«Τα παρατάω με το “Σπίτι μου 2”, παρότι είμαι ένα βήμα πριν από το ιδιωτικό συμφωνητικό. Δεν φτάνει που σπίτια του 1970 πωλούνται για 200.000 ευρώ και αγοράζω φύκια για μεταξωτές κορδέλες, δεν φτάνει όλη αυτή η γραφειοκρατία, δεν φτάνει το άγχος της αποπληρωμής ενός δανείου 30 ετών, οι πωλητές θέλουν και τεράστια προκαταβολή για να εκδώσουν την ηλεκτρονική ταυτότητα κτιρίου. Τη στιγμή που δεν έχω την οριστική έγκριση του δανείου και δεν έχει γίνει νομικός και τεχνικός έλεγχος από την τράπεζα!». Η αναφορά αυτή σε ομάδα ιδιοκτητών μέσων κοινωνικής δικτύωσης απηχεί την αγανάκτηση αρκετών ενδιαφερομένων και δικαιούχων του προγράμματος που επιδοτεί το επιτόκιο δανεισμού, ώστε να διευκολύνει την πρόσβαση στην αγορά κατοικίας.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αν κρίνει κανείς και από τη σχεδόν ομόφωνη συμφωνία των υπολοίπων μελών της ομάδας στην παραπάνω ενδιαφερομένη, είναι προφανές ότι ο δεύτερος κύκλος του προγράμματος «Σπίτι μου» δεν έχει τη θετική «αύρα» που θα περίμενε κανείς. «Αυτό το πρόγραμμα είναι τυράκι για να πάνε όλοι να αγοράσουν σπίτια σε πανάκριβες τιμές και να πληρώνουν δάνεια μέχρι και τα εγγόνια μας», γράφει κάποιος άλλος. Οπως φαίνεται, λοιπόν, ειδικά στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, οι υψηλές τιμές πώλησης λειτουργούν ως σημαντικό αντικίνητρο και όλο και περισσότεροι ενδιαφερόμενοι προσγειώνονται στη «σκληρή» πραγματικότητα που επιχειρούν να επιβάλουν κάποιοι ιδιοκτήτες, οι οποίοι έχουν προσαρμόσει προς τα πάνω τις απαιτήσεις τους, ακριβώς λόγω του «Σπίτι μου».
Αγανάκτηση
Οπως αναφέρει στην «Κ» η Αννα Μωκάκου, επικεφαλής του γραφείου New Life Real Estate, «σε κάποιες περιοχές υψηλής ζήτησης και χαμηλής προσφοράς, όπως το Παγκράτι και το Μαρούσι, οι ανατιμήσεις έχουν αγγίξει το 20% ή ακόμη και το 30% από τις αρχές του έτους και σε σύγκριση με την περίοδο που προηγήθηκε του προγράμματος. Κάποιοι ιδιοκτήτες ανέμεναν τις προδιαγραφές για τις επιλέξιμες κατοικίες, ώστε στη συνέχεια να προβούν σε αύξηση των ζητουμένων τιμών. Αυτό προκαλεί και αγανάκτηση σε ενδιαφερομένους δανειολήπτες, ιδίως όσους παρακολουθούσαν στενά την αγορά κατά τους προηγούμενους μήνες, με αποτέλεσμα να απογοητεύονται και τελικά να εγκαταλείπουν την απόπειρα αγοράς μέσω του προγράμματος, αρνούμενοι να δεσμευτούν οικονομικά με ένα δάνειο για ένα ακίνητο υπερτιμημένο και μεγάλης ηλικίας».
Με βάση τα μέχρι στιγμής στοιχεία, μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί περίπου 25.000 αιτήσεις (αντιστοιχούν σε ακίνητα αξίας 2,4 δισ. ευρώ, εφόσον ασφαλώς βρεθούν), εκ των οποίων σχεδόν το 80% ή 20.000 έχουν ήδη εξασφαλίσει προέγκριση. Ωστόσο, οι μέχρι σήμερα –περίπου 2,5 μήνες από την έναρξη του προγράμματος– εγκρίσεις και δεσμεύσεις ποσών δεν ξεπερνούν τις 1.700 ή περίπου 200 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τον Ηλία Παπαγεωργιάδη, σύμβουλο και επενδυτή ακινήτων, επικεφαλής του ομίλου MORE Group, «λιγότερες από τις μισές αυτές εγκρίσεις, κυρίως εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης, θα φτάσουν σε οριστική υπογραφή συμβολαίου και άρα και εκταμίευση του δανείου εντός της προβλεπομένης προθεσμίας των τριών μηνών».
Οπως τονίζει ο κ. Παπαγεωργιάδης, «είναι δικαίωμα του καθενός να ζητάει όσα θέλει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει και λογική. Οι τιμές έχουν εκτοξευτεί στις μεγάλες πόλεις και οι ενδιαφερόμενοι είναι πλέον σε αδιέξοδο, καθώς όπως φαίνεται στην πράξη πολλοί υποψήφιοι δανειολήπτες αρνούνται να αποδεχθούν την οποιαδήποτε ζητουμένη τιμή, απλά επειδή μπορούν να πάρουν δάνειο με καλύτερο επιτόκιο, μια και αντιλαμβάνονται ότι το όποιο όφελος έχουν από αυτό το χάνουν από την υψηλότερη τιμή πώλησης. Φαίνεται πως δεν είναι πλέον πολλοί αυτοί που δείχνουν διατεθειμένοι να αγοράσουν ένα παλιό και μη ανακαινισμένο σπίτι σε οποιαδήποτε τιμή, συχνά με ερωτηματικά στα χαρτιά του».
Λίγα τα ακίνητα στην Αττική
Με τη σειρά της η κ. Μωκάκου επισημαίνει ότι «το πρόγραμμα αποτελεί μια θετική πρωτοβουλία που επιχειρεί να διευκολύνει την απόκτηση κατοικίας, ιδίως μεταξύ των νεότερων ηλικιών. Το πρόβλημα είναι ότι ειδικά στην Αττική διατίθενται πολύ λίγα ακίνητα έως 250.000 ευρώ, ιδίως όσα βρίσκονται και σε καλή κατάσταση. Τα περισσότερα επιλέξιμα σπίτια που είναι προς πώληση είναι πολύ μεγάλης ηλικίας, απαιτούν κάποια ανακαίνιση και ως εκ τούτου κρίνονται υπερτιμημένα με βάση τις ζητούμενες τιμές. Ετσι, οι δικαιούχοι αντιλαμβάνονται ότι το όποιο όφελος θα έχουν από το χαμηλό κόστος δανεισμού, θα το απεμπολήσουν μέσω της υψηλής τιμής αγοράς».
Μάλιστα, σύμφωνα με την κ. Μωκάκου, είναι πιθανό ακόμη και το να μην απορροφηθεί το σύνολο των κονδυλίων, συνολικού ύψους 2 δισ. ευρώ, που είναι διαθέσιμα μέσω του νέου κύκλου του προγράμματος, ακριβώς επειδή είναι δύσκολη εξίσωση η εύρεση ακινήτων που να ικανοποιούν και τα «θέλω» των αγοραστών, αλλά και τις οικονομικές τους δυνατότητες. «Ναι μεν υπάρχει το ενδιαφέρον, αλλά τα ακίνητα είναι λίγα, ειδικά στην Αττική, κι έτσι ίσως τελικά τα περισσότερα κονδύλια να απορροφηθούν από την περιφέρεια», σημειώνει η ίδια.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η ΔΥΠΑ (Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης) για τον πρώτο κύκλο του προγράμματος, που αφορούσε τα μισά ακίνητα –δηλαδή 10.000 αντί για 20.000 σήμερα– περίπου το 55% βρισκόταν στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, καθώς αποκτήθηκαν 3.500 κατοικίες στην Αττική και 2.200 στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, 90% των δικαιούχων που έλαβαν χρηματοδότηση είχαν οικογενειακό εισόδημα έως 26.000 ευρώ.
Μετ’ εμποδίων η μεταβίβαση ακινήτων 35-55 ετών
Ενα ακόμη ζήτημα που καλούνται να διαχειριστούν οι μεσίτες είναι η εκπαίδευση πωλητών και αγοραστών σε ό,τι αφορά την πολυδαίδαλη διαδικασία που συνοδεύει πλέον την κάθε αγοραπωλησία ακινήτου, εξηγώντας ασφαλώς και τους λόγους των συχνών και πολύμηνων καθυστερήσεων. Ασφαλώς, όταν υπάρχει και η πίεση χρόνου που συνοδεύει και το «Σπίτι μου 2», είναι προφανές ότι αυτό μόνο εύκολο δεν είναι, ειδικά όταν σχεδόν το σύνολο των ενδιαφερομένων έχει μικρή έως μηδαμινή εμπειρία από την αγορά ακινήτων.
