Φούρνοι το καλοκαίρι – ψυγεία τον χειμώνα. Μια εικόνα ακραίας ενεργειακής επισφάλειας στα διαμερίσματα των πιο ευάλωτων αθηναϊκών νοικοκυριών έχει καταγράψει το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου. Το Ινστιτούτο έχει μετρήσει την οικιακή θερμοκρασία σε σπίτια της Αθήνας, με τις μετρήσεις του να επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που δείχνουν ότι 17,1% των νοικοκυριών δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά στα έξοδα για ικανοποιητική θέρμανση.
«Οι μετρητές μας βρήκαν πολλά σπίτια τα οποία τον Ιούλιο είχαν μέση θερμοκρασία 30 βαθμούς Κελσίου μέσα στο σπίτι! Δηλαδή, το μεσημέρι θα ήταν πολύ υψηλότερη», λέει στην «Κ» ο Στέφανος Παλλαντζάς, πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Παθητικού Κτιρίου. Οι ίδιες κατοικίες έχουν θερμοκρασίες 12-13 βαθμών Κελσίου τον χειμώνα. «Σε ανάλογες μετρήσεις που κάναμε σε εργατικές ή προσφυγικές πολυκατοικίες στον Ταύρο, βρήκαμε πως πολλά διαμερίσματα είχαν εσωτερική θερμοκρασία έως και 11 °C τον χειμώνα», συμπληρώνει ο κ. Παλλαντζάς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 28,2% των ερωτηθέντων δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών (ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, νερό κ.λπ.), ποσοστό που ανεβαίνει στο 50% στα φτωχά νοικοκυριά.
«Σε μετρήσεις που κάναμε σε εργατικές ή προσφυγικές πολυκατοικίες στον Ταύρο, βρήκαμε πως πολλά διαμερίσματα είχαν εσωτερική θερμοκρασία έως και 11 °C τον χειμώνα».
«Η ενεργειακή τρωτότητα στην Ελλάδα δεν αφορά μόνο τα χαμηλά εισοδήματα. Η λεγόμενη μεσαία τάξη αντιμετωπίζει και αυτή το πρόβλημα. Η θερμική άνεση, είτε τον χειμώνα είτε το καλοκαίρι, είναι άπιαστο αγαθό για τους περισσότερους, παρότι πρόκειται για βασικό στοιχείο της ενεργειακής δημοκρατίας: Κάθε πολίτης πρέπει να έχει άνεση στον χώρο του», σημειώνει στην «Κ» ο Θεοχάρης Τσούτσος, καθηγητής στη Σχολή Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης. «Ταυτόχρονα, είναι και πρόβλημα υγείας. Σε πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύσαμε, διαπιστώσαμε αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας λόγω υψηλών θερμοκρασιών σε κατοικίες σε περιόδους μεγάλη ζέστης το καλοκαίρι», συμπληρώνει.
«Το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα είναι από τα οξύτερα στην Ευρώπη και μεγαλύτερο απ’ ό,τι εκτιμάται από τους επίσημους δείκτες, όπου κυρίως υπολογίζονται ποια νοικοκυριά βρίσκονται υπό απειλή φτώχειας και ποια υποκαταναλώνουν ενέργεια. Δεν προσμετρούνται τα νοικοκυριά που δαπανούν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για να ζεσταθούν, περιορίζοντας άλλα αναγκαίες δαπάνες», εξηγεί στην «Κ» ο Δημήτρης Δαμίγος, καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μέλος του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μεταλλευτικής του ΕΜΠ, το οποίο μαζί με την καταναλωτική οργάνωση ΕΚΠΟΙΖΩ και το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) «τρέχουν» το πρόγραμμα Reverter για τη διευκόλυνση της ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών.
Στο πλαίσιο του προγράμματος διαμόρφωσαν και τον χάρτη της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα, με βάση τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που δείχνει αυξημένες συγκεντρώσεις στο κέντρο και στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Τα ποσοστά διαμορφώνονται με βάση τον επίσημο δείκτη, που αφορά νοικοκυριά που καταναλώνουν κάτω από το 80% της ελάχιστης απαιτούμενης ενέργειας σύμφωνα με κρατικό υπολογισμό και έχουν εισόδημα κάτω από το 60% του εθνικού μέσου όρου. Ο συνδυασμός αυτών των δύο κριτηρίων δεν αρκεί για να καταγράψει το πρόβλημα σε όλη του την έκταση, καθώς μπορεί να μην καλύπτει κάποιον που έχει περιορίσει πολύ τις δαπάνες ενέργειας, χωρίς να είναι κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος.
