Σε μια κρίσιμη συγκυρία, η χώρα έχει εξασφαλίσει περισσότερα από 55 δισ. ευρώ κοινοτικών κονδυλίων. Τόσα θα πέσουν στην ελληνική οικονομία τα επόμενα 4 – 6 χρόνια μέχρι το 2029 από τα ευρωπαϊκά προγράμματα (Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ 2021-2027). Είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία; Δεν είναι τόσο αυτονόητο όσο ακούγεται.
Έχουμε κάνει πολλά ραντεβού με την Ιστορία. Σε κάποια δεν πήγαμε ποτέ. Από το Πακέτο Ντελόρ και τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης έως τα ΕΣΠΑ, έχουν περάσει από τη χώρα πάνω από 160 δισ. χωρίς να καταφέρουν να αποτελέσουν τον αναπτυξιακό καταλύτη.
Άλλα έγιναν αεροδρόμια, δρόμοι και μετρό, άλλα κατέληξαν σε ψηφοθηρικά έργα, κάποια απλώς συντήρησαν ζωντανές επιχειρήσεις που θα έπρεπε να είχαν κλείσει, ενώ όσα δεν καταφέρναμε να απορροφήσουμε, τα μεταφέραμε με τις περίφημες «γέφυρες» στην επόμενη προγραμματική περίοδο.
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά με το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο έχουν μέχρι σήμερα έρθει 11,8 δισ., χωρίς τα μισά να έχουν ακόμη μπει στην οικονομία. Αν τα έργα δεν γίνουν στο συμφωνημένο χρόνο και χαθούν τα ορόσημα, απλά δεν θα γίνουν. Δεν υπάρχουν διαδικασίες που λειτουργούν σαν «γέφυρες» παρά μόνο ορόσημα που πρέπει να τηρούνται. Είναι τα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των επόμενων δόσεων, τα οποία προϋποθέτουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την επίτευξη προόδου, δηλαδή ωρίμανσης των επενδύσεων.
Και κάπου εδώ αρχίζουν οι γνωστές ελληνικές παθογένειες. Ενώ η χώρα έχει εκπληρώσει σχεδόν όλα τα ορόσημα για την 3η δόση, ύψους 1,7 δισ., η Κομισιόν δεν την έχει ακόμη εγκρίνει, καθώς η κοινοπραξία που διεκδικούσε ένα έργο – τη νέα πλατφόρμα προμηθειών του υπ. Ανάπτυξης – προσέφυγε στην ενιαία ανεξάρτητη αρχή δημοσίων συμβάσεων και μετά στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ευτυχώς το ΣτΕ εκδίκασε γρήγορα την υπόθεση – αν δικαίωνε αυτόν που προσέφυγε, θα έπρεπε ο διαγωνισμός να ξαναγίνει – έως ότου όμως καθαρογραφεί και δημοσιευτεί η απόφαση, η εκταμίευση της 3ης δόσης θα τελεί υπό αίρεση. Αλλά όσο εκκρεμεί η είσπραξη μιας δόσης, η χώρα δεν μπορεί να υποβάλλει αίτημα για την επόμενη. Και επειδή έχει καθυστερήσει η 3η δόση, έχει άτυπα επιμηκυνθεί η όλη διαδικασία, σε συνδυασμό και με το αίτημα για αναθεώρηση του Ταμείου Ανάκαμψης, που αναμένεται να εγκριθεί στο Ecofin της 8ης Δεκεμβρίου. Κάπως έτσι, η Ελλάδα, αντί να υποβάλλει το αίτημα για την 4η δόση μέχρι το τέλος του 2023, θα το καταθέσει μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2024.
Τέτοια περιστατικά μπορεί να πυκνώνουν όσο τα έργα θα προχωρούν στα επόμενα στάδια και το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπαίνει στη σκληρή φάση της υλοποίησης.
Και ενώ η χώρα εισπράττει θετικά σχόλια από την Κομισιόν καθώς βρίσκεται μεταξύ των πρώτων στην πρόοδο των εκταμιεύσεων του Ταμείου, τα έργα φτάνουν σε ένα σημείο όπου εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις τοπικές αρχές, δηλαδή θα έρχονται όλο και πιο συχνά στην επιφάνεια οι διοικητικές και εφαρμοστικές αδυναμίες.
Τι θα συμβεί αν η επόμενη προσφυγή δεν αφορά έργο των 20 εκατ., όπως αυτό του υπ. Ανάπτυξης, αλλά των 100 και 200 εκατ.; Αν δεν τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα τα χρήματα χάνονται. Και δεν θα χάσει μόνο αυτός που διεκδίκησε και δεν πήρε το έργο, αλλά η χώρα. Για να καταλάβει κανείς τη δυσκολία του εγχειρήματος, θα πρέπει μέχρι τον Ιούνιο του 2026, η Ελλάδα να έχει υποβάλει το αίτημα εκταμίευσης και για την τελευταία δόση του προγράμματος. Δηλαδή και για τα 36 δισ. ευρώ.
Τι κάνει η κυβέρνηση; Ένα καθημερινό πρέσινγκ σε υπουργεία, φορείς και οργανισμούς να προχωρούν τις δράσεις για να επιτυγχάνονται τα ορόσημα των έργων και τα εγκεκριμένα από τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες χρονοδιαγράμματα, τα οποία δεν αλλάζουν, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει καλά ο εποπτεύων αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας Νίκος Παπαθανάσης.
Ένας κρατικός μηχανισμός που έχει μάθει να δουλεύει με συγκεκριμένο τρόπο καλείται να αλλάξει ρυθμό και νοοτροπία και να δουλεύει με σφικτές προθεσμίες και χρονοδιαγράμματα, όπως στον ιδιωτικό τομέα. Γίνεται; Κι όμως, πρέπει να γίνει, καθώς μιλάμε για ένα επιπλέον 25% του ΑΕΠ.
Έχουμε δυόμισι χρόνια για να τα καταφέρουμε.