Οι εξοχικές κατοικίες αποτέλεσαν πάντα αγαπημένο προορισμό – προσέφεραν μια απλοποιημένη εμπειρία διακοπών για μερικές εβδομάδες μακριά από τις απαιτήσεις της αστικής συμβίωσης. Στο νέο αυτό εξοχικό περιβάλλον το πώς θα ορίσεις και θα καδράρεις τη θέα, το πώς θα κινείσαι στον ισόγειο ή (το πολύ) διώροφο όγκο της κατοικίας, το πώς θα σχετιστείς με τοπικά αρχιτεκτονικά ιδιώματα στο βουνό ή στη θάλασσα γίνονταν κεντρικά θέματα στα χέρια του αρχιτέκτονα. Και για κάποιον περίεργο λόγο ο μοντερνισμός μοιάζει να έδωσε τρία από τα καλύτερα ιστορικά δείγματά του δίπλα στη θάλασσα.
Μοντερνισμός και ελληνικότητα
Για πολλούς από εμάς η απάντηση στο ποια είναι η πλέον υποδειγματική εξοχική κατοικία είναι σαφής: η οικία Λαναρά στην Ανάβυσσο. Χτισμένη σε κομβικό σημείο επάνω από τα ψηλά βράχια της ακτής, είναι πλέον σχεδόν αόρατη πίσω από την πυκνή φύτευση. Eργο του αρχιτέκτονα Νίκου Βαλσαμάκη (1961), η κατοικία επιχειρεί την απόλυτη διαφάνεια με τις χαρακτηριστικές οριζόντιες μπετονένιες πλάκες της. Η λεπτότητα των κυκλικών μεταλλικών υποστυλωμάτων και το μεγάλο μέγεθος των προβόλων δίνουν μια ελαφρότητα στο σύνολο εξασφαλίζοντας μια πανοραμική (σινεμασκόπ) θέα του Σαρωνικού. Το έργο αυτό υπήρξε πηγή έμπνευσης για πολλούς έλληνες αρχιτέκτονες και συνόψισε μία από τις λαμπρότερες στιγμές του ελληνικού μοντερνισμού στον 20ό αιώνα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην επίπλωση της εξοχικής αυτής κατοικίας, η οποία, με την επιμέλεια του ίδιου του αρχιτέκτονα, συμπεριλαμβάνει τις καρέκλες DCM των Eames (1945) αλλά και την ξεχωριστή, ιδιαίτερα σπάνια T-Chair (1952) των William Κatavolos, Ross Littell & Douglass Kelley, με τα τρία μεταλλικά πόδια και το μονοκόμματο κάθισμα (που γίνεται και πλάτη) από δέρμα. Ξύλινα πανέλα, τόσο στην εσωτερική επένδυση του τοίχου απέναντι από την είσοδο της κατοικίας όσο και στην πλάτη του καναπέ (που βρίσκεται σε ορθή γωνία με το τζάκι), δίνουν μια ζεστή εντύπωση στον χώρο και «παντρεύονται» αβίαστα με την ξύλινη κουπαστή στη βεράντα, μια κουπαστή που παραπέμπει πειστικά σε σκάφος. Η επίπλωση αυτή, σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική, πέτυχε αυτό που αποκαλούμε έναν «συνολικό σχεδιασμό», μια συνολική αντίληψη, όπου τόσο το κτίριο όσο και τα αντικείμενα που εντάσσονται σε αυτό ακολουθούν μια ενιαία γραμμή. Την ίδια στιγμή αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό από την ιδιαίτερα γνωστή πλάγια φωτογραφία της κατοικίας αυτής είναι ότι ο Νίκος Βαλσαμάκης συνδυάζει τους μπετονένιους προβόλους της με πέτρινους τοίχους. Οι τοίχοι αυτοί συγκροτούν τη βάση (το χαμηλότερο επίπεδο) της κατοικίας ή επεκτείνονται από τον κεντρικό χώρο του ισογείου και οργανώνουν τον περιβάλλοντα χώρο. Σε αυτούς τους πέτρινους ασβεστωμένους τοίχους διακρίνεται και μια απόπειρα συγκερασμού του απόλυτα μοντέρνου με μια τοπική τεχνοτροπία χτισίματος και υλικών.
