Πρέπει να είμαστε πολλοί όσοι περιμένουμε το σίκουελ του «Dune», της βραβευμένης ταινίας επιστημονικής φαντασίας του Ντενί Βιλνέβ. Επίσημη πρεμιέρα ορίστηκε η 17η Νοεμβρίου 2023, ένα χρόνο μετά, και οι πρώτες σκηνές γυρίστηκαν αρχές Ιουλίου στο κοιμητήριο του Μπριόν: ένα μεταμοντέρνο αριστούργημα του κορυφαίου Ενετού αρχιτέκτονα Κάρλο Σκάρπα.
Ο Πατρίς Βερμέτ (Οσκαρ καλύτερου σχεδιασμού παραγωγής για το πρώτο «Dune») υφαίνει συναρπαστικά σκηνικά «διαβάζοντας» βαθιά το διαστρικό μυθιστόρημα του Φρανκ Χέρμπερτ. Ο πλανήτης Αράκις δανείζεται πλάνα από τους αχανείς αμμόλοφους του Αμπου Ντάμπι και τα βραχώδη τοπία της Ιορδανίας, ενώ η Νορβηγία –με τις απόκρημνες ακτές και τα ομιχλώδη δάση– μορφοποιεί τον Κάλανταν.
Αρκετοί χώροι κατασκευάστηκαν στη Βουδαπέστη, με αναφορές στα καταφύγια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην αρχιτεκτονική των Μάγια, των Αζτέκων, αλλά και στον βραζιλιάνικο δυστοπικό μοντερνισμό.
Η έκπληξη, όμως, για τους λάτρεις του ντιζάιν έρχεται από την Ιταλία. Κτισμένο δίπλα στο υπάρχον δημοτικό νεκροταφείο του San Vito d’ Altivole, 35 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Τρεβίζο και 60 βόρεια της Βενετίας, το magnum opus του Σκάρπα θα φιλοξενήσει μέρος της δράσης του «Dune 2». Τις βασιλικές αυλές του πλανήτη Καϊτάν με τη νεοαφιχθείσα Φλόρενς Πιου ως πριγκίπισσα Ιρουλάν (κόρη του Κρίστοφερ Γουόκεν – αυτοκράτορα Σαντάμ του Δ΄) ή τα παλάτια του πλανήτη Γκίντι Πράιμ του βαρώνου Χαρκόνεν – Στέλαν Σκάρσγκαρντ;
Μπορεί ο Αράκις, γνωστός ως «Dune», να είναι ο πλανήτης των ερήμων –ο μοναδικός κόσμος όπου ευδοκιμεί το μπαχαρικό μελάνζ–, το κοιμητήριο του Μπριόν όμως είναι ο υγρότοπος όπου η ανάμνηση της ζωής υπερβαίνει τον θάνατο. Ενα λιβάδι όπου η μετάβαση από τον φθαρτό υλικό κόσμο στην αιώνια ζωή γίνεται «εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως». Σε τόπο φουτουριστικό και υπερφυσικό.
Χτισμένος μεταξύ 1968 και 1978, ο ιδιωτικός τάφος ανατέθηκε από την Ονορίνα Τομαζίν-Μπριόν στη μνήμη του συζύγου της Τζουζέπε Μπριόν, ιδρυτή και ιδιοκτήτη της διάσημης εταιρείας ηλεκτρονικών Brionvega.
Ο αρχιτέκτονας διαχειρίζεται τη «θλίψη» με μαεστρία, σκιαγραφώντας ένα «διαλογισμό πάνω στον θάνατο…
Από την είσοδο του παρακείμενου νεκροταφείου, το πρώτο που αντικρίζεις –μέσω ενός ιδιόμορφου κυκλικού ανοίγματος στο μπετόν– είναι ο κήπος. Το vesica piscis είναι ένα μαθηματικό σχήμα που προκύπτει από την τομή δύο δίσκων με την ίδια ακτίνα, με κέντρο καθενός στην περίμετρο του άλλου. Οι αλληλοτεμνόμενοι δακτύλιοι αποτελούν το σύμβολο του κοιμητηρίου. Επενδύονται με χάλκινο πλαίσιο και ψηφίδες σε τόνους ροζ και μπλε και εκφράζουν ταυτόχρονα το άπειρο –τη ζωή μετά τον θάνατο– και τον ερωτικό δεσμό των Μπριόν.
