Σχεδόν πέντε χρόνια, από το 1954 ώς το 1959, κράτησαν τα έργα του Δημήτρη Πικιώνη στον Λόφο του Φιλοπάππου αλλά και οι διαμορφώσεις απέναντι, στις προσβάσεις προς τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Πλήθος κειμένων περιγράφουν το πώς ο αρχιτέκτονας δούλεψε τις ιδέες του, πώς δοκίμαζε τα υλικά παρατηρώντας ακόμη και το πώς χρωματίζονται από το φως του ήλιου. Πώς συνήθιζε να ψάχνει ακόμη και στα μπάζα των σπιτιών που κατεδαφίζονταν τότε σωρηδόν και να διασώζει σπαράγματα, ενθέτοντας σπασμένα κανάτια, τούβλα, ακόμη και νεροχύτες μέσα σε τοίχους, λιθόστρωτα και κανάλια αποστράγγισης. Πώς κατάφερνε να εμπνέει τους βοηθούς του ώστε να παίζουν με αναπάντεχες βοτσαλωτές δημιουργίες μέσα στα πιο μικρά σκαλοπάτια ή ακόμη και τους αγωγούς απορροής των ομβρίων.
Οι αρχές του μοιάζουν απλές. Στην πρώτη ματιά. Μελετούσε το χώμα και το διαμόρφωνε ώστε να μην παρασύρεται από τις βροχές. Φύτευε όρθιες πέτρες για να το συγκρατεί. Διάλεγε φυτά που να μη χρειάζονται πότισμα αλλά και να μη μεγαλώνουν πολύ ειδικά στα σημεία όπου το ζητούμενο ήταν να είναι ελεύθερη η ενατένιση προς την Ακρόπολη. Ως αποτέλεσμα, παρά την έλλειψη συντήρησης, τα λιθόστρωτα, τα μονοπάτια και τα σκαλοπάτια του παραμένουν σε πολύ καλύτερη κατάσταση συγκριτικά με εκείνα που φτιάχτηκαν πολύ αργότερα στον Λυκαβηττό και άλλους λόφους.
Οι εργασίες διαμόρφωσης ανατέθηκαν στον Δ. Πικιώνη από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή όταν ήταν υπουργός Δημοσίων Εργων και ολοκληρώθηκαν όταν εκείνος ήταν ήδη τέσσερα χρόνια πρωθυπουργός. Η ανάθεση από τόσο «ψηλά» τον βοήθησε στο να ξεπεράσει αυτά που και σήμερα ονομάζονται «γραφειοκρατικές αγκυλώσεις», χωρίς να λείπουν και τα επεισόδια. Σε κείμενό του ο ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ Γιώργος Σαρηγιάννης περιγράφει ένα τέτοιο συμβάν όπως του το διηγήθηκε το 1987 ο γλύπτης Χρήστος Διδώνης που δούλευε για τον Πικιώνη ως λιθοξόος: Ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ανέβηκε μια φορά στα έργα και του είπε: «Να συντομεύουμε, κύριε καθηγητά, έχουμε και εκλογές!» Με συγκρατημένη οργή τότε ο Πικιώνης απάντησε: «Αν νομίζετε, κύριε πρόεδρε, ότι μπορείτε να κάνετε αρχιτεκτονική, πάρτε το δίπλωμά μου και κάντε την εσείς!»
Η ανάγκη του να εποπτεύει αυτοπροσώπως και συνεχώς τις εργασίες, να δοκιμάζει σχέδια και να τα αναιρεί πριν καταλήξει σε πράξεις που υπηρετούν την ερμηνεία της γενικής ιδέας προκάλεσε συχνά δυσφορία στον υπηρεσιακό μηχανισμό. Εγραφε όμως: «Το έργον τούτο έχει ανάγκην ευρείας ασκήσεως μιας επί τόπου αυτενεργείας, ην ουδέν σχέδιον δύναται να προβλέψει, ουδεμία σύμβασις να περιγράψει… Ο ίδιος ο αρχιτέκτων πρέπει βοηθούμενος υπό των βοηθών του να καταστεί ερμηνευτής του έργου του». Και σε ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα ανέφερε πικρά: «Το 1955 ανέλαβε μετά πλήθους εποπτευόντων και συνεργατών τα έργα διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου της Ακροπόλεως». Πώς θα σχολίαζε άραγε τον σημερινό κατατεμαχισμό του έργου του;
Και, κυρίως, πώς θα σχολίαζε την υποβάθμιση που υπέστη στα χρόνια μετά τον θάνατό του το 1969; Στις 29 Μαρτίου 1972, σε δημοσίευμα της εποχής («Το Βήμα») αποτυπώνεται η διαμαρτυρία του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων για τη θυσία «ενός αρχιτεκτονικού μνημείου στον κερδώο Ερμή». Το ρεπορτάζ αναφέρεται στις αλλοιώσεις και τις παρεμβάσεις στο συγκρότημα της εκκλησίας του Λουμπαρδιάρη και του Αναπαυτηρίου που είχε μετατραπεί από μικρό κυλικείο σε «επιχείρηση πλήθους» με προσθήκες και παρεμβάσεις. Παρατίθεται μάλιστα και ρήση του Lewis Mumford, Αμερικανού ιστορικού της πολεοδομίας, σχετικά με το συγκρότημα αυτό: «Είναι απλό και αρχέγονο αλλά με θαυμάσιες αναλογίες και αποκαλύπτει ένα πνεύμα σύγχρονο, βαθιά εμποτισμένο στην αρχαία πνευματική καλλιέργεια αλλά ελεύθερο από τον πειρασμό να μιμηθεί το αμίμητο».
Τις ανεπίτρεπτες επεμβάσεις θα περιέγραφε πολλά χρόνια αργότερα –το 2005, όταν σταμάτησε η λειτουργία της επιχείρησης– ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ Χαράλαμπος Μπούρας, μαθητής του Πικιώνη: στέγαστρο για να αυξηθούν τα τραπεζοκαθίσματα, ευτελή φωτιστικά και κρεμασμένα καλώδια στους ξύλινους κίονες, ζαρντινιέρες από μπετόν και άλλα εντελώς ασυμβίβαστα στοιχεία.
Οι αλλοιώσεις αφορούν και τον ναό: «Φτηνές εικόνες κρέμονται στα μικρά αψιδώματα της προσόψεως στα οποία ο Πικιώνης είχε προγραμματίσει τοιχογραφίες του Τσαρούχη», «ένα ευτελέστατο κιγκλίδωμα χωρίζει το ιερό από το αρχαίο παρόδιο ιερό που είχε ανασκαφεί το 1950», «παντού κρέμονται δέσμες καλωδίων και οι πόρτες έχουν παραμορφωθεί από ένθετα άθλια κοσμήματα και έχουν λουστραριστεί». «Το κατάντημα του συγκροτήματος Λουμπαρδιάρη θα μπορούσε να γίνει θέμα για έρευνα ως προς τη συμπεριφορά των Ελλήνων σε σχέση με την τέχνη και τα μνημεία», καταλήγει περιγράφοντας μια κατάσταση που παραμένει ίδια και χειρότερη σήμερα, 16 χρόνια αργότερα, καθώς έχουν προστεθεί γύρω από το συγκρότημα περιφράξεις πάνω στις οποίες στοιβάζονται άχρηστα υλικά.