Οι κλειστές στρόφιγγες των τραπεζών και η ραγδαία αύξηση της τιμής των υλικών αποτελούν αρνητικούς παράγοντες για την απογείωση της αγοράς ακινήτων
Μείζον πρόβλημα και η σοβαρότατη έλλειψη εργατικών χεριών, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ένωσης Κατασκευαστών Γ. Γεωργιάδη
Της Κικής Ηπειρώτου
Μία ιδιαίτερα ιδιάζουσα περίοδος είναι αυτή που διανύουμε για τον κλάδο των κατασκευαστών κτιρίων της Αλεξανδρούπολης, όπου επικρατεί προβληματισμός για μία σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την αγορά ακινήτων. Στις πεισματικά κλειστές στρόφιγγες των τραπεζών, κυρίως σε ό,τι αφορά τα δάνεια για αγορά ή κατασκευή α’ κατοικίας, έχει προστεθεί η ραγδαία αύξηση του κόστους των υλικών, κατά 30-40%, αλλά και το σοβαρότατο ζήτημα της έλλειψης εργατικών χεριών.
Το 2020 ο ελληνικός κατασκευαστικός κλάδος παρουσίασε κάμψη του συνολικού κύκλου εργασιών κατά 8,7%, κυρίως λόγω της πανδημίας και του lockdown. Σε τοπικό επίπεδο, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ένωσης Κατασκευαστών Αλεξανδρούπολης Γιώργο Γεωργιάδη, υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον από τον κόσμο, όπως και αρκετή κινητικότητα στο χώρο της ανέγερσης νέων οικοδομών. Ωστόσο, ο κατασκευαστικός κλάδος βρίσκεται σε στάση αναμονής για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, εξαιτίας ορισμένων παραγόντων που αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας και την άνθηση της αγοράς ακινήτων.
Αρχικά, όπως δηλώνει στη «ΓΝΩΜΗ» ο κ. Γεωργιάδης, ο τραπεζικός κλάδος συνεχίζει να είναι ιδιαίτερα φειδωλός σε ό,τι αφορά τις δανειοδοτήσεις για αγορά ή κατασκευή κατοικιών. Επιπλέον, το ράλι ανατιμήσεων στις τιμές των υλικών, που είναι σε εξέλιξη, αποτελεί άλλο ένα λόγο που προκαλεί έντονο προβληματισμό στον κατασκευαστικό κλάδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η άνοδος της τιμής του σιδήρου, που έχει σημειώσει αύξηση 230%, ενώ, το μέσο κόστος κατασκευής, το τελευταίο δίμηνο, έχει ανέβει κατά 30-40%. Εξάλλου, το κόστος κατασκευής είχε ήδη ανέβει αρκετά, τα τελευταία χρόνια, μετά την υποχρεωτική εφαρμογή του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης για τις νέες κατασκευές.
Νέα σπίτια σε «σκοτωμένες» τιμές
Αν συνυπολογίσει κανείς και τη γενικευμένη ανασφάλεια λόγω covid, τόσο στους εν δυνάμει αγοραστές, όσο και στον κατασκευαστικό κλάδο, αποτελεί μάλλον παραδοξότητα το γεγονός ότι όχι μόνο υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον από εν δυνάμει αγοραστές, αλλά και αρκετή οικοδομική δραστηριότητα, τόσο στον Έβρο, όσο και στη Ροδόπη. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι κάποιοι εργολάβοι, που είχαν κάποια χρήματα στην άκρη πήραν την απόφαση να τα αξιοποιήσουν προχωρώντας στην ανέγερση νέων οικοδομών. Εξάλλου, επειδή από το 2012 και ύστερα, στην περιοχή μας δεν κατασκευάστηκε σχεδόν καμία νέα πολυκατοικία, δημιουργήθηκε αρκετή ζήτηση από τον κόσμο. Ωστόσο, κι επειδή σε πολλές περιπτώσεις, οι τιμές πώλησης είναι πολύ χαμηλές, παράγοντες της αγοράς εκφράζουν τον προβληματισμό τους για τα αποτελέσματα που θα έχει αυτή η κατάσταση στην ήδη εύθραυστη αγορά ακινήτων. Την ίδια στιγμή, αρκετά ακριβότερα διαμερίσματα, που είναι καινούρια, μένουν στα αζήτητα, γεγονός που επίσης δημιουργεί δυσλειτουργίες στην αγορά.
Δραματική έλλειψη εργατικών χεριών
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, ένας ακόμη παράγοντας που ανεβάζει το κόστος κατασκευής είναι η μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών. «Δεν υπάρχουν τεχνίτες. Ανησυχούμε μήπως φύγουν οι εργάτες που έχουμε γιατί ξέρουμε ότι δεν θα βρούμε άλλους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όσοι έχουν απομείνει, να ζητούν και μεγαλύτερα μεροκάματα, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο το ήδη ανεβασμένο κόστος κατασκευής».
Ελλιπέστατη χρηματοδότηση και μεγάλες καθυστερήσεις από το «Εξοικονομώ»
Πολλές είναι οι δυσλειτουργίες του προγράμματος «Εξοικονομώ», που ταλαιπωρούν τόσο τους ωφελούμενους, όσο και τους κατασκευαστές, με τις βασικότερες να αφορούν στην ελλιπέστατη χρηματοδότηση και στη μεγάλη καθυστέρηση (8 ως 14 μήνες) στην αποπληρωμή των επαγγελματιών. Το νέο «Εξοικονομώ», στο οποίο ορθώς θα υπάρχουν κριτήρια για τους δικαιούχους, κρίνεται ως ασύμφορο τόσο για τους ιδιοκτήτες, όσο και για τους κατασκευαστές, αφού τα οικονομικά του δεδομένα δεν έχουν προσαρμοστεί στην εποχή που διανύουμε, αλλά έχουν μείνει περίπου 3 χρόνια πίσω, με αποτέλεσμα αρκετοί επαγγελματίες του κλάδου να δηλώνουν απρόθυμοι να ασχοληθούν με το νέο πρόγραμμα, εάν δεν αλλάξουν σημαντικές πτυχές του.