Οι δύο κατηγορίες αγοραστών
Σύμφωνα με την κ. Μωκάκου, «διακρίνουμε δύο κατηγορίες αγοραστών, τους νέους ηλικίας έως 30 ετών, που αναζητούν ακίνητα μέγιστης αξίας έως 150.000 ευρώ και συνήθως μικρής επιφανείας, έως 50-60 τ.μ., και εκείνους που είναι μεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως από 35 έως και 49 ετών (με βάση και τα διευρυμένα ηλικιακά όρια του προγράμματος), που αναζητούν πιο ακριβά και μεγάλα ακίνητα έως 200.000-250.000 ευρώ. Η πρώτη κατηγορία στερείται γνώσεων και δεν έχει μεγάλη επίγνωση των διαδικασιών σχετικά με την αγορά ακινήτου. Στόχος είναι να αντικαταστήσουν τα χρήματα που σήμερα πληρώνουν στο ενοίκιο, από μια δόση στεγαστικού δανείου, ιδανικά πιο χαμηλή».
Οπως εξηγεί η ίδια, η δεύτερη κατηγορία ψάχνει ακίνητο για να καλύψει οικογενειακές ανάγκες κι έχει μεγαλύτερη ενημέρωση των εξελίξεων στην αγορά ακινήτων, όντας καλύτερα εκπαιδευμένη. Σε κάθε περίπτωση, λόγω και του κόστους, οι ενδιαφερόμενοι κινούνται για την απόκτηση διαμερισμάτων που βρίσκονται σε πολυκατοικίες που έχουν κατασκευαστεί κατά τις δεκαετίες από το 1970 έως το 1990, δηλαδή σε ακίνητα ηλικίας 35-55 ετών.
Οσον αφορά την επιφάνεια, προτιμώνται ακίνητα από 80 τ.μ. έως 120 τ.μ., κάτι που δείχνει και τη «σύνθεση» των αγοραστών, καθώς πρόκειται κυρίως για οικογένειες ή νέα ζευγάρια που επιθυμούν να αποκτήσουν οικογένεια.
Ωστόσο, ακόμη κι αν βρεθεί το κατάλληλο ακίνητο, είναι αρκετά πιθανό αυτό να μην μπορέσει τελικά να μεταβιβαστεί για μια σειρά από λόγους, συνήθως τεχνικής φύσης. Ακόμη δηλαδή κι αν δεν υπάρχει κάποιο βάρος σ’ αυτό (π.χ. από παλαιότερο δάνειο ή από άλλες οφειλές), που περιπλέκει ακόμη περισσότερο την πώλησή του, θεωρείται απίθανο να μην υπάρξει κάποιο ζήτημα στο στάδιο της έκδοσης της ηλεκτρονικής ταυτότητας. Πολλοί πωλητές αγνοούν το πρόβλημα αυτό και θεωρώντας ότι δεν θα προκύψει, δεν φροντίζουν να έχουν εκδώσει την ταυτότητα πριν διαθέσουν το σπίτι τους για πώληση, με αποτέλεσμα στη συνέχεια, όταν θα χρειαστούν διορθώσεις και τακτοποιήσεις, να μεγαλώνει σημαντικά το απαιτούμενο χρονικό διάστημα και ο δικαιούχος μέσω του προγράμματος να χάνει τελικά τις προθεσμίες ή να στρέφεται σε κάποιο άλλο ακίνητο.
«Σε κτηματολογικά γραφεία, όπως του Χαλανδρίου ή του κέντρου της Αθήνας, παρότι έχουν γίνει βελτιώσεις, συνεχίζονται οι μεγάλες καθυστερήσεις. Απλώς οι ουρές αναμονής είναι πλέον ψηφιακές», αναφέρει η κ. Μωκάκου. Ετσι, αρκετά ακίνητα εξαιρούνται και αυτά από το πρόγραμμα, για λόγους γραφειοκρατίας. Ακόμη και σε ακίνητα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα αυθαιρεσιών απαιτούνται περίπου 3-6 μήνες έως ότου συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα έγγραφα, στοιχείο που σίγουρα θα δώσει προβάδισμα σε όσους πωλητές έχουν μεριμνήσει εκ των προτέρων.
Το δάνειο δεν φτάνει
Υπενθυμίζεται ότι τα επιλέξιμα ακίνητα του προγράμματος θα πρέπει να έχουν κατασκευαστεί (έτος αποπεράτωσης) έως το 2007, να μην ξεπερνούν σε επιφάνεια τα 150 τ.μ. και να μην ξεπερνούν σε αξία συμβολαίου τις 250.000 ευρώ. Στον προηγούμενο κύκλο του προγράμματος η μέγιστη αξία δεν μπορούσε να υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ. Ωστόσο, όπως προκύπτει, λίγοι είναι εκείνοι που έχουν την οικονομική δυνατότητα να φτάσουν μέχρι το ύψος των 250.000 ευρώ, με δεδομένο ότι απαιτούνται και σημαντικά ίδια κεφάλαια (άνω των 60.000 ευρώ, υπολογίζοντας και τα έξοδα μεταβίβασης και εγγραφής στο κτηματολόγιο).