Επιφυλακτικότητα καταγράφεται στο επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων επενδυτών στην ελληνική αγορά των ΑΠΕ σε συνέχεια των αυξημένων ρίσκων που συνοδεύουν πλέον την συμμετοχή των έργων στην αγορά.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, η Ελλάδα παραμένει επενδυτικός προορισμός. Αυτό φαίνεται, μεταξύ άλλων, και από το γεγονός ότι συνολικά 12 fund από μια σειρά χώρες της Ευρώπης -και όχι μόνο- έχουν έρθει και παραμένουν στην επενδυτική “αρένα” της χώρας την τελευταία διετία. Ωστόσο, καταγράφεται ταυτόχρονα μια υποχώρηση που μένει να φανεί, προϊόντος του χρόνου, αν συνιστά μια φάση της αγοράς ή θα λάβει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι η εν λόγω εικόνα δεν καταγράφεται μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και αποτελεί απόρροια των προκλήσεων που γεννιούνται από την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης σε συνθήκες περιορισμένης διαθεσιμότητας στο δίκτυο, αρνητικών και μηδενικών τιμών που έρχονται σε συνέχεια της αυξημένης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, χωρίς ανάλογη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.
Υπερθέρμανση και έσοδα
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς με γνώση των διεργασιών που συντελούνται, η δυσκολία πρόσβασης στο δίκτυο, καθώς και οι περιορισμένες εναλλακτικές για την έξοδο στην αγορά συνιστούν σήμερα τα δύο βασικά «βαρίδια» για τους ξένους επενδυτές και τους «υποχρεώνουν» να επενεξετάσουν τα σχέδια τους να επενδύσουν στη χώρα. Η ορατότητα στην υλοποίηση ενός έργου και στις χρηματοροές που αυτό θα έχει συνιστούν βασικές παραμέτρους στην αξιολόγηση των ξένων επενδυτών προκειμένου να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν ή όχι μια επένδυση.
Η «ουρά» μερικών δεκάδων γιγαβάτ έργων που αναμένουν όρους σύνδεσης στον ΑΔΜΗΕ, σε συνδυασμό με την μικρή εξάπλωση των CfDs και των PPAs αποτελούν αποτρεπτικούς παράγοντες, στη παρούσα τουλάχιστον φάση, για την ωρίμανση μιας επένδυσης καθώς στερούν την όποια ορατότητα στον υποψήφιο επενδυτή. Στην εξίσωση θα πρέπει να προσθέσουμε τις περικοπές που ακόμη, σε επίπεδο ελληνικής αγοράς και εν αναμονή του ρυθμιστικού πλαισίου, δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς τον τρόπο εφαρμογής τους και για την προοπτική αποζημίωσής τους, ώστε ο εκάστοτε επενδυτής να μπορεί να ενσωματώσει το εν λόγω ρίσκο στο business plan και να δει τα «νούμερα» που βγαίνουν.
Την ίδια στιγμή, μια σειρά εταιρείες που προσέτρεξαν τα προηγούμενα χρόνια να πάρουν θέση στην ελληνική αγορά, επανεξετάζουν τη στάση τους, εν μέρει και υπό το βάρος των νέων δεδομένων που διαμορφώνονται στην αγορά. Βέβαια, όπως διευκρινίζουν οι ίδιες πηγές, μια πιθανή «έξοδος» κάποιας εταιρείας δεν είναι μονοσήμαντη και δεν θα πρέπει να «διαβαστεί» ως επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος στην Ελλάδα, καθώς η εν λόγω επιλογή και απόφαση δύναται να προκύπτει στη βάση διαφορετικών προτεραιοτήτων που θέτει μια εταιρεία ή ακόμη και στην υλοποίηση του σχεδιασμού της σε ελληνικό επίπεδο και ο οποίος υπαγόρευε ανάπτυξη έργων και απόκτηση μιας υπεραξίας και κατόπιν έξοδο και στροφή σε νέες αγορές.
Σε κάθε περίπτωση, όπως μεταφέρουν στο energypress, στελέχη συμβουλευτικών εταιρειών, τα αιτήματα πώλησης είναι περισσότερα από τα αιτήματα αγοράς στην δεδομένη χρονική περίοδο, πράγμα που προφανώς συνδέεται με την γενικότερη αναμόρφωση της αγοράς και βρίσκεται σε συνέχεια των επενδυτικών κινήσεων των παικτών εγχώριων και ξένων. Παράλληλα υπάρχει δυσκολία αντιστοίχισης του επενδυτικού ενδιαφέροντος, δηλαδή της ζήτησης με την προσφορά.
