Του Γεώργιου Μάτσου*
Κάποτε, στο όχι μακρινό παρελθόν, οι επιτηδευματίες υποχρεούνταν να θεωρούν βιβλία και στοιχεία στις Δ.Ο.Υ. Στο ειδικό δωματιάκι όπου με τελετουργική επιμέλεια τρυπιούνταν αποδείξεις, τιμολόγια, βιβλία, ισοζύγια, δελτία αποστολής κλπ., το κράτος κρατούσε το κλειδί των επιχειρήσεων στα χέρια του.
Η αρχική ιδέα ήταν η διασφάλιση της γνησιότητας των φορολογικών βιβλίων και στοιχείων. Η θεώρηση όμως εξελίχθηκε σε πλήρες καπέλωμα του κράτους επί της οικονομικής δραστηριότητας: Εάν π.χ. είχες πάνω από 6.000 ευρώ ληξιπρόθεσμα χρέη προς το κράτος, το τελευταίο δεν σου θεωρούσε βιβλία και στοιχεία. Όμοια, εάν χρωστούσες έστω και ένα ληξιπρόθεσμο ευρώ σε ασφαλιστικό οργανισμό (“ασφαλιστική ενημερότητα”). Ούτε να μεταφέρεις εμπορεύματα μπορούσες, διότι και τα δελτία αποστολής έπρεπε να θεωρούνται. Πώς όμως θα δούλευαν οι επιχειρήσεις για να εξοφλήσουν τα χρωστούμενα;
Διάφορες άλλες προϋποθέσεις είχαν συνδεθεί με τη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων, που καθιστούσαν τη Δ.Ο.Υ. χωροφύλακα ζητημάτων μη σχετιζόμενων καν με τη φορολογία. Οι Δ.Ο.Υ. επιτηρούσαν την εγγραφή στα επιμελητήρια, τη λήψη διοικητικών αδειών, την άδεια παραμονής των αλλοδαπών και άλλα που ίσως διαφεύγουν.
Μπορεί να αντιτάξει κανείς: Εάν λείπουν οι αναγκαίες άδειες, γιατί να επιτρέπεται μια δραστηριότητα; Κάποιοι θα υποστηρίξουν μέχρι και ότι δεν πρέπει να επιτραπεί να δουλέψει όποιος χρωστάει στο δημόσιο ή στα ταμεία.
Η συλλογιστική αυτή παραβλέπει πρωτίστως ότι όσοι δεν μπορούσαν να θεωρήσουν βιβλία και στοιχεία, δεν ήταν ότι δεν δούλευαν. Φυσικά και δούλευαν. Δούλευαν “μαύρα”, υπό συνθήκες, ανεπίσημης, μη δηλούμενης και φυσικά αφορολόγητης στην πράξη δραστηριότητας παραοικονομίας.
Η μη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων δεν απαγόρευε εντέλει να εργαστείς. Απαγόρευε απλώς να δηλώσεις νομίμως αυτά τα έσοδα και να τα φορολογηθείς. Δεν απέτρεπε την οικονομική δραστηριότητα, απέτρεπε μόνον τη φορολόγησή της.
Ο παραλογισμός καταδεικνύεται από το ότι νομική απαγόρευση εμπορικής δραστηριότητας υπήρχε μόνον στο προ του νόμου 3588/2007 καθεστώς πτώχευσης. Μετά το νόμο 3588/2007, ούτε η κήρυξη σε πτώχευση οδηγεί σε απαγόρευση εμπορίας, ακόμη και για όποιον έχει φεσώσει όλη την αγορά. Όμως, για προσωρινά μόνον ληξιπρόθεσμα χρέη πάνω από 6.000 ευρώ φόρους ή πάνω από 1 ευρώ σε ασφαλιστικό ταμείο, η έννομη τάξη τιμωρούσε με συνέπειες παρόμοιες με αυτές της προ του 2007 πτώχευσης.
Οι πάντες αιτιώνται την παραοικονομία στην Ελλάδα, αλλά κανένας δεν ασχολείται με τις αιτίες της: η “θεώρηση” ήταν βασικότατη αιτία. Και μόνον ο μπελάς της θεώρησης οδηγούσε τους επιτηδευματίες να αποφεύγουν την έκδοση αποδείξεων, όχι (μόνον) για να φοροδιαφύγουν, αλλά (κυρίως) “για να μην τελειώσουν τα μπλοκ και τρέχουμε πάλι για ενημερότητες”.
Οι πάντες αιτιώνται την γραφειοκρατία, αλλά παραβλέπουν ότι η γραφειοκρατία είναι κυρίως φορολογική και ασφαλιστική. Στη μοναδική χώρα του πλανήτη όπου η ικανοποίηση των κρατικών οικονομικών απαιτήσεων αποτελεί νομική προϋπόθεση των ιδιωτικών συναλλαγών (“φορολογική ενημερότητα”), οι επιχειρήσεις πρέπει συνεχώς να πληρούν διάφορες προϋποθέσεις για τις οικονομικές τους σχέσεις με το κράτος, ώστε να τους επιτραπεί η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα.
Μόνον μεσούσης της ελληνικής κρίσης, το 2012, όταν η “θεώρηση” κατέστη αδύνατη για υπερβολικά και κρίσιμα υψηλό αριθμό φορολογουμένων, απεξάρτησε η φορολογική γραφειοκρατία τη δυνατότητα τήρησης των φορολογικών υποχρεώσεων από την προηγούμενη εκπλήρωση φορολογικών, ασφαλιστικών και άλλων υποχρεώσεων. Αυτό βέβαια, για λόγους φορολογικής πολιτικής ορθότητας δεν διαφημίστηκε ως “κατάργηση της θεώρησης”, αλλά ως δήθεν “κατάργηση του ΚΒΣ”.
