Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζουν τις σημαντικές αβεβαιότητες που απειλούν την πορεία της εγχώριας και της διεθνούς οικονομίας, η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων προχωρεί αυτή την περίοδο στη σύνταξη αισιόδοξων προϋπολογισμών για το 2022.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς: «Αυτή την περίοδο πέφτουν οι τελευταίες πινελιές στους εταιρικούς προϋπολογισμούς του 2022, μέσα σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αβεβαιότητες, τόσο στο υγειονομικό μέτωπο (βλέπε μετάλλαξη Όμικρον) όσο και σε αυτό του ενεργειακού κόστους και της εφοδιαστικής αλυσίδας. Είναι βέβαιο ότι οι διοικήσεις των εταιρειών επεξεργάζονται εναλλακτικά σχέδια δράσης στην περίπτωση κατά την οποία ξεφύγει κάτι σε αυτά από τα δύο προαναφερθέντα μέτωπα και επηρεάσει περαιτέρω το κόστος παραγωγής τους και τη ζήτηση για τα προϊόντα τους. Κάτι τέτοιο βέβαια έχει συμβεί πολλές φορές κατά την τελευταία δεκαετία, για λόγους που σχετίζονταν κυρίως με τα ελληνικά δημοσιονομικά ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι στην πλειονότητα των προϋπολογισμών, το βασικό σενάριο αναφέρεται σε μεγαλύτερο ύψος κύκλου εργασιών σε σχέση με αυτό του 2021 και σε συνέχιση των επενδυτικών σχεδίων που είχαν προγραμματιστεί.
Αναμφίβολα, πολλές επιχειρήσεις έχουν δει το τελευταίο χρονικό διάστημα τη ζήτηση να μην ακολουθεί τους ρυθμούς ανόδου του πρώτου εννεαμήνου ή και τα μικτά περιθώρια κέρδους τους να εμφανίζονται μειωμένα λόγω των εξελίξεων στις τιμές των πρώτων υλών και των καυσίμων. Οι περισσότερες ωστόσο -επί του παρόντος τουλάχιστον- μπορούν ως ένα σημαντικό βαθμό να περνάνε -έστω και με χρονική καθυστέρηση- τις αυξημένες δαπάνες στους πελάτες τους, καθώς η ζήτηση παραμένει ισχυρή. Το κυριότερο ωστόσο είναι πως θεωρούν ότι τα χειρότερα σε ό,τι αφορά το ενεργειακό κόστος τα έχουμε δει και πως η κατάσταση θα είναι βελτιωμένη από το δεύτερο εξάμηνο του 2022».
Η συγκρατημένη αισιοδοξία των επιχειρηματικών στελεχών δεν οφείλεται στην υποβάθμιση των σημερινών προκλήσεων, αλλά στο ότι η κατάσταση στην οικονομία δεν σχετίζεται με άλλες δυσμενείς περιόδους όπως π.χ. εκείνης του 2010. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες είναι αξιόπιστες, ο κίνδυνος της χώρας βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ παράλληλα τα νοικοκυριά διαθέτουν αυξημένες καταθέσεις-αποταμιεύσεις, τα τρέχοντα επιτόκια είναι χαμηλότερα από ποτέ, μεγάλο ύψος επενδυτικών κεφαλαίων ενδιαφέρεται να τοποθετηθεί στην Ελλάδα και φυσικά υπάρχουν μπροστά μας τα κοινοτικά κονδύλια των δύο ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ήδη το εννεάμηνο έκλεισε με αύξηση του ΑΕΠ άνω του 9% και όλα δείχνουν πως η εκτίμηση για ετήσια φετινή επίδοση +6,9%, η οποία αναφέρεται στον πρόσφατα κατατεθειμένο Προϋπολογισμό του 2022, θα ξεπεραστεί. Όσο και αν ο ρυθμός ανόδου φαίνεται ότι έχει «καθίσει» από τον Οκτώβριο και μετά, όσο και αν επίσης το τελευταίο τρίμηνο του 2020 ήταν το πιο ισχυρό της προηγούμενης χρονιάς, κανείς δεν ξεχνά ότι από το Νοέμβριο του 2020 έως και τον Απρίλιο του 2021 η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς αυστηρών περιοριστικών μέτρων, ενώ στο μεγαλύτερο τμήμα της συγκεκριμένης περιόδου είχαμε απαγόρευση των διανομαρχιακών μετακινήσεων και κλειστά εμπορικά καταστήματα.
Αν και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το μέλλον, η ελληνική κυβέρνηση δεν ενθαρρύνει (για την ακρίβεια, αποκλείει) σενάρια νέων οριζόντιων περιοριστικών μέτρων. Στον βαθμό που οι κυβερνητικές εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν στην πράξη, τότε μια ευρεία σειρά από οικονομικές δραστηριότητες αναμένεται να έχει το 2022 ένα σαφώς καλύτερο πρώτο τετράμηνο από το φετινό. Πρόκειται για το εμπόριο, τις μεταφορές, τα πετρελαιοειδή, την εστίαση, τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας και άθλησης, τα ξενοδοχεία πόλης και τόσες άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Πέραν αυτών, υπάρχουν πολλοί σημαντικοί κλάδοι, όπως για παράδειγμα αυτοί των κατασκευαστικών εταιρειών και της πληροφορικής, οι επιχειρήσεις των οποίων έχουν «φορτωθεί» με ανεκτέλεστα υπόλοιπα συμβάσεων σαφώς υψηλότερα από τα αντίστοιχα περυσινά.
Επιπλέον, οι προκρατήσεις στον τουριστικό κλάδο αυτή την περίοδο δείχνουν να είναι για το 2022 υψηλότερες ακόμη και από εκείνες του 2019, χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα είχε πραγματοποιήσει την ιστορικά υψηλότερη επίδοσή της.
«Αντιλαμβανόμαστε ότι το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών έχει ήδη οδηγήσει κάποιους πελάτες μας στο να αναβάλουν τις παραγγελίες τους», σημειώνει οικονομικός διευθυντής μεταλλουργικής εταιρείας, εκφράζοντας ωστόσο την απορία του: «Για πόσο διάστημα μπορούν να διαρκέσουν αυτές οι αναβολές; Θα αναβληθούν επενδύσεις στον τουρισμό με κίνδυνο να χαθεί η σεζόν του 2022, ή μήπως θα πάνε τόσο πίσω εμβληματικά projects με ορίζοντα δεκαετιών, επειδή ακρίβυνε κατά ένα ποσοστό το κόστος κατασκευής τους;».