«Τα τσουνάμι είναι υπαρκτοί κίνδυνοι και θα απασχολούν πάντοτε, ως ενδεχόμενα, μια σεισμογενή χώρα όπως είναι η Ελλάδα ή η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, γενικότερα» σχολιάζει στο Dnews ο Αχιλλέας Σαμαράς, Αναπληρωτής Καθηγητής Θαλάσσιας Υδραυλικής, Παράκτιων και Λιμενικών Έργων και Διευθυντής του Εργαστηρίου Παράκτιων και Λιμενικών Έργων στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Σύμφωνα με τον Έλληνα επιστήμονα, που έχει μελετήσει εκτενώς τα τσουνάμι, στην Ελλάδα ως περισσότερο ευάλωτες περιοχές μπορούν να χαρακτηριστούν τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, οι ηπειρωτικές ακτές και τα νησιά του Ιονίου, καθώς και οι ακτές του Κορινθιακού Κόλπου.
Η σεισμική δραστηριότητα στο Νότιο Αιγαίο τις τελευταίες ημέρες, κοντά στα νησιά της Αμοργού και της Σαντορίνης, έχει προκαλέσει ανησυχία στις Ελληνικές Αρχές, στην επιστημονική κοινότητα και στο κοινό σχετικά με την πρόκληση τσουνάμι εξαιτίας μεγαλύτερων σεισμών, επαναφέροντας στην επικαιρότητα και τον σεισμό του 1956 στα ανοιχτά της Αμοργού ο οποίος είχε προκαλέσει τσουνάμι που έπληξε το νησί και τα γειτονικά νησιά.
Ωστόσο, ο καθηγητής αναφορικά με το ενδεχόμενο πρόκλησης τσουνάμι, είναι ξεκάθαρος: «Με βάση τη δική μου εμπειρία και εξειδίκευση, έχοντας μελετήσει, ποσοτικά, το πως ακόμα και σεισμοί του ίδιου μεγέθους με διαφορετικά χαρακτηριστικά ρηγμάτων μπορούν να προκαλέσουν τσουνάμι διαφορετικών χαρακτηριστικών (ή και να μην προκαλέσουν), το πως αυτά τα τσουνάμι προωθούνται προς τις ακτές και το πως / σε τι έκταση πλημμυρίζουν τις παράκτιες ζώνες, κρατάω τις δημόσια διατυπωμένες απόψεις σεισμολόγων που εμπιστεύομαι και εκτιμώ ότι από τη στιγμή που δίνεται μικρή πιθανότητα οι σεισμοί να φτάσουν σε μεγέθη που προκάλεσαν μεγάλα τσουνάμι στο παρελθόν, τέτοια δυσμενή σενάρια απομακρύνονται».
Η μελέτη των φαινομένων
Οι σεισμοί και τα τσουνάμι συγκαταλέγονται μεταξύ των βασικών κινδύνων φυσικής προέλευσης για τους ωκεανούς, τις θάλασσες και τις ακτές. Κατά συνέπεια, ο σχεδιασμός στρατηγικών και μεθόδων προστασίας, διαχείρισης και προσαρμογής σε αυτούς και άλλους κινδύνους προς αυτό που καλείται επανατακτικότητα των ωκεανων, γενικά, και των παράκτιων ζωνών, όπως στην περίπτωσή μας (ocean / coastal resilience στη διεθνή βιβλιογραφία), είναι βασική κατεύθυνση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, και αντικείμενο του Κεφαλαίου το οποίο συντονίζει ως Επικεφαλής Συγγραφέας στην Τρίτη Έκδοση του World Ocean Assessment (WOA III) του ΟΗΕ, ο καθηγητής Σαμαράς.
«Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό, σε επίπεδο Αρχών κυρίως», εξηγεί ο κ. Σαμαράς, «είναι ότι αυτός ο σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνεται à la carte ή μόνο όταν προκύπτουν φαινόμενα τα οποία απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη λόγω του φόβου για τις άμεσες επιπτώσεις τους. Οφείλει να αποτελεί στρατηγικό στόχο και διαρκή επιδίωξη όσων εμπλέκονται στην Πολιτική Προστασία. Αυτή είναι η προσπάθεια η οποία γίνεται μέσω Διεθνών Οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, αυτό το παράδειγμα πρέπει να ακολουθήσουμε».
Το World Ocean Assessment (WOA) είναι μια περιοδική έκδοση του ΟΗΕ, η οποία αφορά την εκτίμηση της κατάστασης των ωκεανών, την αναγνώριση κινδύνων, την αποτίμηση της επικινδυνότητάς τους, και τη χαρτογράφηση στρατηγικών, μεθόδων και εργαλείων αντιμετώπισης/προσαρμογής. Η λογική της έκδοσης ακολουθεί αυτή των περιοδικών εκδόσεων του IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change) για την Κλιματική Αλλαγή. Στις συγγραφικές ομάδες των κεφαλαίων του World Ocean Assessment (WOA) συμμετέχουν επιστήμονες από όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ.
Ο κ. Σαμαράς από τα τέλη του 2023 έχει αναλάβει το ρόλο του Συντονιστή/ Επικεφαλής Συγγραφέα του Κεφαλαίου «Ocean Hazards of Natural Origin» της Τρίτης Έκδοσης του World Ocean Assessment (WOA III), το οποίο αφορά τους κινδύνους φυσικής προέλευσης στους ωκεανούς (σεισμούς, τσουνάμι, κυματισμούς, μεταβολές στάθμης θάλασσας και λοιπές υδρομετεωρολογικές πιέσεις στους ωκεανούς υπό το καθεστώς της κλιματικής αλλαγής, κ.α.).
Προσομοιώνοντας το τσουνάμι
Το 2015, ο Δρ Αχιλλέας Σαμαράς μαζί με τον Καθηγητή Θεοφάνη Καραμπά από το ΑΠΘ και την καθηγήτρια Renata Archetti από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, στο οποίο τότε εργαζόταν ο Έλληνας επιστήμονας, ανέπτυξαν και παρουσίασαν ένα υπολογιστικό μοντέλο για την προσομοίωση της γένεσης τσουνάμι από υποθαλάσσιους σεισμούς, της προώθησης τους και της πλημμύρισης παράκτιων περιοχών.
Μάλιστα, η δημοσίευσή τους στο περιοδικό Ocean Science, στην οποία εξέτασαν σενάρια πρόκλησης τσουνάμι από σεισμούς μεγέθους 7 βαθμών Mw στην Ανατολική Μεσόγειο (Κρήτη, Σικελία), είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών (European Geosciences Union), η οποία είχε εκδώσει και δελτίο τύπου για τη συγκεκριμένη δημοσίευση.
«Από τότε, δεν σταματήσαμε να μελετάμε το φαινόμενο», αναφέρει ο κ. Σαμαράς, «και σε συνεργασία με την ομάδα του Δρα Γεράσιμου Παπαδόπουλου, δημοσιεύσαμε πρόσφατα εργασία μας στο Journal of Geodynamics, στην οποία εφαρμόσαμε το ίδιο μοντέλο για δύο πραγματικούς σεισμούς (το 2020 και το 2021) με επίκεντρα στη θαλάσσια περιοχή Νοτιοανατολικά της Κρήτης, επαληθεύοντας τα αποτελέσματα μας και με μετρήσεις πεδίου. Επιπλέον, με την ίδια ομάδα, εφαρμόσαμε τη μεθοδολογική προσέγγιση του προαναφερόμενου άρθρου (από την εκτίμηση των παραμέτρων ρήγματος έως την υπολογιστική προσομοίωση) και σε άλλη μελέτη που μας ανατέθηκε στην Κύπρο, η οποία αφορούσε την αποτίμηση της επικινδυνότητας από τσουνάμι σε παράκτιες εγκαταστάσεις».
Τι πρέπει να γίνει;
Το ερώτημα που προκύπτει αυθόρμητα είναι πού βρίσκουν εφαρμογή στην Πολιτική Προστασία έρευνες όπως η συγκεκριμένη και ποια βήματα πρέπει ενδεχομένως να γίνουν εάν δεν έχουν ήδη γίνει;
Σύμφωνα με τον καθηγητή Σαμαρά και αναφορικά με την Πολιτική Προστασία, «τυπικές» τεχνικές παρεμβάσεις δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των τσουνάμι. Η καλύτερη «άμυνα» είναι ο συνδυασμός έγκαιρης προειδοποίησης και εκπαίδευσης των πολιτών, στα πλαίσια ενός εθνικού σχεδιασμού με συντονισμό της δημόσιας διοίκησης, της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας.
«Σε αυτό το πλαίσιο, η δική μας έρευνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να εξεταστεί διεξοδικά το σύνολο σεναρίων σεισμών που μπορούν να οδηγήσουν σε τσουνάμι στη χώρα μας, και – πολύ σημαντικό – να υπάρχουν κατά το δυνατόν ακριβείς εκτιμήσεις για τις εκτάσεις των περιοχών που μπορεί να πλημμυρίσουν. Αυτό θα πρέπει να είναι βασικός πυλώνας του όποιου στρατηγικού σχεδιασμού», λέει ο επιστήμονας και συνεχίζει:
«Σε συγκυρίες όπως αυτή που ζούμε, όπου το όριο μεταξύ ορθής/τεκμηριωμένης λήψης αποφάσεων και τρομολαγνείας είναι δυσδιάκριτο, θα καλούσα τους συναδέλφους επιστήμονες να είναι εγκρατείς και μετρημένοι και την Πολιτεία να εμπιστευτεί τους κατάλληλους ανθρώπους, ώστε να αντιμετωπιστεί η παρούσα κρίση, πέραν από προσωπικές ή πολιτικές ατζέντες. Ζητήματα όπως το συγκεκριμένο, είναι αφενός ιδιαίτερα σύνθετα επιστημονικά και διαχειριστικά, οπότε ας μην αναζητούμε μεμονωμένους ‘φωτεινούς παντογνώστες’, και αφετέρου η αντιμετώπισή τους θέτει τον πήχη για την εμπιστοσύνη της κοινωνίας – πέρα από την επιχειρησιακή ετοιμότητα των Αρχών – και στην επιστημονική κοινότητα. Αυτή τη στιγμή, οφείλουμε όλοι να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί αναφορικά με τη στάση που τηρούμε».