Συγκεκριμένα, οι ξένοι επενδυτές, σύμφωνα τουλάχιστον με πληροφορίες, ενδιαφέρονται για μεγάλα έργα όταν τέτοια δεν υπάρχουν ή κι αν υπάρχουν ή υπάρξουν, απορροφώνται από τους εγχώριους παίκτες που αντικειμενικά διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ξένους, εφαρμόζοντας μια πιο «επιθετική» συμπεριφορά στις προσφορές τους. Αναλυτικότερα, οι ξένοι επενδυτές ενδιαφέρονται για μεγάλα και ώριμα έργα σε στάδιο «ready to build» με σύμβαση σύνδεσης και άδεια εγκατάστασης, όπως και με σαφήνεια στο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Τέτοια έργα πλέον έχουν εκλείψει από την ελληνική αγορά με αποτέλεσμα να περιορίζονται σημαντικά οι υποψήφιες επιλογές. Σε συνέχεια των παραπάνω, πηγές της αγοράς συνηγορούν ότι αυτή την στιγμή καταγράφεται μια υποχώρηση στο επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, με την πλειοψηφία να τελεί σε στάση αναμονής χωρίς απαραίτητα να αποφασίζει, όπως προαναφέρθηκε, την έξοδο από την ελληνική αγορά ή ακόμη, αν δεν έχουν παρουσία, να αποφασίζει να αποσύρει παντελώς την προοπτική της ελληνικής αγοράς από τα επενδυτικά σχέδια.
Άλλωστε, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, οι επενδυτές βλέπουν προοπτικές στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στο κομμάτι των μπαταριών που τώρα γίνονται τα πρώτα βήματα με ένα ορισμένο ενδιαφέρον να αποτυπώνεται στους πρόσφατους διαγωνισμούς, ωστόσο και πάλι δείχνουν εγκράτεια μέχρι ότου διασαφηνιστούν τα έσοδα ενός έργου αποθήκευσης από την αγορά ώστε να μπορέσουν να αξιολογήσουν αν τα νούμερα βγαίνουν.
Η πρόσβαση στην αγορά
Βασικό ζήτημα αποτελεί επίσης η πρόσβαση στην αγορά που στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, οι εναλλακτικές των CfDs και των PPAs χαίρουν για την ώρα περιορισμένης εφαρμογής. Σε άλλες χώρες, τα εν λόγω εργαλεία αποτελούν βάση ανάπτυξης και μεγέθυνσης της αγοράς όπως συμβαίνει στη Βουλγαρία με τα CfDs ή σε Ιταλία και Πολωνία με τα PPAs λόγω των βιομηχανικών φορτίων. Η έξοδος στην αγορά με όρους merchant συγκεντρώνει για την ώρα υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, αποτρέποντας τους επενδυτές να προχωρήσουν σε μια τέτοια επένδυση.
Ένα ακόμη επιμέρους στοιχείο που αποτυπώνει την μεταστροφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος προέρχεται από τον χώρο των συμβουλευτικών εταιρειών που συνήθως είναι και οι «υποδοχείς» των όποιων αιτημάτων κατά το αρχικό στάδιο της διερεύνησης. Ως εκ τούτου, στελέχη του κλάδου αναφέρουν στο energypress, ότι λιγότεροι ξένοι επενδυτές δείχνουν ενδιαφέρον να μάθουν για τα τεκταινόμενα της ελληνικής αγοράς σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες αν κρίνει κανείς από το ενδιαφέρον που δείχνουν να λάβουν τις συνδρομητικές εκθέσεις «χαρτογράφησης» της ελληνικής αγοράς.
Ο περιορισμός του «αναγνωστικού κοινού» των εκθέσεων συνιστά μονάχα ένα «στιγμιότυπο» της αγοράς και δείγμα ότι κάτι αλλάζει σε σχέση με μερικούς μήνες πριν με δεδομένο ότι το οποιοδήποτε επενδυτικό ενδιαφέρον, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, εκφράζεται με μια χαρτογράφηση και διερεύνηση της αγοράς προορισμού.
Το υφιστάμενο επενδυτικό ενδιαφέρον
Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν πηγές της αγοράς, οι ενδείξεις για υποχώρηση του επενδυτικού κλίματος δεν συνιστά κατ΄ανάγκη κάποια ανησυχητική νότα, όσο μια φάση στην κύκλιση που αντικειμενικά χαρακτηρίζει την αγορά με βασικό στοιχείο για την «επόμενη μέρα» να αναδεικνύεται η ανθεκτικότητα των επενδυτών στις ανωμαλίες της αγοράς έως ότου επέλθει η νέα κατάσταση ισορροπίας.