«Είναι σημαντικό να εντοπίσουμε ποιοι είναι ενεργειακά ευάλωτοι, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα βασικά στοιχεία, όπως εισόδημα, κόστος ενέργειας, ενεργειακή απόδοση του κτιρίου και ενεργειακές ανάγκες: θερμοκρασίες που επικρατούν στην περιοχή, πόσοι κατοικούν, αναβαθμισμένες ανάγκες εάν υπάρχει μωρό, ασθενείς, ηλικιωμένοι κ.λπ.», συμπληρώνει ο κ. Δαμίγος.
Στην Ευρώπη
Ο καθορισμός του «ποιος είναι ενεργειακά φτωχός» είναι ένα ερώτημα που προβληματίζει ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αφού υπάρχουν διάφοροι δείκτες υπολογισμού, διαφορετικοί από χώρα σε χώρα. Μελέτη του ερευνητικού κέντρου της Κομισιόν Joint Research Centre τον Οκτώβριο εξέτασε τους διάφορους δείκτες και κατέληξε πως «ανάλογα με τον δείκτη το 8% έως 16% του πληθυσμού της Ε.Ε. αντιμετωπίζει ενεργειακή φτώχεια». Σύμφωνα με το JRC, περίπου το 30% των νοικοκυριών που δεν καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες είναι κάτω από το όριο φτώχειας. Το JRC δίνει μια ανεπιθύμητη πρωτιά σε Ελλάδα και Βουλγαρία, όπου σχεδόν το 30% του πληθυσμού είναι ενεργειακά φτωχό (σύμφωνα με τουλάχιστον δύο δείκτες), ενώ στις δυτικές και βόρειες χώρες της Ε.Ε., το ποσοστό αυτό πέφτει κάτω από το 5%.
Σοβαρός παράγοντας που επιδεινώνει το πρόβλημα της ενεργειακής ευαλωτότητας στην Ελλάδα είναι η παλαιότητα των κτιρίων και η ανεπαρκής θερμομόνωσή τους. Το 62% των κατοικιών στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, περίπου 1 εκατομμύριο κατοικίες, έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980, χωρίς κατάλληλη θερμομόνωση. «Πρόκειται για περιόδους που οι κανονισμοί θερμομόνωσης ήταν πολύ κατώτεροι των σημερινών», σχολιάζει ο κ. Δαμίγος. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται και στα πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης, τα οποία εκδίδονται κυρίως για αγοραπωλησίες ή ενοικίαση κτιρίων. Από τα 757.948 ενεργειακά πιστοποιητικά που εκδόθηκαν μεταξύ 2011-2022 στο λεκανοπέδιο, το 34,8% ανήκε στην κατώτερη κατηγορία (Η) ενεργειακής απόδοσης και το 20% στην αμέσως προηγούμενη (Ζ). Αρα σχεδόν το 55% των κατοικιών αυτών είναι θερμικά ανοχύρωτες και συνήθως κατοικούνται από φτωχότερα νοικοκυριά.
Σε Ελλάδα και Βουλγαρία, σχεδόν το 30% του πληθυσμού είναι ενεργειακά φτωχό, ενώ στις δυτικές και τις βόρειες χώρες της Ε.Ε. το ποσοστό αυτό πέφτει κάτω από το 5%.
Το 20,3% των φτωχών νοικοκυριών στην Ελλάδα διαβιοί σε κατοικίες με διαρροή στη στέγη, υγρασία σε τοίχους και προβληματικά κουφώματα. Χαρακτηριστικό των αυξημένων τιμών ενέργειας είναι πως το 21% του φτωχού πληθυσμού θερμαίνεται με καυσόξυλα (10,3% του μη φτωχού πληθυσμού). Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 88% του συνολικού πληθυσμού δήλωσε πως δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία του τα τελευταία πέντε χρόνια, όσον αφορά τη θερμομόνωση ή το σύστημα θέρμανσης. Το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 91,2% μεταξύ των πιο φτωχών στρωμάτων.