Εκεί λοιπόν που πίστευε κανείς ότι το αστυνομικό μέτρο της θεώρησης ήταν παρελθόν, και με την ελληνική κοινωνία να έχει αποδεχθεί πλειοψηφικά την ανάγκη ουσιώδους ελάφρυνσης της φορολογίας, ιδίως των επιχειρήσεων, έρχεται η φαινομενικά καινούργια ιδέα της δήθεν “ηλεκτρονικής τιμολόγησης”.
Ηλεκτρονική τιμολόγηση δεν θα είναι απλώς το να εκδίδονται ηλεκτρονικά τα παραστατικά, πράγμα ήδη εξαιρετικά διαδεδομένο, αλλά το να εκδίδονται online, μέσω του server της ΑΑΔΕ.
Στην ουσία δεν θα τα εκδίδουμε καν εμείς τα τιμολόγια, αλλά το κράτος.
Η ίδια δηλαδή η προβολή του θέματος ως δήθεν “ηλεκτρονική τιμολόγηση” είναι από μόνη της παραπλανητική και θέτει σοβαρότατο πολιτικό και ηθικό ζήτημα, όχι μόνον για το περιεχόμενό της, αλλά και για τον τρόπο που παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη.
Παρά τον ενθουσιασμό όσων πιστεύουν ότι η ασφυκτική αστυνόμευση της οικονομίας από τις φορολογικές αρχές “θα πατάξει την φοροδιαφυγή”, η πλήρης κρατικοποίηση της τιμολόγησης, όπως παλιά η “θεώρηση”, δεν θα επιτύχει μείωση της φοροδιαφυγής και θα αποδειχθεί χειρότερη από τη “θεώρηση” για την υγεία της οικονομίας.
Τούτο, διότι πολύ σύντομα το κράτος θα καταχραστεί την εξουσία “ζωής και θανάτου” επί της νόμιμης συναλλακτικής ζωής των επιχειρήσεων, που θα του δώσει η αποκλειστικότητα της χρήσης κρατικών υποδομών για την τιμολόγηση των ιδιωτικών συναλλαγών: Αν παλαιότερα ο επαγγελματίας είχε περιθώριο ελευθερίας μερικά θεωρημένα μπλοκ προτού ξαναεπισκεφθεί το ειδικό δωματιάκι των Δ.Ο.Υ., πλέον το κράτος θα μπορεί να απαγορεύει, αλλά και να ελέγχει την οικονομική δραστηριότητα ανά πάσα στιγμή και με οποιαδήποτε, περισσότερο ή λιγότερο εύλογη αφορμή.
Η πραγματοποίηση όλων των ιδιωτικών συναλλαγών αποκλειστικώς μέσω ενός κρατικού server εξαγγέλλεται με άκρως παραπλανητικούς τρόπους: Ως δήθεν “κατάργηση των τεκμηρίων”, ενώ θεσπίζει γενικό υπερτεκμήριο δαπανών. Ως δήθεν “κατάργηση της γραφειοκρατίας”, ενώ θεσπίζει απόλυτη ηλεκτρονική γραφειοκρατία. Ως “κατάργηση των ΜΥΦ”, ενώ καταργούνται τα πραγματικά τιμολόγια (ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα) και επιβιώνουν μόνον οι ΜΥΦ.
Η πρακτική δυνατότητα φοροδιαφυγής, ακριβώς όπως η πρακτική δυνατότητα διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος είναι αναπόφευκτη συνέπεια της ελευθερίας. Η φοροδιαφυγή, όπως κάθε έγκλημα, απαιτεί πρωτίστως κοινωνική και πολιτική απονομιμοποίηση και δευτερευόντως τη συκοφαντημένη ως έννοια κρατική καταστολή. Και πάντως όχι θεσμούς αδυσώπητης γραφειοκρατίας. Η ελευθερία είναι με τη σειρά της προϋπόθεση οποιασδήποτε υγιούς οικονομικής και όχι μόνον δραστηριότητας.
Το μέτρο αυτό έρχεται από τη σημερινή, υποτίθεται φιλελεύθερη κυβέρνηση της χώρας. Πόσο φιλελεύθερο είναι όμως, το κράτος να κρατά το κλειδί όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων; Όσο και να παραπλανά το φορολογικό αστυνομικό ελλαδικό κράτος, πρόκειται για το πλέον ανελεύθερο μέτρο στην οικονομία, πολύ χειρότερο του ΚΒΣ (γέννημα, κατά κακή σύμπτωση, κυβερνήσεως του πατρός Μητσοτάκη, το 1992): Όλες οι ιδιωτικές συναλλαγές θα διεκπεραιώνονται αποκλειστικά μέσω του κράτους.
Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Η ελληνική οικονομία δεν έχει ανάγκη μόνον από χαμηλότερη φορολόγηση, αλλά και από λιγότερη προληπτική φορολογική αστυνόμευση της οικονομίας. Η φοροδιαφυγή αντιμετωπίζεται, όπως σε όλα τα προηγμένα κράτη, με τα σωστά κατασταλτικά μέτρα και όχι με απολυτοποίηση της φορολογικής γραφειοκρατίας.
*Γεώργιος Ι. Μάτσος, Δ.Ν., Δικηγόρος