Στον κατάλογο διαγωνισμών του Πανελληνίου Συνδέσμου Τεχνικών Εταιρειών (ΣΑΤΕ) περιλαμβάνονται περίπου 170 διαγωνισμοί που προχώρησαν την τελευταία διετία και στους οποίους οι μειοδότες προσέφεραν έκπτωση τουλάχιστον 60%. Και άλλοι περίπου 300 διαγωνισμοί στους οποίους η έκπτωση του μειοδότη ξεπερνούσε το 50%. Δηλαδή περίπου 500 δημόσια έργα, συνολικού ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, οι μειοδότες θεωρούσαν πως θα τα κατασκευάσουν με το μισό κόστος. Και στις περισσότερες περιπτώσεις, οι κρατικές υπηρεσίες το αποδέχθηκαν.
Και μετά, ήρθε η έκρηξη στις τιμές των πρώτων υλών! Τώρα στον ΣΑΤΕ υποστηρίζουν πως όχι μόνο αυτά τα 500 έργα, που οι ανάδοχοι είχαν δεσμευτεί πως θα κατασκευάσουν στη μισή τιμή, αλλά χιλιάδες εργολαβίες ανά τη χώρα έχουν τιναχθεί στον αέρα. Και, με πρόσφατο ομόφωνο ψήφισμα, ζητούν παρέμβαση της κυβέρνησης ώστε να αλλάξει τις συμβάσεις και να μη χρεοκοπήσει πλήθος εργοληπτικών εταιρειών ή να μείνουν στη μέση τα εργοτάξια.
Οι εργοληπτικές οργανώσεις, κυρίως των μεσαίων και μικρών εταιρειών που αναλαμβάνουν έργα σε δήμους και περιφέρειες, ζητούν να αλλάξουν προς τα πάνω οι συντελεστές με βάση τους οποίους υπολογίζεται το κόστος σειράς υλικών, από τον χάλυβα μέχρι το ξύλο και τα καλώδια. Όμως οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες υποστηρίζουν πως δεν έχουν λεφτά για κάτι τέτοιο. Συνεπώς, ολοένα και πληθαίνουν τα εργοτάξια που αδειάζουν από προσωπικό, για παράδειγμα πολλά έργα ασφαλτόστρωσης έχουν σταματήσει λόγω των μεγάλων ανατιμήσεων.
Επί χρόνια, οι κρατικές υπηρεσίες δέχονται και εγκρίνουν προσφορές κάτω του κόστους, με τιμολόγια που θεωρούνται απαρχαιωμένα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επικαιροποιημένοι κατάλογοι με το πραγματικό κόστος ενός δημοσίου έργου. Οι τιμές μονάδας εργασιών σε πολλές περιπτώσεις ουδεμία σχέση έχουν με τη σημερινή πραγματικότητα. Ουδείς ελέγχει τις υπηρεσίες δήμων και περιφερειών για την επάρκεια και πληρότητα των προϋπολογισμών με τους οποίους προκηρύσσουν τα έργα.
Από την άλλη πλευρά, όσοι κλείνουν τα αυτιά τους στις εκκλήσεις των εργολάβων για άμεση αναθεώρηση συμβάσεων ώστε να αποφευχθεί το πάγωμα εργοταξίων και οι χρεοκοπίες, υποστηρίζουν πως προ επταετίας υπήρχαν άλλες συνθήκες και οι τιμές της αγοράς ήταν χαμηλότερες από τα τιμολόγια με τα οποία δημοπρατούνται τα έργα. Συνεπώς, λένε, «δε μπορούμε εύκολα να αλλάξουμε προς τα πάνω τις τιμές γιατί μετά δύσκολα κατεβαίνουν»!
Βάλτε στην εξίσωση και τα σχεδόν μηδενικά δημοσιονομικά περιθώρια και δημιουργείται ένα εκρηκτικό μίγμα σε μια περίοδο που πρόκειται να ξεκινήσουν πολύ μεγάλα έργα, αλλά και εκατοντάδες μικρότερα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όλα αυτά συμβαίνουν όταν κανείς δεν έχει εξηγήσει γιατί επί δεκαετίες σχεδιάζεται χωρίς να υλοποιείται το Εθνικό Σύστημα Τεχνικών Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Έργων. Με ένα τέτοιο σύστημα θα καθορίζονταν οι τεχνικές προδιαγραφές για κάθε εκτελούμενη εργασία, οι απαιτήσεις ποιότητας για την παραλαβή του έργου, θα τεκμηριώνονταν η συμβολή των συντελεστών κόστους ανά μονάδα έργου, ο τρόπος επιμέτρησης εργασιών, αλλά και η βασική τιμή κάθε συντελεστή κόστους, η τιμή μονάδας κάθε εργασίας και του συνολικού προϋπολογισμού.
Όλα αυτά με ένα σύστημα που θα επέτρεπε τη στενή παρακολούθηση των τεχνικών εξελίξεων και την αναθεώρηση τιμών και προδιαγραφών. Η σημερινή κυβέρνηση θεσμοθέτησε τη σύσταση του Ενιαίου Συστήματος και Τιμολόγησης Έργων και Μελετών. Όμως είναι άγνωστο πότε θα λειτουργήσει. Και αν συνεχιστεί η ανοδική πορεία των τιμών στις πρώτες ύλες και στα υλικά κατασκευών οι τεχνικές εταιρείες που θα απολαύσουν αυτό το σύστημα θα είναι πολύ, πολύ λιγότερες!