Ο αρχιτέκτονας διαχειρίζεται τη «θλίψη» με μαεστρία, σκιαγραφώντας ένα «διαλογισμό πάνω στον θάνατο και μια υπενθύμιση μιας μαγικής πόλης: της Βενετίας». Οπως η Βενετία στοιχειώνει τις «Αόρατες πόλεις» του Καλβίνο –ως αντανακλάσεις μνήμης της γενέθλιας πόλης του Μάρκο Πόλο– έτσι ακριβώς και η Επιπλέουσα Πόλη καθοδηγεί τη σύνθεση του Σκάρπα.
Γεννημένος στη Γαληνοτάτη το 1906, με το ένα βλέμμα εκεί και το άλλο στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου –όπου και πέθανε ύστερα από ατύχημα το 1978– ο Σκάρπα εικονογραφεί την τελετουργία των κήπων ζεν μέσω της βενετσιάνικης υλικότητας.
«Υπάρχουν στη Βενετία τρία μέρη κρυφά και μαγεμένα. […] Το ένα είναι η Κάλε ντελ’ Αμόρ ντέι Αμίτσι, το δεύτερο το συναντάμε στην Πόντε ντέλε Μαραβέτζε και το τρίτο είναι η Κάλε ντέι Μαράνι. Οταν οι Βενετσιάνοι βαρεθούν το κατεστημένο και τους θεσμούς του, πηγαίνουν σ’ αυτά τα τρία κρυφά μέρη κι ανοίγοντας τις πόρτες που βρίσκονται στο βάθος των αυλών, φεύγουν για τόπους πανέμορφους και για άλλες μαγευτικές ιστορίες […]. Φθάνει ν’ ανοίξεις εκείνην την πόρτα στο βάθος, για να φύγεις και να γυρίσεις πίσω στον χρόνο. Οπως στα παραμύθια», μονολογεί ο Κόρτο Μαλτέζε στην «Κρυφή αυλή του μυστηρίου» του Ούγκο Πρατ.
Μια τέτοια μαγική αυλή είναι το κοιμητήριο Μπριόν. Ενα hortus conclusus, ένας περίκλειστος κήπος φορτισμένος με συμβολισμούς. Λουσμένος στο φως. Πλημμυρισμένος νερό. Τόπος «ετεροτοπίας» κατά τον Φουκό. Λυρικός και ταυτόχρονα πομπώδης, συνταιριάζει ουτοπικά με ρεαλιστικά γήινα μοτίβα ενισχύοντας την επική ματιά του Βιλνέβ. Στο κέντρο του το «Arcosolium», το ταφικό µνηµείο του ζεύγους – κάτω από ένα θόλο από μωσαϊκό. Στα δεξιά το περίπτερο διαλογισμού, που ανοίγει αν βυθίσεις την κρυστάλλινη πόρτα στο δάπεδο. Από την άλλη πλευρά το παρεκκλήσι· ένας ορειχάλκινος γωνιακός βωμός κάτω από έναν πυραμοειδή θόλο με μικρά ξύλινα βαθμιδωτά δοκάρια που πλέει στο νερό.
Υπακούοντας στη θεωρητική υποδομή του μοντερνισμού αλλά ριζικά επηρεασμένος από την ενετική ταυτότητα, ο Σκάρπα τοποθετείται στο φάσμα του κριτικού τοπικισμού. Με αναφορές στους Οτο Βάγκνερ, Γιόζεφ Χόφμαν, Αντολφ Λος, Φρανκ Λόιντ Ράιτ, Λε Κορμπιζιέ, Μις βαν ντε Ρόε και ειλικρινή εκτίμηση στον Πολ Βαλερί, αγνόησε τον λαϊκισμό της νεοπαραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αναδεικνύοντας τοπο-μορφές που –πέραν της όρασης– παρασύρουν την υφή και την ακοή. Σε διαλεκτική σχέση με τη φύση, ακολούθησε το genius loci, αναζητώντας τη μαγεία στην υλικότητα της κατασκευής ως τέχνης συναρμογής υλικών και λεπτομερειών.
