Την επιτακτική ανάγκη να διαμορφωθεί ένα εθνικό πλαίσιο για τη διαχείριση του κινδύνου που διατρέχουν τα λιμάνια από φυσικές καταστροφές, όπως και άλλες έκτακτες καταστάσεις, όπως ένας πόλεμος ή και μια πανδημία, υπογράμμισαν οι συμμετέχοντες σε ημερίδα που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Ινστιτούτο Λιμενικής Κατάρτισης «Εξάντας» και η ερευνητική μονάδα εδαφοδυναμικής και γεωτεχνικής σεισμικής μηχανικής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της πόλης (ΑΠΘ).
«Ένας σεισμός το 1995, είναι η αιτία που το λιμάνι του Κόμπε στον κόλπο της Οζάκα στην Ιαπωνία κατατασσόταν το 2011 στην 28η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, όταν πριν βρισκόταν στην 11η, ενώ χωρίς να συνυπολογίζονται τα κόστη επιδιόρθωσης των υποδομών, η οικονομική ζημιά που υπέστη ξεπέρασε τα 100 δισ. δολάρια», επισήμανε, μιλώντας στην ημερίδα, με θέμα: «Τρωτότητα και ανθεκτικότητα λιμένων έναντι φυσικών κινδύνων και διαχείριση της διακινδύνευσης», ο ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, Κυριαζής Πιτιλάκης, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σεισμικής Μηχανικής. Πρόσθεσε μάλιστα, ότι «μέχρι σήμερα το λιμάνι του Κόμπε δεν έχει καταφέρει να «ορθοποδήσει» και όπως όλα δείχνουν δεν θα τα καταφέρει πλήρως.
Αναφέροντας μια άλλη χαρακτηριστικά περίπτωση, ο κ. Πιτιλάκης, τόνισε, ότι για το λιμάνι Σεντάι της Ιαπωνίας, το τσουνάμι το 2011 είχε ως αποτέλεσμα κόστος επιπτώσεων ύψους 200-300 δισ. δολαρίων και σύμφωνα με διεθνή μελέτη, μόνο για το 2011, η οικονομική επιβάρυνση από φυσικές καταστροφές, σήμανε για τα λιμάνια, ζημιά ύψους άνω των 400 δισ. δολαρίων.
Με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία και συνυπολογίζοντας την μεγάλη σημασία του ρόλου των λιμανιών για την Ελλάδα, «μπορεί εύκολα κανείς να κατανοήσει το μέγεθος της ζημιάς που ελλοχεύει, απουσία σχετικών μελετών», υπογράμμισε.
Δέκα ελληνικά λιμάνια σε προτεραιότητα – Πόσο γρήγορα μπορούν να γίνουν οι μελέτες;
Η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο που θα αποτυπώνει την τρωτότητα και ανθεκτικότητα των λιμένων έναντι φυσικών κινδύνων και θα δίνει έτσι τη δυνατότητα της διαχείρισης της διακινδύνευσης, σε διάστημα από δύο έως πέντε έτη, διατύπωσε απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Πιτιλάκης. «Ο χρονικός ορίζοντας των δύο με πέντε χρόνων είναι ρεαλιστικός, με δεδομένο μάλιστα ότι πλέον το ανθρώπινο δυναμικό στην Ελλάδα όχι μόνο υπάρχει, αλλά μπορεί μάλιστα να υλοποιήσει τις ολοκληρωμένες μελέτες που απαιτούνται και σε διεθνές επίπεδο», υπογράμμισε ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Ερωτηθείς για το ποια λιμάνια είναι σε προτεραιότητα προκειμένου να αποκτήσουν μελέτες τρωτότητας και ανθεκτικότητας έναντι φυσικών καταστροφών και άλλων έκτακτων καταστάσεων, ο ίδιος απάντησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι πέραν του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Ελευσίνας, αλλά και της Αλεξανδρούπολης, που τελευταίως αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, είναι άλλα έξι συνολικά, με τα δύο εξ αυτών στην Κρήτη. «Δέκα λιμάνια θα έβαζα σε πρώτη προτεραιότητα», σημείωσε.
Για το θέμα της υλοποίησης των προαναφερόμενων μελετών ο διευθυντής Ινστιτούτου Λιμενικής Εκπαίδευσης «Εξάντας», Δρ. ‘Αγγελος Φ. Βλάχος, είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «μπορεί να υπάρχει έλλειμμα σε μελέτες, αλλά η ανάγκη αυτές να υλοποιηθούν καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική και σαφής» και στο πλαίσιο αυτό σημείωσε ότι «το θετικό είναι ότι εν αντιθέσει με 30 χρόνια πριν, πλέον στη χώρα μας υπάρχουν τεχνογνωσία και δυνατότητες για να γίνει ένα σοβαρός σχεδιασμός, έχει ωριμάσει η ανάγκη για την υλοποίησή τους και υπάρχει δουλειά πιλότος». Μάλιστα, υπογράμμισε την ανάγκη εμπλοκής της πολιτείας σε κεντρικό επίπεδο, των διοικήσεων των λιμένων και των ευρύτερων μετόχων τους, «να συνασπιστούν και να εντείνουν τις συζητήσεις που ήδη γίνονται, ώστε τα θέματα τρωτότητας και ανθεκτικότητας των λιμένων απέναντι στις φυσικές καταστροφές να αναδειχθούν και σε άλλες περιφέρειες της χώρας, με την πολιτεία να στηρίζει πολλαπλά αυτές τις πρωτοβουλίες».
Πάμε σε αλλαγή του σεισμικού χάρτη στην Ελλάδα την επόμενη τριετία
Αναφέροντας ότι ο σεισμικός χάρτης της Ελλάδας θα αλλάξει τα επόμενα δύο με τρία χρόνια, ο κ. Πιτιλάκης, επισήμανε ότι πλέον θα υπάρξουν νέες τιμές και όλοι οι μελετητές θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που θα προκύψουν.
Μάλιστα, σε ό,τι αφορά τα λιμάνια σημείωσε, ότι «πλέον είναι ένα “τίποτα” η εκτίμηση που “στήνεται” με βάση τον ορίζοντα μιας 5ετίας ή και 10ετίας» και εξήγησε ότι «όταν σχεδιάζουμε πλέον τη διακινδύνευση ρίσκου, πρέπει να σκεφτόμαστε σε βάθος χρόνου 100 ή και 200 ετών, ώστε να προβλέπουμε όσο το δυνατό καλύτερα τις όποιες ενδεχόμενες επιπτώσεις προκύψουν, όσο μικρές και αν μοιάζουν».
Τόνισε, ότι είναι πάντα προτιμότερο κανείς να επενδύει στην αρχή και να προλαμβάνει τα όποια γεγονότα ενδεχόμενα προκύψουν, γιατί αυτό σημαίνει ότι θα έχει προετοιμαστεί άρτια όταν και αν αυτά συμβούν και έτσι δεν θα χρειαστεί να βρεθεί αντιμέτωπος με «τρομακτικές επιπτώσεις». Πρόσθεσε μάλιστα, ότι με την έγκαιρη πρόληψη κανείς πετυχαίνει και τη μείωση του χρόνου αποκατάστασης από το όποιο πλήγμα δεχτεί.
Κατά τον κ. Πιτιλάκη, το ευκταίο, είναι η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου εθνικού πλαισίου για τη διαχείριση του κινδύνου των λιμένων σε φυσικές καταστροφές και η ανάπτυξη μιας ενιαίας βάσης των τεχνικών και επιχειρησιακών δεδομένων και στοιχείων για όλα τα λιμάνια.
Ο κ. Βλάχος, σημείωσε, ότι στόχος της διοργάνωσης είναι να ανοίξει ένα κεφάλαιο συνεργασίας με την ακαδημαϊκή κοινότητα και τόνισε ότι στόχος της Εξάντα είναι η συστηματοποίηση της ποικίλης εκπαίδευσης και κατάρτισης και η διάχυση της εξειδικευμένης επιστημονικής γνώσης, σε θέματα που αφορούν τη βιωσιμότητα των λιμένων απέναντι και σε φυσικές καταστροφές.