Ο Φρανκ Κρούζε μηχανικός από το ανατολικό Βερολίνο δηλώνει ότι καταρχάς δεν είναι εναντίον κατά των αντλιών θερμότητας. Απλώς, για να εγκαταστήσει μία θα πρέπει να γκρεμίσει το σπίτι του και να χτίσει ένα καινούργιο. «Λειτουργούν μόνο σε σπίτια χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης -και το δικό μου δεν είναι. Για να γίνει το σπίτι πραγματικά ενεργειακά αποδοτικό, θα πρέπει να ξαναχτίσεις ολόκληρο το κέλυφος, συμπεριλαμβανομένης της οροφής».
Το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο
Ο λόγος που αναγκάζεται να σκεφτεί ακόμη και μια τόσο δραστική ενέργεια είναι εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου που στην ουσία απαγορεύει τους νέους λέβητες που τροφοδοτούνται με φυσικό αέριο στη Γερμανία, από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, όπως αναφέρουν οι Financial Times σε δημοσίευμά τους. Μετά την ημερομηνία αυτή, τα νέα συστήματα θέρμανσης θα πρέπει να τροφοδοτούνται τουλάχιστον κατά 65% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το νομοσχέδιο που έχει ονομασθεί «θερμικό σφυρί» από μερίδα των μέσων ενημέρωσης, είναι ένα από τα πιο ριζοσπαστικά νομοσχέδια για το κλίμα που έχει εκπονήσει ποτέ η Γερμανία. Οι υπουργοί υποστηρίζουν ότι είναι ζωτικής σημασίας στον σχεδιασμό της χώρας να καταστεί ουδέτερη στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2045.
Ωστόσο το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση των πολιτών. Οι Γερμανοί ανησυχούν για το τεράστιο κόστος της μετάβασης από τους λέβητες φυσικού αερίου ή πετρελαίου στις αντλίες θερμότητας και για τις στενές προθεσμίες που επιβάλλει το νομοσχέδιο. «Ο κόσμος είναι οργισμένος και θυμωμένος», δηλώνει η Πέτρα Ουέρτζ από την Ένωση Ακινήτων Κατοικίας. «Δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί πρέπει να συμβεί τόσο γρήγορα».
Η διαμάχη για το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει στην κυβέρνηση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς τη χειρότερη κρίση της από την ανάληψη των καθηκόντων της πριν από σχεδόν 18 μήνες. Οι βουλευτές επρόκειτο να συζητήσουν το θέμα αυτήν την εβδομάδα, όμως το φιλελεύθερο Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) – ένα από τα τρία κόμματα στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς- ανέβαλε τη συζήτηση στο κοινοβούλιο, λέγοντας ότι το νομοσχέδιο χρειάζεται ακόμη δουλειά.
Ξαφνικά, το σχέδιο για την ψήφιση του νόμου πριν οι βουλευτές φύγουν για τις καλοκαιρινές διακοπές τους, τέθηκε σε κίνδυνο. Ο υπουργός Οικονομίας των Πρασίνων και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ, κύριος υποστηρικτής του νομοσχεδίου, κατηγόρησε το FDP για «αθέτηση της υπόσχεσής του. Όμως το FDP πιστεύει ότι έχει την κοινή γνώμη με το μέρος του.
Δημοσκόπηση της Civey αυτή την εβδομάδα, που διενεργήθηκε για λογαριασμό της εφημερίδας Die Zeit, έδειξε ότι το 70% των ερωτηθέντων επιθυμεί την απόσυρση του νομοσχεδίου.
«Αυτός ο νόμος αφορά 66 εκατομμύρια Γερμανούς… και υπάρχει τεράστια ανησυχία», δήλωσε η Μαρί-Άγκνες Σταρκ-Ζίμερμαν, υψηλόβαθμη βουλευτής του FDP. Η εμμονή των Πρασίνων να περάσει το νομοσχέδιο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές είναι παράλογη, δήλωσε η ίδια στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD. «Δεν θα έπρεπε να το συνδέσουμε με μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ό,τι και να γίνει, υπάρχουν πράγματα που πρέπει πρώτα να αλλάξουν, πρόσθεσε.
Οι πιέσεις των Πρασίνων έρχονται σε μια περίοδο προβληματισμού, καθώς τα ποσοστά τους αυτή την εβδομάδα έπεσαν στο 14%, δύο μονάδες πίσω από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Νωρίτερα αυτό τον μήνα, στις περιφερειακές εκλογές στο κρατίδιο της Βρέμης, οι Πράσινοι είδαν το ποσοστό τους να μειώνεται κατά 5 μονάδες.
Συναίνεση
Στη Γερμανία υπάρχει συναίνεση ότι ο τρόπος θέρμανσης των κτιρίων πρέπει να αλλάξει. Τα ορυκτά καύσιμα χρησιμοποιούνται για τη θέρμανση περίπου του 75% των κατοικιών και περίπου το 40% όλων των λεβήτων είναι άνω των 20 ετών.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα σχέδια της κυβέρνησης για το κλίμα, οι εκπομπές CO2 από τα κτίρια υποτίθεται ότι θα μειωθούν από περίπου 112 εκατ. τόνους ετησίως σήμερα σε 67 εκατ. τόνους ετησίως έως το 2030. Μια τέτοια δραστική μείωση μπορεί να επιτευχθεί, όπως διατείνονται οι υπουργοί, μόνο αν οι λέβητες με φυσικό αέριο αντικατασταθούν από ανανεώσιμα συστήματα όπως οι αντλίες θερμότητας.
«Δεν το επιβάλλουμε αυτό στους ανθρώπους για πλάκα, αλλά επειδή η πραγματικότητα μας αναγκάζει να το κάνουμε”, δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος των Πρασίνων. «Θα ήταν κακή πολιτική να πούμε δεν το κάνουμε επειδή είναι δύσκολο».
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν επίσης ότι το κόστος λειτουργίας των συστημάτων που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, καθώς το σύστημα εμπορίας εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επεκταθεί στα κτίρια και οι πολίτες θα είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν για τις εκπομπές από τα σπίτια τους.
Ωστόσο, η προτεινόμενη απαγόρευση για τους λέβητες έχει ήδη οδηγήσει σε μια σειρά από απρόβλεπτες συνέπειες. Χιλιάδες Γερμανοί προσπαθούν να προλάβουν την απαγόρευση εγκαθιστώντας νέους λέβητες με φυσικό αέριο πριν από την 1η Ιανουαρίου που ορίζει το νομοσχέδιο. Περίπου 168.000 λέβητες τέτοιου τύπου πωλήθηκαν στη Γερμανία το α΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σημειώνοντας αύξηση κατά 100% σε σχέση με το 2022, σύμφωνα με τον ZVSHK, έναν εμπορικό σύλλογο για τους μηχανικούς θέρμανσης, υδραυλικών εγκαταστάσεων και κλιματισμού.
«Αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω», τονίζει ο Χέλμουτ Μπράμαν, επικεφαλής του ZVSHK. «Και είναι αποτέλεσμα της μεγάλης αβεβαιότητας του κόσμου».
Η Μάικε Μπιρτ κάτοικος στην πόλη Κένινγκσβίνερ στον ποταμό Ρήνο θέλησε να αντικαταστήσει τον 30 ετών λέβητα φυσικού αερίου με αντλία θερμότητας, όμως την απέτρεψε η τιμή των 25.000 με 30.000 ευρώ. Προσδοκώντας να αποπληρώσει το στεγαστικό της δάνειο σε επτά με οκτώ χρόνια και να έχει περισσότερα χρήματα για την εκπαίδευση των παιδιών της, δίστασε στην ιδέα να πάρει άλλο ένα μεγάλο δάνειο. «Ζητούν πάρα πολλά από οικογένειες σαν τη δική μας», τονίζει η ίδια.
Οι υπουργοί λένε ότι θα διατεθούν γενναιόδωρες επιχορηγήσεις, με την κυβέρνηση να καλύπτει το 30% του κόστους εγκατάστασης μιας αντλίας θερμότητας. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα του GIH, ενός εμπορικού οργανισμού για τους συμβούλους ενέργειας, διαπίστωσε ότι οι γερμανικές αρχές χρειάζονται κατά μέσο όρο 125 ημέρες για να επεξεργαστούν μια αίτηση επιδότησης για έργα θέρμανσης και ανακαίνισης.
Υπάρχουν επίσης μεγάλες ανησυχίες ότι δεν υπάρχουν αρκετοί υδραυλικοί στη χώρα για να υλοποιήσουν τη σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση «Wärmewende», ή αλλιώς «επανάσταση της θέρμανσης» και όσοι είναι διαθέσιμοι έχουν πάρα πολλές δουλειές. «Οι έμποροι έχουν επί του παρόντος ένα ανεκτέλεστο υπόλοιπο παραγγελιών 20 εβδομάδων», επισημαίνει ο Μπράμαν του ZVSHK. «Έτσι, ακόμη και αν αναλάβουν μια δουλειά τώρα, μπορεί να μην την έχουν πραγματικά ολοκληρώσει μέχρι τον Ιανουάριο του 2024».
Παράλληλα, παραμονεύουν και άλλα ζητήματα, με κυριότερο την επιβάρυνση που θα προκαλέσουν οι αντλίες θερμότητας στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας. Νωρίτερα αυτό το μήνα, η Vonovia, η μεγαλύτερη εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία ιδιοκτησίας κατοικιών στην Ευρώπη, δήλωσε ότι η έλλειψη παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σημαίνει ότι δεν ήταν σε θέση να συνδέσει περίπου 70 από τις πρόσφατα εγκατεστημένες αντλίες θερμότητας στο δίκτυο.
«Αυτή η Wärmewende δεν είναι απλώς εφικτή», δήλωσε ο βουλευτής του AfD Μαρκ Μπέρνχαρντ κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Bundestag για το θέμα την Τετάρτη. «Δεν έχουμε αρκετούς ειδικευμένους εργαζόμενους, δεν έχουμε αρκετή ηλεκτρική ενέργεια και οι άνθρωποι δεν έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώσουν για αυτή την τρέλα».
Ακόμη και όσοι είναι θετικοί με την κλιματική ατζέντα της κυβέρνησης, όπως ο Φρανκ Κρούζε, είναι θυμωμένοι με τη βιασύνη με την οποία οι Πράσινοι επιδιώκουν να προωθήσουν την απαγόρευση των λεβήτων. «Η χάραξη πολιτικής πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη, όχι να σπέρνει φόβο και αβεβαιότητα. Αυτός ο νόμος απλώς εγείρει περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά», υπογραμμίζει.