Ερευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων – Τα μεγάλα βάθη, οι προσδοκίες για ανακαλύψεις και παραγωγή και οι οικονομικές συνθήκες
Σημαντικές προκλήσεις αλλά και προοπτικές “έρχονται” τα επόμενα χρόνια στον τομέα της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, με την Ελλάδα να αποκτά ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του διεθνούς ενεργειακού χάρτη.
Βέβαια, ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή φαίνεται μάλλον μακρύς και δύσκολος, όμως ο θεμέλιος λίθος για τα λεγόμενα “μεγάλα” έργα έχει πλέον τεθεί.
Πρόκειται ουσιαστικά για τις παραχωρήσεις στα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, τα “μεγάλα” έργα, από πλευράς έκτασης, αλλά κυρίως των μεγάλων βαθών, στα οποία συμμετέχουν δύο ισχυρές, διεθνείς εταιρείες, η αμερικανική Exxon Mobil και η γαλλική Total, σε συνεργασία με τον όμιλο των Ελληνικών Πετρελαίων.
Όπως τόνισε ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ Γ. Μπασιάς στην “Αυγή” της Κυριακής, οι ομοιότητες με κοιτάσματα που έχουν ανακαλυφθεί στην Κύπρο και στην Αίγυπτο σε χαρακτηριστικά γεωμετρίας του υπεδάφους αλλά και στη σύνθεση του πετρώματος είναι πολύ σημαντικές, “copy paste” σε πολλές περιπτώσεις, με αντίστοιχες ελληνικές περιοχές, όμως εκείνο που αλλάζει είναι τα πολύ μεγάλα βάθη στη χώρα μας.
Μεγάλα βάθη
Στην Ελλάδα, εξήγησε, δεν υπάρχει εμπειρία γεωτρήσεων σε θαλάσσιο περιβάλλον που ξεπερνά τα 200 μέτρα, ενώ στην Κρήτη μιλάμε για γεώτρηση παραγωγής πάνω από 3.000 μέτρα υποθαλάσσια, κάτι που μπορούν να κάνουν μόνο ειδικευμένες εταιρείες. Γενικώς η τεχνολογία, σήμερα, δεν επιτρέπει ακόμη γεωτρήσεις σε βάθη μετά τις 3.000 μέτρα νερού (2.940 μέτρα είναι το “όριο”), μάλιστα δεν καλύπτονται θεσμικά αλλά και σε επίπεδο ασφάλισης, όμως σε τρία χρόνια αυτό θα είναι εφικτό. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα για γεωτρήσεις μέχρι τις 3.000 μέτρα πρέπει να μελετηθεί λεπτομερέστατα η μετεωρολογία για δύο χρόνια σε επίπεδο λεπτού, δημιουργώντας μοντέλα συνθηκών. Η Ελλάδα στην παρούσα φάση βρίσκεται στο “μάξιμουμ” των βαθών και από κει και πέρα έρχονται οι καινούργιες τεχνολογίες.
Η ουσιαστική δυσκολία στα μεγάλα βάθη, ανέφερε, είναι το νερό, και όχι η “πέτρα”, καθώς υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες, όπως τα ρεύματα στην επιφάνεια, οι θερμοκρασίες, η μεγαλύτερη απόσταση από την ακτή, οι διάφορες ταλαντώσεις στις σωληνώσεις, περισσότερα μετεωρολογικά προβλήματα κ.λπ. Εφόσον ξεπεραστεί αυτό το κομμάτι, μετά μπορεί να προχωρήσει η γεώτρηση στο πέτρωμα. Ως πλεονέκτημα θεωρείται το γεγονός ότι σε αυτά τα βάθη υπάρχουν γεωλογικά περιβάλλοντα σαφώς πιο απλοποιημένα (χωρίς εβαπορίτες, ρήγματα κ.λπ.).
Επομένως, τώρα, σημείωσε ο Γ. Μπασιάς, οι εταιρείες μπορούν να πάνε με σιγουριά έως τις 3.000 μέτρα και σε τρία χρόνια με την εξέλιξη της τεχνολογίας -που ήδη αναπτύσσεται- θα φτάσουν σε 3.500-4.000 μέτρα. Σε τρία χρόνια, που θα έχει τελειώσει η πρώτη φάση των ερευνών θα ληφθούν και οι αποφάσεις για τα δύσκολα, “τα πιο βαθιά”, και θα ξεκινήσει η επόμενη τριετής φάση.
Ενδείξεις και προσδοκίες
Κατά καιρούς γίνονται διάφορες εικασίες ως προς τις προσδοκίες που υπάρχουν ιδιαίτερα στα blocks των μεγάλων βαθών, σχετικά με το μέγεθος των κοιτασμάτων που αναμένεται να ανακαλυφθούν.
Κατά τον Γ. Μπασιά, το βέβαιο είναι πως θα χρειαστούν 500 εκατ. για τις τρεις φάσεις της ερευνητικής περιόδου, κάτι που σημαίνει ότι συνολικά πρόκειται για τεράστιες οικονομικές συνθήκες. Με βάση την εμπειρία από τις πρακτικές που ακολουθούνται διεθνώς, αν πρέπει οι εταιρείες-επενδυτές να ξοδέψουν συνολικά 3 δις. για να μπορέσουν να παράξουν για 20 χρόνια, τότε είναι προφανές ότι τα κέρδη θα είναι υψηλότερα, δεδομένου ότι πρέπει να υπάρξει και το “μερίδιο” του κράτους. Στα ερευνητικά χρόνια δεν γίνεται απόσβεση, ούτε καν στην πρώτη δεκαετία παραγωγής. Οπότε, για να μπορέσει ένας επενδυτής να ξεκινήσει να έχει καθαρά κέρδη, πρέπει να φτάσουμε συνολικά στα 17 χρόνια (7 χρόνια έρευνας και 10 χρόνια παραγωγής) δραστηριότητας. Επομένως οι επενδυτές “δεν έρχονται έτσι”.
Για συνθήκες βαθέων υδάτων, σημείωσε, αν δεν υπάρχουν 150 εκατ. βαρέλια απολήψιμα, κατά κοίτασμα, δηλαδή περίπου 600 εκατ. βαρέλια που είναι στη γη ή ισοδύναμο αέριο, δεν υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς δεν θεωρείται προσοδοφόρο. Άρα οι επενδυτές προσέρχονται για μεγάλους όγκους.
Μια άλλη προσέγγιση είναι η μείωση του κόστους: σήμερα για τέτοιες περιοχές το συνολικό κόστος ανά παραγόμενο βαρέλι ανέρχεται σε 28-35 δολάρια, όμως με την ανάπτυξη της τεχνολογίας για βάθη 2.000 μέτρων αναμένεται ότι θα καταστεί εφικτή η σημαντική μείωσή του, “πέφτοντας” ακόμα και κάτω από τα 24 δολάρια/βαρέλι.
Ενδεικτική των τεράστιων οικονομικών συνθηκών που απαιτούνται είναι μια περίπτωση στη Μαύρη Θάλασσα, στην περιοχή της Ρουμανίας, όπου έχει γίνει σημαντική ανακάλυψη αερίου από μεγάλη, διεθνή εταιρεία και ο διαγωνισμός που “βγήκε” μόνο για την πλατφόρμα που θα ανεβάζει και θα καθαρίζει το αέριο και τον αγωγό ή τους αγωγούς που θα το μεταφέρουν στη στεριά (δηλαδή όχι πλήρεις εγκαταστάσεις) αφορά κόστος ύψους 1 δισ.
Είναι προφανές ότι οι πάρα πολύ μεγάλες δαπάνες που απαιτούνται για την περίοδο των ερευνών και για την έναρξη της επόμενης φάσης, της εκμετάλλευσης, έχουν συνυπολογιστεί από τους μεγάλους επενδυτές, οι οποίοι έχουν ήδη μελετήσει προσεκτικά και επί μακρόν τα δεδομένα και τις προοπτικές των αναπτυσσόμενων περιοχών, κάτι που αφορά και στα “οικόπεδα” της Κρήτης, προσβλέποντας σε μακροπρόθεσμη μεν, αλλά σημαντική κερδοφορία.
Ο ρόλος της χώρας
Όπως επισήμανε ο Γ. Μπασιάς, οι λόγοι που “παίζει” σημαντικά η χώρα μας είναι γιατί υπάρχει σύγκλιση τεχνικών, οικονομικών και γεωπολιτικών χαρακτηριστικών τα τελευταία χρόνια.
Σε σημαντικό παράγοντα αναδεικνύεται η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, καθώς όλη η έρευνα που πραγματοποιείται στη χώρα έχει την ίδια λογική γραμμή, κατεύθυνση, με τη μεταφορά του φυσικού αερίου. Είναι άλλωστε προτιμότερο η έρευνα να βρίσκεται κοντά σε προγράμματα μεταφοράς αερίου, καθώς, εφόσον υπάρξουν ανακαλύψεις, γίνεται άμεσα η σύνδεση. Υποδομές και έργα, όπως ο αγωγός EastMed (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ), που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο, μέχρι να κλείσει ο κύκλος των ερευνών θα έχουν ολοκληρωθεί.
Παράλληλα, η ανάγκη διαφοροποίησης πηγών και οδεύσεων του αερίου, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση, κυρίως από την Ρωσία, πριμοδοτεί την “τάση” ενίσχυσης νέων έργων υποδομών και παραγωγής με τη στήριξη τόσο της Ε.Ε. όσο και των ΗΠΑ.
Επίσης, κατά τον Γ. Μπασιά, η διερεύνηση σε μεγαλύτερα βάθη, πέραν των 3.000 μέτρων νερού, θα καταστήσει την Ελλάδα κι ένα “εργαστήριο” για την εφαρμογή καινούργιων τεχνολογιών που αναπτύσσονται από πολύ μεγάλες εταιρείες του τομέα, κάτι που ενισχύει και τις προσδοκίες ότι θα υπάρξουν και μεγάλες ανακαλύψεις και παραγωγή.