Το «κουκούλι» του Καζαντζάκη
Αν θα ήθελε κανείς να βρει μία από τις πρώτες στιγμές που ο μοντερνισμός συναντήθηκε με την εξοχική κατοικία, το σπίτι του λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη στην Αίγινα αποτελεί ένα από τα πιο τολμηρά παραδείγματα. Ο Καζαντζάκης αγόρασε αυτό το οικόπεδο σε μια ιδιαίτερη θέση στην περιοχή Λιβάδι, έξω από τη Χώρα, περίπου τρία χιλιόμετρα βόρεια από το λιμάνι της Αίγινας. Το οικόπεδο σχηματίζει ένα είδος μικρού ακρωτηρίου που εξασφαλίζει θέα στην κατοικία και από τις τρεις πλευρές. Eργο του αρχιτέκτονα Βασίλη Δούρα (1904-1981), η κατοικία αυτή ήταν ακόμη ημιτελής όταν εγκαταστάθηκε το ζεύγος Καζαντζάκη την άνοιξη του 1937 – ολοκληρώθηκε μάλιστα με την προσωπική εργασία και την καθοδήγησή τους. Κυρίαρχο στοιχείο οι πέτρινοι τοίχοι, με εμφανή τη χαρακτηριστική πουρόπετρα της Αίγινας στους μπεζ τόνους της. Η κατοικία διαθέτει όχι μόνο μεγάλη απλότητα στη διαμόρφωση των όγκων της, αλλά εμφανίζει και ένα μεγάλο οριζόντιο άνοιγμα προς τη θέα, στοιχεία ιδιαίτερα μοντέρνα και προχωρημένα σε σχέση με ό,τι χτιζόταν εκείνη την εποχή. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το σπίτι με κιονοστοιχίες στην Κηφισιά του αρχιτέκτονα Περικλή Σακελλάριου (το 1938). Επιπλέον σχεδιάστηκε πολύ νωρίτερα ακόμη και από τα πιο προβεβλημένα δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής με λιθοδομές, όπως ήταν η γνωστή κατοικία στην Ανάβυσσο του Αρη Κωνσταντινίδη, το 1961. Ο λογοτέχνης έμεινε εκεί μέχρι το 1946 και συνήθιζε να αποκαλεί την κατοικία αυτή «Το κουκούλι». Η κάτοψή της σε σχήμα Γ σχηματίζει μια αυλή με πέργκολα, από την οποία ξεκινά μια σκάλα που οδηγεί στον μικρότερο σε έκταση πρώτο όροφο όπου φιλοξενούσε το γραφείο του. Αρκετές φωτογραφίες αρχείου δείχνουν τον Καζαντζάκη στην ανοιχτή αυτή σκάλα, μια ανάβαση χωρίς στηθαίο, όπου μόνο κάποιες γλάστρες ανά τρία σκαλιά προστάτευαν από την πτώση.
Αρχιτεκτονική με νότες
Στον αντίποδα της κατοικίας του Νίκου Βαλσαμάκη στην Ανάβυσσο, που αποτελεί την επιτομή της διαφάνειας, βρίσκεται η κατοικία που σχεδίασε το 1966 ο Ιάννης Ξενάκης στην Αμοργό. Εδώ η ελαχιστοποίηση κάθε ανοίγματος επιτυγχάνεται με αιρετικό τρόπο. Σε μια σχεδόν οχυρωματική αρχιτεκτονική, όπου η εξοχική κατοικία αποκτά λεπτές σχισμές σαν πολεμίστρες προς τη θέα. Η κατοικία, που είχε σχεδιαστεί για τον γάλλο μουσικοσυνθέτη Φρανσουά-Μπερνάρ Μας, διαχωρίζει κάθε χώρο της σε αυτόνομους όγκους – πέντε συνολικά. Ετσι ο ξενώνας, ο χώρος διημέρευσης και τα υπνοδωμάτια είναι όλα αυτόνομοι καμπύλοι όγκοι, σμιλευμένοι, θαρρείς, από τον αέρα, σαν πύργοι από κάποιους ναούς. Η υπόμνηση ναών στο έργο αυτό δεν είναι απολύτως τυχαία, με την έννοια ότι ο Ξενάκης είχε συνεργασία με τον Le Corbusier στο μοναστήρι της Λα Τουρέτ κοντά στη Λυών, όπου συναντώνται αντίστοιχα ανοίγματα-σχισμές. Η ερμητική λοιπόν αυτή κατοικία της Αμοργού, όπου το φως αποκτά μια τελετουργική παρουσία ως δέσμη στο εσωτερικό, σε αφήνει έκθετο στα στοιχεία της φύσης όταν περνάς από τον έναν χώρο στον άλλον. Και παρ’ ότι πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής τους λευκούς γλυπτικούς όγκους της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, παρέμεινε μια φωτεινή εξαίρεση στην εκτενέστατη παραγωγή εξοχικών κατοικιών στη χώρα μας. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι περισσότερο θα μπορούσε να εμπνεύσει αρχιτέκτονες όπως ο Αμερικανός Steven Holl, ενώ η πρόσφατη κατασκευή μακέτας της κατοικίας που είχε σχεδιάσει ο Ξενάκης πολύ αργότερα για τον επίσης μουσικοσυνθέτη Ρότζερ Ρέινολντς δείχνει την εξέλιξη, σε μεγαλύτερη κλίμακα, των αρχών σχεδιασμού της κατοικίας της Αμοργού.