Αυτό επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που αφορούν τους επενδυτές που έχουν ενδιαφερθεί για εξαγορά portfolio ΑΠΕ κατά την διετία 2023-2024. Αναλυτικά ενδιαφέρον έχουν εκφράσει:
- 4 Γαλλικά Fund που κάποια από αυτά έχουν ήδη προβεί σε κάποιες εξαγορές σε όλες τις τεχνολογίες PV, Wind, BESS. Η συνολική ισχύς των έργων που υπήρξε το ενδιαφέρον ξεπερνά τα 4,5 GW. Τα χαρτοφυλάκια περιελάμβαναν τόσο έργα σε λειτουργία όσο και έργα υπό ανάπτυξη.
- 3 Αγγλικά Fund που τουλάχιστον το ένα έχει προβεί σε εξαγορά χαρτοφυλακίου PV και ξεκινά την κατασκευή. Η συνολική ισχύς των έργων που υπήρξε το ενδιαφέρον αγγίζει το 1 GW. Συγκεκριμένα ενδιαφέρον έχει εκφράσει η Foresight Solar Fund.
- 3 Γερμανικά Fund. Η συνολική ισχύς των έργων που υπήρξε/υπάρχει το ενδιαφέρον ξεπερνά τα 1,5 GW. Τα χαρτοφυλάκια περιελάμβαναν τόσο έργα σε λειτουργία όσο και έργα υπό ανάπτυξη.
- 2 Ισραηλινά Fund έχουν ενδιαφερθεί για επενδύσεις σε ΑΠΕ -κυρίως PV- σε έργα μικρού ή μεσαίου μεγέθους <20MWp
Επίσης, υπάρχουν στη χώρα μας εταιρείες που εκπροσωπούν Αμερικανικά Fund και είναι στην αναζήτηση έργων, με στόχο να αναπτύξουν χαρτοφυλάκια άνω των 500MW.
Δε λείπουν βέβαια και επενδυτές από τη Σκανδιναβία (πχ OX2), την Αυστρία και την Τουρκία που αναζητούν κάποιες ευκαιρίες στις ΑΠΕ στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά πέραν των ανωτέρω, παρουσία στην ελληνική αγορά έχουν η γερμανική RWE σε σύμπραξη με την ΔΕΗ για την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών πάρκων 2GW στη Δυτική Μακεδονία, η Ιταλική Eni που εξαγόρασε προ ετών το χαρτοφυλάκιο 800 MW της Solar Conzept Greece, οι βρετανικές SSE και National Energy, η Γαλλική Mirova στο τομέα των αιολικών, η πορτογαλική EDPR κλπ.
Στα παραπάνω χρειάζεται να προσθέσουμε τις επενδύσεις των Masdar και Amazon με την πρώτη να προχωρά στην εξαγορά του 70% των μετοχών της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή έναντι 3,2 δισεκατομμυρίων ευρώ και την δεύτερη να ανακοινώνει την κατασκευή τριών αιολικών πάρκων μεγάλης κλίμακας στην Ελλάδα συνολικής αξίας άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων για να καλύψει με φθηνή ενέργεια τα «energy hungry» data centers που αναπτύσσει στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Οι Έλληνες κοιτάνε Ρουμανία και Βουλγαρία
Την ίδια στιγμή που ξένοι επενδυτές δείχνουν εγκράτεια ως προς την ελληνική αγορά, οι εγχώριοι παίκτες αυξάνουν «στροφές» ως προς την διείσδυση τους στις γειτονικές βαλκανικές αγορές με το ενδιαφέρον να εστιάζει κύρια σε Ρουμανία και Βουλγαρία, ενώ ακολουθούν προοπτικά και οι υπόλοιπες αγορές. Ο λόγος, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές της αγοράς, είναι οι σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω αγορές, έχοντας για την ώρα σημαντικά μικρότερο κορεσμό έναντι της Ελλάδας και κατά συνέπεια υψηλότερες επιδόσεις.
Ως γνωστόν, όλες οι μεγάλες ελληνικές ενεργειακές εταιρείες έχουν ενισχύσει τα χαρτοφυλάκιά τους με έργα στις εν λόγω αγορές, πράγμα που ωστόσο, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Ένα ενδεικτικό στοιχείο ότι πλέον οι αγορές αυτές βρίσκονται υψηλά στις προτεραιότητες των Ελλήνων παικτών είναι αφενός η στελέχωση τους με προσωπικό που επιφορτίζεται στενά με την ανάπτυξη τους σε αυτές τις αγορές όπως και η παρουσία τους σε πολλά ενεργειακά συνέδρια στις χώρες αυτές.