Η πολιτική για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της περιόδου από τον 19ο έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έχει ατονήσει, με αποτέλεσμα να καταρρέει κυριολεκτικά και μεταφορικά, μαζί με τα αριστουργηματικά αυτά κτίρια. Παρότι το Σύνταγμα της Ελλάδος, στο άρθρο 24, προβλέπει ότι «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός», αλλά και τις Διεθνείς Συμβάσεις, όπως η Σύμβαση της Γρανάδας, που δεσμεύει τα συμβαλλόμενα κράτη να «υιοθετήσουν πολιτική ολοκληρωμένης προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς».
Στην Ελλάδα δύο είναι οι κύριοι φορείς χαρακτηρισμού αυτών των ακινήτων: Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που τα χαρακτηρίζει ως διατηρητέα, και το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, που τα χαρακτηρίζει ως νεότερα μνημεία, δηλαδή πολιτιστικά αγαθά, μεταγενέστερα του 1830, των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα listedmonuments.culture.gr, έχουν κηρυχθεί ως νεότερα μνημεία από το υπουργείο Πολιτισμού 5.549 αστικά ακίνητα, 3.306 από τα οποία είναι ιδιωτικά και τα υπόλοιπα 2.243 ανήκουν στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, Ταμεία, Νομικά Πρόσωπα, ενώ σημαντικός είναι και ο αριθμός των κληροδοτημάτων που διέπονται από ειδικούς όρους για την αξιοποίησή τους. Στον Δήμο Αθηναίων, υπάρχουν 692 καταχωρίσεις, από τις οποίες μόνο 299 αφορούν ιδιωτικά ακίνητα.
Με βάση τα δεδομένα στην ιστοσελίδα estia.minenv.gr του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που περιέχει τα χαρακτηρισμένα διατηρητέα κτίρια και τους παραδοσιακούς οικισμούς, μεγάλο μέρος των διατηρητέων κτιρίων της χώρας βρίσκεται στον Δήμο Αθηναίων. Πιο συγκεκριμένα 550 κτίρια βρίσκονται στην Πλάκα, 176 στο Θησείο, 141 στου Ψυρή, 140 στο Μεταξουργείο και 50 στο Μετς.
Υπάρχουν ακίνητα που περιλαμβάνονται και στις δύο βάσεις, είναι δηλαδή κηρυγμένα ως διατηρητέα και νεότερα μνημεία. Aλλά δεν υπάρχει διασύνδεση και επικοινωνία μεταξύ των φορέων που γνωμοδοτούν και εγκρίνουν τις παρεμβάσεις στα ακίνητα αυτά, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στις αδειοδοτήσεις και αυξημένο κόστος που ούτως ή άλλως συνεπάγεται η ανακατασκευή ενός τέτοιου ακινήτου.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ο ιδιοκτήτης ενός τέτοιου ακινήτου δικαιούται μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Η διάταξη αυτή δεν έχει λειτουργήσει και η εφαρμογή της, αν υπάρξει, σίγουρα δεν θα έχει άμεσα αποτελέσματα.
Στον Νόμο 3028 του 2002, αναγνωρίζεται επίσης το δικαίωμα επιχορήγησης ή και παροχής άλλων οικονομικών κινήτρων με βάση Προεδρικό Διάταγμα, που δεν έχει ακόμη – δεκαοκτώ χρόνια μετά – εκδοθεί.
Από νομολογία επίσης του ΣτΕ, προβλέπεται η «υπό προϋποθέσεις συμμετοχή του Δημοσίου ή του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης στις δαπάνες αποκατάστασης όταν αυτές υπερβαίνουν το εύλογο όριο» (πρβλ. ΣτΕ 85/2016 κ.ά.).
Από τα παραπάνω, γίνεται φανερή η ανάγκη ανάληψης συντονισμένης δράσης με βάση μία συγκροτημένη πολιτική. Στοιχεία εφαρμογής αυτής της πολιτικής πρέπει να είναι:
1) Θεσμικά μέτρα: Απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και των εγκρίσεων των μελετών αποκατάστασης και επανάχρησης. Ρυθμίσεις για την επίσπευση των εσωτερικών διαδικασιών δημοσίων φορέων, Ταμείων και Κληροδοτημάτων. Αμεση έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος που προβλέπεται στον Ν. 3028/2002.
2) Αδειοδοτήσεις: Δημιουργία υπηρεσίας μιας στάσης για τα δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια που χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα ή/και νεότερα μνημεία, σε συνεργασία των υπουργείων Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και των ΟΤΑ.
3) Για τα κτίρια ιδιοκτησίας Δημοσίου, ΟΤΑ, Ταμείων, Κληροδοτήματα: Οι φορείς αυτοί να θέσουν σε προτεραιότητα την αξιοποίηση των συγκεκριμένων ακινήτων, είτε μόνοι είτε σε συνεργασία με ιδιώτες, προωθώντας άμεσα τις μελέτες και τις σχετικές αδειοδοτήσεις.
4) Για τα ιδιωτικά κτίρια: Θέσπιση πιλοτικού προγράμματος τύπου «Εξοικονομώ» με επιδότηση έως 150.000 ευρώ και μέχρι το 50% του κόστους. Με 15.000.000 ευρώ θα μπορούσαν να καλυφθούν έως και 100 κτίρια.
5) Χρηματοδοτήσεις: Αξιοποίηση πόρων του νέου ΕΣΠΑ, νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, χαμηλότοκων δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Το θέμα έχει επανειλημμένα απασχολήσει το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΑΔΑΣ Τμήματος Αττικής, που εκφράζει τη βούληση να συμβάλει με εποικοδομητικές προτάσεις στον θεσμικό διάλογο. Οι αρχιτέκτονες έχουν το όραμα και την επιστημονική επάρκεια να φέρουν σε πέρας και να υλοποιήσουν τις εξειδικευμένες μελέτες για τα κτίρια αυτά, πάντα σε συνεργασία με τους μηχανικούς των λοιπών απαιτούμενων ειδικοτήτων. Μαζί τους θα εργασθούν πολλοί επαγγελματίες και προμηθευτές, δίνοντας προστιθέμενη αξία στις πόλεις και μία νέα ζωή σε αυτά τα υπέροχα κτίρια που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς.
Τζούλια Τσαλίκη
Πρόεδρος ΔΣ Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ)