Σε υψηλά επίπεδα κυμαίνονται οι τιμές των ενοικίων στους εμπορικούς δρόμους της Ευρώπης καθώς και της Ελλάδας.
Στην Ελλάδα η ζήτηση για εμπορικά καταστήματα σε μεγάλους εμπορικούς δρόμους παραμένει υψηλή παρά την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.
Τα ενοίκια
Σε εμπορικές πιάτσες οι οποίες έχουν αυξημένη παρουσία με ξένους τουρίστες οι τιμές στα καταστήματα εμφανίστηκαν ανοδικές.
Αυτή τη στιγμή, στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα στην Ερμού οι τιμές στα ενοίκια διαμορφώνονται στα 275 ευρώ/τ.μ.
Αποκαλυπτική είναι η έρευνα για την ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων η BNP Paribas Real Estate – η οποία συνεργάζεται με την εταιρεία συμβούλων ακινήτων Δανός – σύμφωνα με την οποία «η ζήτηση για νέα καταστήματα παραμένει απτή για τα λεγόμενα καλά εμπορικά σημεία, με μικρή τη διαθεσιμότητα κενών χώρων σε περιοχές όπως η Ερμού, η Βουκουρεστίου, η Γλυφάδα, το κέντρο του Πειραιά και την οδό Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη».
Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές πόλεις, οι ανώτατες τιμές καταγράφονται στο Παρίσι, στη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων με 1.333 ευρώ ανά τ.μ., στα 567 ευρώ ανά τ.μ. ανέρχονται τα ενοίκια στην Oxford Street στο Λονδίνο, στα 292 ευρώ ανά τ.μ. ανέρχονται τα ενοίκια στο Μιλάνο.
Η Αθήνα είναι πολύ κοντά με Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη, ενώ η χαμηλότερες τιμές, κάτω των 150 ευρώ ανά τ.μ. καταγράφονται στο Οσλο, τη Βαρσοβία, την Στοκχόλμη, το Ελσίνκι, τη Βουδαπέστη και τη Λισαβώνα.
Ανάλυση
Σε πρόσφατη ανάλυσή της η Alpha Bank εξετάζει τη δυναμική των εμπορικών ακινήτων στην Ευρώπη. Οι διαταραχές στην παγκόσμια οικονομία, καθώς και η συνέχιση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την αγορά. Μετά από την ραγδαία άνοδο, παγκοσμίως, της αγοράς ακινήτων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο υψηλός πληθωρισμός, αλλά, κυρίως, οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν προκαλέσει σημαντική διαταραχή στον κλάδο.
Ο κλάδος των εμπορικών ακινήτων βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σημαντική πρόκληση. Μετά από μια έντονη ανάκαμψη των εμπορικών ακινήτων, σε όρους ζήτησης και τιμών, από τα μέσα του 2022, η αύξηση των επιτοκίων έχει πτωτικές επιδράσεις στον κλάδο, καθώς παρατηρείται μια επιβράδυνση της αγοράς, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί όσο τα επιτόκια διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα.
Από την πανδημική κρίση και μετά, οι εταιρείες έχουν ακολουθήσει μια διαφορετική προσέγγιση, εξαιτίας της τηλεργασίας και, για λόγους μείωσης των λειτουργικών εξόδων, έχουν αφήσει τα ευρύχωρα και δαπανηρά γραφεία. Αυτό έχει παρατηρηθεί σε όλα τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, όπως το Λονδίνο, η Φρανκφούρτη και το Παρίσι. Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και αναχρηματοδότησης, καθώς και η αβεβαιότητα επηρέασαν τη ζήτηση για όλους τους τύπους των εμπορικών ακινήτων. Ωστόσο, η περιορισμένη ζήτηση και η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των εμπορικών ακινήτων εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για τον τραπεζικό κλάδο.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν μεγάλη έκθεση σε δάνεια εμπορικών ακινήτων και, ως εκ τούτου, μια μείωση της αξίας τους εκτιμάται ότι θα επηρεάσει τα κέρδη τους. Τα δάνεια για εμπορικά ακίνητα στις ΗΠΑ φθάνουν το ύψος των Δολαρίων 2,9 τρισ., ενώ στην Ευρώπη υπερβαίνουν τα Ευρώ 1,5 τρισ. ευρώ.
Στις ΗΠΑ, η έκθεση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε δάνεια εμπορικών ακινήτων διαφέρει ανάλογα με το μέγεθός τους. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με έκθεση της Moody’s Analytics, τη μεγαλύτερη έκθεση (24,3%) παρουσιάζουν οι τοπικές τράπεζες (829 τράπεζες, με συνολικό ενεργητικό Δολάρια 1-10 δισ.), ενώ ακολουθούν οι μικρές και οι περιφερειακές τράπεζες, με ποσοστό 18,3% και 16,5%, αντίστοιχα.