Η αναγέννηση ενός κράτους, αλλά και η δημιουργία της ταυτότητάς του μέσα από την αρχιτεκτονική ήταν το θέμα του εξαιρετικά ενδιαφέροντος συνεδρίου “Η Αρχιτεκτονική της Παλιγγενεσίας-Η Παλιγγενεσία της Αρχιτεκτονικής” που συνδιοργάνωσαν το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
1834. Ελλάδα. Ένα κράτος «νήπιο». Αθήνα. Ένα χωριό -με τα σημερινά δεδομένα- γεμάτο χαμόσπιτα, χαλάσματα, λασπωμένες αλάνες και δρόμους, ανάμεσα από τις ερειπωμένες αρχαιότητες, τα βυζαντινά και μεσαιωνικά κτίρια, τα τζαμιά, κάτω από τη σκιά του Ιερού Βράχου, που αναλαμβάνει αίφνης τον ρόλο της πρωτεύουσας.
Σε αυτό το παλίμψηστο πεδίο των αντιθέσεων, τον τόπο όπου έλαμψε ο «Χρυσός Αιώνας» του Περικλή, επιλέχθηκε και παίχτηκε η «παράσταση» της υλοποίησης των υψηλών ιδεών. Εδώ ακριβώς στην ανοικοδόμησή της Αθήνας, χωρίς πρόβα, μια κι έξω, σαν προειλημμένη απόφαση, αποτυπώθηκε υλικά η ιδανική εικόνα των Ευρωπαίων για την Ελλάδα με η πρόσληψη της ελληνικότητας ως αδιάρρηκτης συνέχειας από την ένδοξη αρχαιότητα χωρίς προβληματικά ενδιάμεσα ιστορικά στάδια (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία). Αυτά εξάλλου καταστράφηκαν.
Θα μπορούσε λοιπόν όντως το παλάτι του βασιλιά Όθωνα να είχε χτιστεί στην Ακρόπολη; Θα μπορούσε η εικόνα της Αθήνας, ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους, αρχιτεκτονικά, να ήταν τελείως διαφορετική αν είχαν στείλει στη χώρα βασιλιά έναν γαλαζοαίματο που δεν θα ήταν από τη Βαυαρία, χώρα που είχε εμμονή με την ελληνική αρχαιότητα;
«Το σχέδιο με το παλάτι στην Ακρόπολη ήταν άσκηση επί χάρτου απλά. Τα σχέδια ήταν βεβαίως καταπληκτικά. Ήταν μια έκθεση ιδεών στην οποία αντέδρασε όμως ο πατέρας του Όθωνα. Είχε ξεκινήσει και η αρχαιολογική έρευνα στο μεταξύ. Το πολεοδομικό σχέδιο που κατατέθηκε τελικά τοποθετούσε τα ανάκτορα στην Ομόνοια» μας απαντά ο Δημήτρης Ησαίας, αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής και πρώην Κοσμήτορας της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., κι ένας από τους συμμετέχοντες στο συνέδριο «Η Αρχιτεκτονική της Παλιγγεσίας-Η Παλιγγενεσία της Αρχιτεκτονικής» που πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών από τις 3-5 Σεπτεμβρίου, σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Στο δεύτερο ερώτημα για την εικόνα της Αθήνας, η απάντηση του είναι ειλικρινέστατη: «Δεν μπορούμε να ξέρουμε».
«Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι αυτό που εξελίχθηκε ως 1821, με όλες τις ιδεολογικές του φορτίσεις, μπολιάστηκε από όλα τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Εκτός από τους Βαυαρούς και προ της έλευσής τους, υπήρχε “γεύση” του τι συνέβαινε στην Ευρώπη. Κυρίαρχο ρεύμα στην τέχνη και την αρχιτεκτονική στις ευρωπαϊκές χώρες είναι ο Κλασικισμός. Η Ελλάδα βρίσκεται στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά έρχονται και Έλληνες από την Ευρώπη στο νεοσύστατο κράτος. Ο Ελληνογάλλος Σταμάτης Βούλγαρης (σ.σ: συμμαθητής του Καποδίστρια κι ο πρώτος πολεοδόμος της νεότερης ελληνικής Ιστορίας), ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου (σ.σ.: μεταξύ των έργων του είναι και το Οφθαλμιατρείο, ο Αγ. Γεωργος Καρίτσης, η Αγία Ειρήνη και το Πολυτεχνείο, όπου το 1844 ανέλαβε διευθυντής του), ο Καποδίστριας φυσικά κ.α» μας εξηγεί ο κ. Ησαΐας, προσθέτοντας:
«Ο Κλασικισμός ήταν κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα, αλλά εντέλει τους βόλεψε όλους, πέρα από τους Έλληνες που αναζητούσαν εθνική ταυτότητα, τους εξυπηρετούσε το ιδεολόγημα που εμφανίζει την Ελλάδα να είναι η συνέχεια της κλασικής περιόδου. Ο Κλασικισμός παραμένει το κυρίαρχο ρεύμα στην Ευρώπη, και “κουμπώνει” και στις προσδοκίες Γερμανών και Εγγλέζων για το νέο κράτος. Έτσι κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί κι εμείς. Και μάλιστα αφομοιώθηκε αυτό το ιδεολόγημα-ρεύμα από τους Έλληνες ακόμη και στα λαϊκά νεοκλασικά τους που δεν μιμούνται προφανώς τις κολώνες της Ακρόπολης, αλλά νεότευκτα κτήρια, όπως το Πανεπιστήμιο».
Αθήνα: Από χωριό 7.000 κατοίκων, πρωτεύουσα του νέου κράτους
Πρέπει να έχουμε την εικόνα της Αθήνας τότε, υπογραμμίζει. «Ήταν μια πόλη που έβγαινε από ένα χάος και με τα σημερινά δεδομένα ήταν χωριό».
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που ο Σίνκελ, μια από τις μεγάλες μορφές της αρχιτεκτονικής, είχε φανταστεί το παλάτι επί της Ακρόπολης.
«Δεν ήταν ότι μας πήγαινε στον όλεθρο και αντιστάθηκε ο Καυταντζόγλου. Το 1830 υπάρχουν στην Ακρόπολη ακόμα σπίτια, μιναρές, τζαμί» διευκρινίζει ο κ. Ησαίας. «Η χώρα αναζητούσε ταυτότητα και υιοθετούσε την τακτική της “κάθαρσης”: Έσβηνε τα πάντα διατηρώντας μόνο τα στοιχεία που τη συνέδεαν με την αρχαιότητα».
Έτσι, ακόμη και βυζαντινά κατάλοιπα γκρεμίζονται, «κάτι που σήμερα δεν θα συνέβαινε», παραδέχεται ο ομότιμος καθηγητής.
Η Αθήνα, παρότι χωριό, αλλά κουβαλώντας τον μύθο του αρχαίου κλέους, ξαφνικά γίνεται το κέντρο του κράτους. Τα πρώτα σχέδια των ανακτόρων τα τοποθετούν στην Ομόνοια, απ’ όπου δημιουργείται ένας πολύ μεγάλος άξονας: η Πειραιώς. «Ο λόγος που συναντούμε τόσα πολλά νεοκλασικά σπίτια είναι διότι έσπευσαν να αγοράσουν γη και να χτίσουν κοντά στα ανάκτορα. Έτσι δημιουργήθηκε το Μεταξουργείο. Όταν το παλάτι πια μετακομίζει οριστικά στο Σύνταγμα, πιθανώς λόγω κλίματος, τότε βλέπουμε να ανοικοδομείται το Κολωνάκι. Και χτίζονται νεοκλασικά, ενώ ακόμη βόσκουν πρόβατα στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο που και ο Μπενάκης εκεί πήγε και έχτισε την οικία του» μας λέει ο πρώην Κοσμήτορας.
Πότε ξεκινά κανονικά η ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας και με ποιο ρυθμό;
«Αρχίζουν να χτίζουν από τη στιγμή της μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αθήνα, το 1834. Οι ρυθμοί οικοδόμησης προκύπτουν από τους ρυθμούς ανάπτυξης του πληθυσμού. Αρχικά είχε μόλις περί τις 7.000 κατοίκους. Έχει όντως μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά το μεγάλο boom γίνεται το 1921 με την έλευση των προσφύγων».
