Του Νίκου Ρουσάνογλου
Τα ακίνητα υψηλών προδιαγραφών σε κατηγορίες όπως οι κατοικίες και η φιλοξενία, τα κτίρια γραφείων και τα logistics, προβλέπεται να πρωταγωνιστήσουν κατά τη διάρκεια του 2025. Σύμφωνα με τους φορείς της αγοράς, η ελληνική αγορά συνεχίζει να προσελκύει μεγάλο όγκο ξένων επενδύσεων, με τα ακίνητα να αποτελούν το 45% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων που εισέρρευσαν στην ελληνική οικονομία το 2023, απορροφώντας 2 δις ευρώ το 2023, ενώ το 2024 προβλέπεται το νούμερο αυτό να αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Ήδη άλλωστε, κατά το εννεάμηνο του 2024 καταγράφονται επενδύσεις σχεδόν 2 δις ευρώ στα ελληνικά ακίνητα.
Σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Μανουσάκη, ιδρυτή και Managing Partner της Savills Hellas, “είναι προφανές ότι η αγορά ακινήτων γίνεται σταδιακά πιο διεθνής με κάθε είδους επενδυτές να αναζητούν ευκαιρίες, από τα μεγάλα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια μέχρι τα οικογενειακά γραφεία και τους High Net Worth Individuals. Οι Έλληνες θεσμικοί επενδυτές και οι developers ακολουθούν επίσης ενεργές επενδυτικές στρατηγικές με τους πρώτους να συνάπτουν σημαντικές συμφωνίες μεταβίβασης χαρτοφυλακίων με νέους επενδυτικούς φορείς, ενώ οι δεύτεροι αξιοποιούν ευκαιρίες ανάπτυξης που έχουν θετικό αντίκτυπο στην ποιοτική αλλαγή του τελικού προϊόντος που προσφέρεται στην αγορά, εισάγοντας επίσης τις αρχές του ESG στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των έργων τους”.
Ο κ. Μανουσάκης συμμετείχε στο πρόσφατο συνέδριο της Capital Link στη Νέα Υόρκη, σημειώνοντας στο πλαίσιο της ομιλίας του ότι ειδικά ο τομέας των γραφείων, παραμένει το ασφαλές καταφύγιο για πολλούς επενδυτές, παρά τις δραστικές αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον και το υβριδικό μοντέλο. που εφαρμόζεται από τις περισσότερες μεγάλες εταιρείες. Με τη σειρά του, ο κ. Δημήτρης Ανδριόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Dimand, ανέφερε ότι παραμένει αισιόδοξος για την ελληνική αγορά ακινήτων το 2025, παρά την πολυπλοκότητα ενός ευαίσθητου γεωπολιτικού περιβάλλοντος. “Παραμένω πεπεισμένος για τη σταθερή οικονομική πρόοδο της Ελλάδας, η οποία δημιουργεί μια ισχυρή βάση για υποσχόμενες ευκαιρίες. Διακρίνω επίσης μια θετική αλλαγή στην αγορά ακινήτων στις Ευρωπαϊκές χώρες, που τροφοδοτείται από ευνοϊκές μακροοικονομικές δυναμικές, πτώση επιτοκίων και αναδυόμενες προοπτικές που ενισχύουν την ελκυστικότητα των επενδύσεων σε ακίνητα”. Κατά τον κ. Ανδριόπουλο, προσφέρονται σαφείς επενδυτικές ευκαιρίες στην αυξανόμενη ζήτηση για βιώσιμους χώρους εργασίας.
Από την πλευρά του, ο κ. Αλέξανδρος Κοσμόπουλος, Managing Partner του δικηγορικού γραφείου AKL, τόνισε ότι “η ελληνική αγορά ακινήτων σταδιακά ωριμάζει. Την αλλαγή αυτή τη διαπιστώνουμε με τρεις, κυρίως, τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι διευρύνεται ο κύκλος των δυνητικών επενδυτών που εξετάζουν επενδύσεις στην Ελλάδα. Αυτό οφείλεται στην επιτυχή οικονομική ανάκαμψη της χώρας και στην επίτευξη πιστοληπτικής αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας, γεγονότα που επιτρέπουν πλέον την πρόσβαση θεσμικών επενδυτών στην αγορά. Ο δεύτερος είναι ότι παρατηρείται αξιόλογη δραστηριότητα σε όλο το φάσμα της κτηματαγοράς, από την αγορά κατοικίας και τα γραφεία ως τα ξενοδοχεία και παραθεριστικά συγκροτήματα, τις εγκαταστάσεις logistics, τα χαρτοφυλάκια ακινήτων και ειδικά περιουσιακά στοιχεία (όπως τα εμπορικά κέντρα, τα data centers και τα κέντρα αθλητισμού και ψυχαγωγίας)”.
Αντίστοιχα, ο κ. Γιάννης Παρασκευόπουλος, γενικός διευθυντής της Δανός, που εκπροσωπεί την BNP Paribas Real Estate στην ελληνική αγορά, επισήμανε ότι “η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει να κινείται σε διαφορετική τροχιά από την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2010-2018, υπήρξαν σημαντικά μειωμένες αναπτύξεις, με επακόλουθο τη μεγάλη σημερινή έλλειψη σε ακίνητα υψηλής ζήτησης, όπως είναι τα μοντέρνα, πράσινα γραφεία, οι χώροι logistics και data centers, καθώς και οι σύγχρονες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και τα οικιστικά συγκροτήματα. Η ζήτηση συνεχίζει να υπερισχύει της σημερινής προσφοράς στα συγκεκριμένα προαναφερόμενα είδη ακινήτων, για αυτό και παρατηρούμε συνεχείς στοχευμένες αναπτύξεις, οι οποίες και θα συνεχιστούν, παρά το υψηλό κόστος κατασκευής και δανεισμού”.
Σύμφωνα με τον κ. Παρασκευόπουλο, το επόμενο χρονικό διάστημα θα συνεχιστεί το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στα ποιοτικά και σύγχρονα ακίνητα (prime) και τα ακίνητα χαμηλής ζήτησης. Παράλληλα, προβλέπει σταθεροποίηση της αύξησης των τιμών, καθώς η άνοδος των επιτοκίων είχε οδηγήσει στην αύξηση των προσφερόμενων αποδόσεων (yields) από τους επενδυτές, ενώ οι πωλητές των ακινήτων υψηλής ζήτησης δεν δείχνουν, προς το παρόν τουλάχιστον, διάθεση, να μειώσουν τις τιμές, δημιουργώντας ένα προσωρινό κενό. Η τάση μείωσης των επιτοκίων (άρα και του κόστους δανεισμού), καθώς και η συνεχιζόμενη αυξητική τάση των μισθωμάτων στα prime ακίνητα, δύναται να εξισορροπήσει εν μέρει την διαφορά μεταξύ απαιτήσεων των πωλητών και προσδοκιών των αγοραστών.
“Το ενδιαφέρον των επενδυτών επικεντρώνεται στην παρούσα φάση στα ακίνητα υψηλών προδιαγραφών σε prime περιοχές, σε μια προσπάθεια μείωσης του ρίσκου, ενώ θεσμικοί επενδυτές (πχ ΑΕΕΑΠ) μπαίνουν πλέον και στο πεδίο των νέων αναπτύξεων (ιδιαιτέρως σε γραφεία και logistics), με στόχο την αναβάθμιση του stock, μέσω κατασκευής σύγχρονων επαγγελματικών χώρων, που πληρούν και κριτήρια ESG”, κατέληξε ο κ. Παρασκευόπουλος.