηριότητα που προωθείται σε όλον τον κόσμο δεν είναι τίποτα άλλο από μία νέα πηγή εσόδων για τις τσιμεντοβιομηχανίες».
Επισήμανε ότι οι ίδιες οι τσιμεντοβιομηχανίες χρηματοδοτούν μελέτες που αποδεικνύουν ότι η καύση απορριμμάτων είναι λιγότερο επικίνδυνη όταν καίγονται σύμμικτα απορρίμματα. Όμως αμφισβητείται η αξιοπιστία τους σε σημαντικό βαθμό επειδή ακριβώς χρηματοδοτούνται από τις ίδιες τις βιομηχανίες.
«Οι παραδοσιακοί τρόποι καύσης απορριμμάτων ακολουθούν άλλες διαδικασίες και η ίδια δεν μπορεί ακολουθηθεί σε έναν κλίβανο τσιμεντοβιομηχανίας. Αν ακολουθηθεί αυτή μπορεί να είναι έως και έξι φορές πιο επικίνδυνη. Δεν είναι κατασκευασμένοι οι κλίβανοι για τον σκοπό αυτό. Ακόμη και η ίδια Ε.Ε. που εξέδιδε ομόλογα άνθρακα αποφάσισε τον Ιούλιο του 2017 να σταματήσει να δίνει κίνητρα για τέτοιου είδους καύση γιατί δεν είναι φιλική στο περιβάλλον», τόνισε.