Στον Νεοκλασικισμό, τον χορό σέρνει προφανώς κυρίως η Αθήνα, προσθέτει ο κ. Ησαίας. «Η Θεσσαλονίκη δεν ζει αυτή την περίοδο, παρόλο που εντάσσεται η σχολή στη χώρα δημιουργώντας ρεύμα. Κι έτσι δημιουργούνται σιγά σιγά οι υποδομές που αρμόζουν σε μια πρωτεύουσα: Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη, Οφθαλμιατρείο, Πολυτεχνείο, Μουσείο…»
Άραγε υπήρχε διάλογος, κεντρικός σχεδιασμός για το πώς θα ανοικοδομηθεί η πόλη; «Δεν υπήρχε. Ούτε λάμβανε κανείς κεντρικές αποφάσεις. Γινόντουσαν απλώς δουλειές. Λέγανε “πάμε στην Ελλάδα, ευκαιρία για δουλειά“. Και ήρθαν νεότεροι ταλαντούχοι αρχιτέκτονες και πήραν δουλειές. Δεν δημιουργήθηκε κάποια συζήτηση. Δεν ήρθε ο Χάνσεν για να θέσει το ερώτημα: “Πώς θα κάνουμε την Αθήνα; Με παγόδες, με με κάτι άλλο;” Δεν τέθηκαν ποτέ τέτοια ερωτήματα. Αυτά που ήξεραν αυτά ήρθαν κι έκαναν κι επειδή υπήρχε η ανάγκη για ιδεολογικό περιτύλιγμα είδαν ότι αυτό που ήξεραν (Νεοκλασικισμός) ήταν ευπώλητο».
Προσεγγίζοντας την «Αθηναϊκή Τριλογία» (Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία), που σχεδιάστηκε για να συγκροτεί ένα μνημειακό σύνολο ενός άξονα που ένωνε τα ανάκτορα του Οθωνα (σημερινή Βουλή) με την πλατεία Όθωνος (σημερινή πλατεία Ομονοίας), ο Γιώργος Μερτζανίδης αναφέρθηκε εκ νέου στο ιδεολογικό σκέλος της αρχιτεκτονικής: «Η συμβολική λειτουργία της αρχιτεκτονικής είναι τόσο επιδραστική που ο Ουμπέρτο Έκο τη θεωρεί μέσο επικοινωνίας που έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά για να μεταδώσει και αποτυπώσει την ιδεολογία της εκάστοτε εξουσίας, ό,τι συνέβη και στην περίπτωση που εξετάζουμε. […] Η “Αθηναϊκή Τριλογία” αποτελεί έτσι την κορωνίδα της πολιτισμικής-εκπαιδευτικής πολιτικής του κρατικού φιλελληνισμού, που ξεκινά με τη βασιλεία του Όθωνα (1832-1862)».
Σε αντίθεση με την Αθήνα, στον Πειραιά, σύμφωνα με τον καθηγητή ΕΜΠ και Διευθυντή του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος, Νίκο Μπελαβίλα, όπου σχεδιάζονταν τα θερινά ανάκτορα, οι δημιουργοί του σχεδίου αγνόησαν πλήρως τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, και παρόλο που αντέγραψαν το αρχαίο ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, δεν ενδιαφέρθηκαν να διασωθούν τα όποια ίχνη του.
Στην ενδιαφέρουσα ομιλία του Λεωνίδα Κουτσουμπού έγινε μια διαχρονική προσέγγιση των Εξαρχείων από την εποχή του Όθωνα ως τις μέρες μέσα από το πρίσμα «της Διαρκούς Επανάσταση», που πάντα έβρισκε έδαφος στην περιοχή.
Μια διαφορετική προσέγγιση επιχείρησε ο συγγραφέας και μεταφραστής Παντελής Μπουκάλας, στο περιθώριο του συνεδρίου, μιλώντας για το άκτιστο που κυριαρχεί στο κτιστό μέσα στο Δημοτικό Τραγούδι. Στο συνέδριο συμμετείχαν με ομιλίες τους οι Γιώργος Πρεβελάκης, Ευφροσύνη Τσακίρη, Σωκράτης Γιαννούδης, Κώστας Μωραίτης, Ελένη Χανιώτου, Γωγώ Ελευθεράκη, Σοφία Ριζοπούλου, Ματθαίος Παπαβασιλείου, Κων/να Καρβουντζή κ.ά.
*Το συνέδριο ήταν συνδιοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η επιστημονική επιτροπή του απαρτιζόταν από τους Δ.Ησαία, τον διευθυντή του Πολιτιστικού Κέντρου Παύλο Καλλιγά, τον Κοσμήτορα της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Παναγιώτη Τουρνικιώτη, την καθηγήτρια Φιλοσοφίας Βούλα Τσούνα και τον Ιστορικό Δημήτρη Κυρτάτα.