Έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης των επενδύσεων σε startups καταγράφει την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα. Αν και υστερεί σε συνολικά μεγέθη, το εγχώριο νεοφυές οικοσύστημα βρίσκεται στο top5 των ευρωπαϊκών ως προς τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων από το 2015 έως σήμερα, μια δυναμική που υποδεικνύει τη σταδιακή ωρίμανση του οικοσυστήματος και την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να προσελκύει σταθερά το μεγαλύτερο μερίδιο χρηματοδότησης στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία, αλλά, καθώς η συνολική πίτα των χρηματοδοτήσεων επεκτείνεται, άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, διεκδικούν αυξανόμενο μερίδιο του συνολικού επενδυμένου κεφαλαίου.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Atomico, καταγράφει στη δεκαετία μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR) περίπου 20%, ρυθμό σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 13%, δείχνοντας τη δυναμική του ελληνικού οικοσυστήματος καινοτομίας, παρά το μικρότερο συνολικό ποσό επενδύσεων συγκριτικά με άλλες χώρες. Βέβαια, η άνοδος αυτή ερμηνεύεται -σε έναν βαθμό- και από το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε πολύ χαμηλό σημείο εκκίνησης, καθώς το 2014 δεν υπήρχε πρακτικά οικοσύστημα.
Πρόβλημα στο scale up
Σύμφωνα με την έκθεση (State of European Tech 2024), στην Ελλάδα το απόλυτο ποσό των επενδύσεων σε startups παραμένει σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία. Η χώρα μας, όπως δείχνουν τα στοιχεία της μελέτης, δυσκολεύεται να προσελκύσει μεγάλα κεφάλαια για νεοφυείς επιχειρήσεις και κυρίως αντιμετωπίζει δυσκολία να εξασφαλίσει επαρκή χρηματοδότηση, ειδικά σε προχωρημένα στάδια ανάπτυξης.
Πάντως, η έκθεση παρατηρεί ότι το ελληνικό οικοσύστημα τεχνολογίας και καινοτομίας κάνει αισθητή την παρουσία του στην Ευρώπη, καταγράφοντας σημαντικά ποσοστά ανάπτυξης, παρά τις προκλήσεις. Αν και χώρες όπως η Εσθονία και η Σουηδία βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις ως προς τον αριθμό των εταιρειών αξίας άνω του 1 δισ. ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους, η Ελλάδα κάνει σημαντικά βήματα προόδου, εδραιώνοντας τη θέση της στο διεθνές τοπίο.
Μία από τις πιο σημαντικές επιτυχίες για τη χώρα -που αποτυπώνονται στη μελέτη- είναι η εξαγορά της BETA CAE Systems από τον αμερικανικό εισηγμένο στον Nasdaq κολοσσό της Cadence με τίμημα που ξεπέρασε το 1,2 δισ.δολ. «Μια κίνηση που αντικατοπτρίζει όχι μόνο το ταλέντο της ελληνικής καινοτομίας, αλλά και τη δυνατότητα της χώρας να δημιουργήσει εταιρείες διεθνούς εμβέλειας», αναφέρει η Atomico.
Μαθήματα από την Εσθονία
Η Ελλάδα, πάντως, σύμφωνα με την έκθεση, καταλαμβάνει τις χαμηλότερες θέσεις της κατάταξης όσον αφορά τις επενδύσεις κεφαλαίων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη, υποδεικνύοντας περιορισμένη ροή κεφαλαίων προς το οικοσύστημα καινοτομίας. Ενώ χώρες όπως η Εσθονία και η Σουηδία ξεχωρίζουν με σημαντικά υψηλότερα ποσοστά, η Ελλάδα χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση για να πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των νεοφυών επιχειρήσεών της.
Αναλυτικά, η Εσθονία πρωταγωνιστεί, επενδύοντας το 1,17% του ΑΕΠ της στην τεχνολογία, ακολουθούμενη από τη Σουηδία (0,52%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (0,48%). Η Ελλάδα, ωστόσο, κατατάσσεται πολύ χαμηλότερα, με το ποσοστό της να μην ξεπερνά το 0,10%. Αυτή η απόκλιση καταδεικνύει τη χαμηλή προτεραιότητα που δίνεται στον τομέα, συγκριτικά με χώρες που έχουν καταστήσει την τεχνολογία βασικό μοχλό ανάπτυξης.
Ειδικά όσον αφορά την Εσθονία, η επιτυχία της βασίζεται σε φιλικές προς τις startups πολιτικές, όπως η μηδενική φορολογία στα επανεπενδυόμενα κέρδη και η ψηφιοποίηση διαδικασιών. Αντίστοιχες στρατηγικές θα μπορούσαν να ενισχύσουν το ελληνικό οικοσύστημα και να αυξήσουν τις επενδύσεις στην τεχνολογία.
Περί απασχόλησης
Εν τω μεταξύ, παρά την πρόοδο, η Ελλάδα υπολείπεται σε αριθμό τεχνολογικών εργαζομένων ανά κάτοικο σε σχέση με χώρες όπως η Φινλανδία και η Σουηδία. Παρά την παρουσία ταλαντούχων επιστημόνων και ερευνητών, η χώρα δεν έχει καταφέρει να αξιοποιήσει πλήρως το ανθρώπινο δυναμικό και τις υποδομές της.
Η ενίσχυση της απασχόλησης στον τεχνολογικό τομέα είναι κρίσιμη για τη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος και απαιτεί την υιοθέτηση πολιτικών που θα στηρίξουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης.