Οι μεγάλες τουρκικές πόλεις είναι γεμάτες με ολόκληρες γειτονιές που «χτίστηκαν νύχτα». Πολυώροφες πολυκατοικίες, που κατοικούνται σήμερα, έχουν χτιστεί με εξαιρετικά κακής ποιότητας σκυρόδεμα και λιγοστό οπλισμό, μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η πρακτική αυτή δημιουργεί τεράστιο κίνδυνο σε περίπτωση ισχυρών σεισμών, όπως έδειξε, όχι μόνο η χθεσινή εμπειρία, αλλά και άλλοι μεγάλοι σεισμοί των τελευταίων ετών στη γείτονα.
«Το πρόβλημα δεν είναι οι αντισεισμικοί κανονισμοί στην Τουρκία. Το πρόβλημα είναι κατά πόσο εφαρμόζονταν τα προηγούμενα χρόνια», εξηγεί ο Γιώργος Γκαζέτας, ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, έχοντας ασχοληθεί εκτενώς με τις συνέπειες των σεισμών του ’99 στη γειτονική χώρα. «Οι τουρκικές πόλεις είναι γεμάτες με πολυώροφες πολυκατοικίες του ’70 και ’80 που ήταν πρόχειρες, πολύ κακές κατασκευές. Ενα από τα ζητήματα που συναντήσαμε επίσης είναι ότι τα κτίρια είναι κατά κανόνα υπερφορτωμένα. Στην Ελλάδα, επειδή οι οικονομικές συνθήκες είναι καλύτερες, συνήθως δεν στοιβάζονται πάρα πολλά άτομα σε ένα διαμέρισμα. Αντίθετα, στην Τουρκία μέσα στα κτίρια αυτά, που είναι κατά κανόνα σε εργατικές γειτονιές, ζουν πολλοί άνθρωποι. Το φορτίο επιταχυνόμενο δίνει την οριζόντια δράση, η οποία λειτουργεί αρνητικά στην ικανότητα του κτιρίου να αντεπεξέλθει. Φυσικά δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη σφοδρότητα με την οποία έχουν χτυπήσει σεισμοί τη γειτονική χώρα – τα εδαφικά φαινόμενα είναι πρωτόγνωρα. Ολα αυτά συνηγορούν σε μια καταστροφή».
Ο Μιχάλης Φαρδής είναι ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών και επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Σκυροδέματος. «Στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Αγκυρα, υπάρχουν δύο ειδών κατασκευές», εξηγεί. «Από τη μια πλευρά είναι οι ιδιωτικές κατοικίες, που είναι συνήθως χαμηλής ποιότητας και ως προς την κατασκευή και ως προς την ποιότητα των υλικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σκυρόδεμα: είναι πολύ αραιό, με λιγότερο τσιμέντο και πολύ πορώδες, με αποτέλεσμα και να μην έχει την ίδια αντοχή και να διαβρώνεται ο οπλισμός στο εσωτερικό του. Συχνά συναντούμε και άλλα σημάδια κακοκατασκευής, λ.χ. να έχουν μπει στο κτίριο λιγότερα σίδερα από ό,τι θα έπρεπε, είτε λόγω κόστους είτε λόγω άγνοιας των εργολάβων. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι κατασκευές που έχουν επαγγελματική χρήση, για παράδειγμα τα ξενοδοχεία, τα νοσοκομεία, ορισμένα δημόσια κτίρια. Εκεί η ποιότητα κατασκευής είναι εφάμιλλη, αν όχι καλύτερη από τη δική μας».
Πρόβλημα τα αυθαίρετα
Σοβαρό ζήτημα στην Τουρκία είναι η αυθαίρετη δόμηση, η οποία έχει –ποσοτικά– πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από τη δική μας. «Στις μεγάλες πόλεις υπάρχουν ολόκληρες συνοικίες που έχουν “χτιστεί νύχτα”. Εκατοντάδες πολυκατοικίες, που επειδή κατασκευάζονταν με την καταπάτηση δημοσίων εκτάσεων έπρεπε να ολοκληρωθούν πολύ γρήγορα. Οταν χτίζεις υπό τέτοιες συνθήκες, η ποιότητα είναι δευτερεύον ζήτημα», λέει ο κ. Φαρδής. «Δυστυχώς, το ερώτημα τίθεται ως εξής: προτιμάς στέγη ή ασφάλεια; Η πλειονότητα του κόσμου προτιμούσε το πρώτο, επειδή αγνοούσε τον κίνδυνο. Τα κτίρια αυτά έχουν σήμερα ζημιές εμφανείς ακόμη και εξωτερικά και αν “επιζούν” είναι επειδή δεν τα έχει χτυπήσει ένας ισχυρός σεισμός. Πολύ φοβάμαι ότι αν σεισμός χτυπήσει μια μεγάλη πόλη στην Τουρκία, η καταστροφή θα είναι τεράστια. Οι καλοί Τούρκοι μηχανικοί και οι καθηγητές των πολυτεχνείων γνωρίζουν το πρόβλημα, οι διαστάσεις του όμως είναι τέτοιες που δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Πρακτικά θα έπρεπε να γκρεμιστούν και να ξαναχτιστούν ολόκληρες γειτονιές».
Τα τελευταία χρόνια, πάντως, η ποιότητα των κατασκευών έχει βελτιωθεί. «Ευτυχώς η αυθαίρετη δόμηση στην Τουρκία έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ κατασκευάζονται πολλά ακριβά κτίρια, κυρίως κτίρια γραφείων, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα, αλλά και κτίρια κατοικιών. Το κακό είναι ότι τα κτίρια αυτά αποτελούν μικρό ποσοστό της δόμησης στις τουρκικές πόλεις, όπου η πλειονότητα έχει χτιστεί το ’60-’80».