«Προσπάθησα να δημιουργήσω ποιητική αρχιτεκτονική»
Το ανεπίχριστο μπετόν είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο σμιλεύει την παράδοση. Περίτεχνα καλουπωμένα τοιχία –με δαντελωτές ακμές και πτυχωτές τομές– αιχμαλωτίζουν υλικά που λάμπουν και υφές που αποζητούν το άγγιγμα. Ανατολίτικα ιδεογράμματα, επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά μοτίβα, χρωματιστά γυάλινα τετράγωνα πλακάκια Μουράνο σε αυστηρές ευθείες σφηνωμένα στο σκυρόδεμα, επίχρυσα ίχνη εμπνευσμένα από βυζαντινά ψηφιδωτά και μπλε κοβαλτίου σε καμπύλα σόκορα. Μεταλλικές πόρτες που ανοίγουν με θόρυβο και περιστρέφονται σε κρυφούς άξονες. Πάγκοι στη μέση του νερού. Μικρές γεωμετρικές λίμνες με νούφαρα και ψάρια, διαυγή υδάτινα κανάλια, αναρριχητικά φυτά, βαθμίδες τύπου ζιγκουράτ βυθισμένες στο νερό, αντικατοπτρισμοί διαλογισμού. Ακανόνιστες οπές σε περίκλειστους τοίχους που αφήνουν το βλέμμα να κρυφοκοιτάξει. Ανάγλυφες οροφές, φωτεινές και σκιερές, σε υποβλητικό κιαροσκούρο.
Παρόλο που πρόκειται για ιδιωτικό έργο, το κοιμητήριο είναι ανοιχτό προς όλους. Κήπος θανάτου και ονείρων, στέκει με τόλμη ως παράδειγμα αφηγηματικής αρχιτεκτονικής. Ο Σκάρπα σε έκταση δύο στρεμμάτων ορίζει μια σύνθεση σε σχήμα Γ, όπου τα κτίρια/γλυπτά είναι από μόνα τους συμβάντα. Χαράσσει μη γραμμικές διαδρομές, με πολλαπλές επιλογές, κατευθύνσεις, στροβιλισμούς. Σχεδιάζει θεάσεις, κατασκευάζει προοπτικές. Εναλλάσσει τη ζωή με τον θάνατο. Ανακαλεί θραύσματα μνήμης που συναρμολογούνται από μικρά στιγμιότυπα. Ανυψώνει το έδαφος του κήπου κατά 75 εκατοστά δίνοντας κλίση στο περιμετρικό «τείχος» κατά 60 µοίρες, ώστε ο περιπατητής να ανακαλύψει εικόνες του «έξω». Μέσα από το κοιμητήριο καδράρονται η κοντινή εκκλησία, οι λόφοι Ασολάνι, το φρούριο Rocca di Asolo και οι κορυφογραμμές των Δολομιτών που απλώνονται σε όλη την πεδιάδα του Βένετο.
Αξίζει να δει κανείς το 52λεπτο ταινιάκι «Memoriae Causa» (2007) του σκηνοθέτη Ρικάρντο ντε Καλ, όπου αποτυπώνεται το κοιμητήριο. Εχει τον τίτλο της Μονογραφίας του (1977) που κυκλοφόρησε σε 200 αντίτυπα εκτός αγοράς.
Ο Σκάρπα φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αρχιτεκτονικής IUAV της Βενετίας. Στα έργα του συγκαταλέγονται η ανακαίνιση και ο κήπος του Ιδρύματος Querini Stampalia (1949-1959) στη Βενετία· το περίπτερο της Βενεζουέλας (1954) και η μικρή αυλή με το καμπυλόγραμμο στέγαστρο και τη λίμνη με τους κρίνους στη γωνία του κεντρικού περιπτέρου της Μπιενάλε της Βενετίας (1949), το Μουσείο Castelvecchio στη Βερόνα και ο εκθεσιακός χώρος των γραφομηχανών Olivetti στην πλατεία του Σαν Μάρκο (1958).
Θαμμένος και ο ίδιος στο νεκροταφείο Μπριόν, το έργο του αποτελεί ρέκβιεμ για τη ζωή. «Προσπάθησα να βάλω λίγη ποιητική φαντασία σε αυτό, αν και όχι για να δημιουργήσω ποιητική αρχιτεκτονική, αλλά για να φτιάξω ένα συγκεκριμένο είδος αρχιτεκτονικής που θα μπορούσε να εκπέμπει μιαν αίσθηση επίσημης ποίησης. […] Το μέρος για τους νεκρούς είναι ένας κήπος. […] Ηθελα να εκφράσω τη φυσικότητα του νερού και του λιβαδιού, του νερού και της γης. Το νερό είναι η πηγή της ζωής», θα πει ο ίδιος ο Σκάρπα.