Δυστυχώς, μέχρι τώρα και τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων, τύπου «Εξοικονομώ», δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες ιδίως των πιο φτωχών νοικοκυριών. Με βάση και τις συνεντεύξεις που έχουν γίνει στο πλαίσιο του προγράμματος Reverter, πολλά νοικοκυριά που έχουν ανάγκη στήριξης αντιμετωπίζουν μεγάλα εμπόδια. «Κάποιοι έχουν πρόβλημα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του σπιτιού τους, καθώς δεν έχει γίνει αποδοχή κληρονομιάς για οικονομικούς λόγους. Σε άλλες περιπτώσεις χρειάζεται τακτοποίηση μικρών αυθαιρεσιών, που όμως συνοδεύεται από έξοδα. Επίσης, τα φτωχά νοικοκυριά έχουν έντονο οικονομικό στρες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πάρουν ορθολογικές αποφάσεις, εάν έχουν οποιοδήποτε στοιχείο αβεβαιότητας. «“Κι αν δεν είναι έτσι και βρεθώ να χρωστάω; Προτιμώ να κρυώνω”, μας λένε μερικές φορές», τονίζει ο καθηγητής του ΕΜΠ. Συμπληρωματικά αναφέρει κι ένα παράδειγμα από τη Μάλτα, όπου κάθε χρόνο έμενε αδιάθετο ένα ποσό 500.000 ευρώ από μια σχετική ενίσχυση, γιατί οι δικαιούχοι δεν συμπλήρωναν την αίτηση. «Τα άτομα με οικονομικά προβλήματα έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να απευθυνθούν σε υπηρεσίες, να αντιμετωπίσουν τη γραφειοκρατία», προσθέτει ο κ. Δαμίγος, ο οποίος είναι και συντονιστής του έργου.
«Η λύση είναι να αυξηθεί το ποσοστό της επιδότησης σε προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης στο 100% για τα φτωχά νοικοκυριά. Το έργο θα μπορούσε να γίνει με ευθύνη του Δημοσίου, με διαγωνισμούς για περισσότερα σπίτια και διαμερίσματα για μείωση του κόστους, μείωση της γραφειοκρατίας κ.λπ. Είναι κάτι που γίνεται σε ευρωπαϊκές χώρες με πολύ θετικά αποτελέσματα», επισημαίνει ο καθηγητής του ΕΜΠ. Τη δυνατότητα μεγάλων προγραμμάτων πλήρους ενεργειακής θωράκισης σε πολυκατοικίες και μπλοκ γειτονιών, με συμμετοχή του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, υπογραμμίζει ο κ. Παλλαντζάς από το ΕΙΠΑΚ.
Αναγκαίο στοιχείο είναι η ενίσχυση της συμβουλευτικής και της υποστήριξης στους πολίτες για να μάθουν τι μπορούν να κάνουν. «Γι’ αυτό σε συνεργασία με την ΕΚΠΟΙΖΩ διαμορφώσαμε ένα σημείο “one stop” στα γραφεία της καταναλωτικής οργάνωσης, όπου παρέχεται ενημέρωση και βοήθεια. Υπάρχει και ψηφιακό γραφείο πληροφόρησης στο energeiakistegi.gr», αναφέρει ο συντονιστής του Reverter. «Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει ένα τέτοιο γραφείο ανά 80.000 κατοίκους, με πρωτοβουλία δήμων και πολιτείας».
«Οι απαντήσεις μας στο πρόβλημα των ενεργειακά ευάλωτων δεν πρέπει να είναι βραχυπρόθεσμη λύση, με λογική επιδομάτων και κουπονιών. Στο κάτω κάτω, το Ταμείο Ανάκαμψης τελειώνει τα επόμενα χρόνια. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να δούμε την ενίσχυση και επέκταση των ενεργειακών κοινοτήτων, όπου μέρος των εσόδων θα πηγαίνει για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Επίσης, πρέπει να υπάρξει ενημέρωση του κοινού για τα θέματα της ενεργειακής κατανάλωσης», σημειώνει από την πλευρά του ο κ. Τσούτσος. «Επιπλέον, χρειάζεται ενεργειακή πολιτική. Θέλουμε φωτοβολταϊκά μέσα στο δομημένο περιβάλλον, με σεβασμό σε αυτό; Ναι, αλλά τώρα δεν μπορούν να διασυνδεθούν με το σύστημα. Κάναμε ενάμιση χρόνο για να διασυνδέσουμε το φωτοβολταϊκό σύστημα του πανεπιστημίου. Σκεφτείτε ένα νοικοκυριό τι έχει να τραβήξει…» συμπληρώνει ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Κρήτης.