Τα περίπτερα ανέκαθεν αποτελούσαν ένα ζωντανό στοιχείο της γειτονιάς και μαζί της αστικής ταυτότητας της πόλης. Ο χαρακτήρας τους είναι διαχρονικός. Η όψη τους που μεταβάλλεται μέσα στις δεκαετίες, τα αντικείμενα που εκφράζουν τα εκάστοτε κοινωνικά δρώμενα, οι ατάκες των περαστικών στον περιπτερά και η ιδιαίτερη σχέση του τελευταίου με τους κατοίκους της περιοχής, η ανοιχτή επικοινωνία με όσα συμβαίνουν στον δρόμο, στις εισόδους των πολυκατοικιών και στα πεζοδρόμια δημιουργούν συνολικά έναν χαρακτήρα ενεργό, η αξία του οποίου μένει αναλλοίωτη στον χρόνο.
Ο Ανδρέας Finch ήρθε στην Ελλάδα πριν από τριάντα τρία χρόνια, όταν ήταν πέντε χρονών. Η εικόνα που είχε τότε, ως παιδί, από τα περίπτερα της Αθήνας έχει χαραχτεί στη μνήμη του. Σήμερα, στο εργαστήρι του στο Παγκράτι δημιουργεί περίπτερα άλλων δεκαετιών σε μινιατούρες, με την όψη, τις λεπτομέρειες και τον χαρακτήρα που τα κάνουν ξεχωριστά.
Η Αθήνα ήταν αναμφίβολα μια ζωντανή πόλη και, κρίνοντας από αυτά που μας άφησε, αρκετά πιο όμορφη. Άλλωστε, όλες οι φωτογραφίες, από τις οποίες άντλησα τα στοιχεία των περιπτέρων μου, το αποδεικνύουν.
«Ήρθαμε στην Ελλάδα από τον Καναδά το 1988. Ήμουν πέντε χρονών, συνεπώς τα πάντα γύρω μου μού τραβούσαν την προσοχή. Η συνεχής ηλιοφάνεια, οι φάτσες των ανθρώπων, το παμπάλαια αυτοκίνητα που είχαν σημάδια από καφέ μίνιο, οι κολοκυθανθοί (αυτοί εδώ τρώνε λουλούδια!), τα κίτρινα τρόλεϊ με τις κεραίες τους, που ξέφευγαν, και, φυσικά, τα περίπτερα. Κι όλο αυτό επειδή, πολύ απλά, περνούσαμε πολλές ώρες ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο και μου έπαιρναν συνεχώς παγωτά για να μην γκρινιάζω. Συνεπώς, η παρουσία των περιπτέρων ήταν συνυφασμένη με κάτι ευχάριστο για μένα» λέει όσον αφορά την πρώτη επαφή.
«Στη συνέχεια, μεγαλώνοντας στο κέντρο της Αθήνας, γρήγορα συνειδητοποίησα πως τα περίπτερα στις γειτονιές, πέρα από την παροχή τσιγάρων, εφημερίδων και σοκοφρετών, αποτελούσαν πόλους επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Γύρω από αυτά μεταδίδονταν κάθε είδους γεγονότα (θάνατοι, γεννήσεις, γάμοι, διαζύγια, δικαστήρια) που αφορούσαν την εκάστοτε γειτονιά. Η παρουσία τους είχε μια βαρύτητα και μου φαινόταν ενδιαφέρουσα» συνεχίζει.
«Αισθητικά, μέχρι τα μέσα του 1990 τα περισσότερα περίπτερα διατηρούσαν στοιχεία από την αρχική τους δομή, η οποία πήγαινε αρκετές δεκαετίες πίσω. Βέβαια, η χρόνια χρήση και οι κατ’ ανάγκη παρεμβάσεις των περιπτεράδων τούς προσέδιδαν πολλές ιδιαιτερότητες που καθιστούσαν κάθε περίπτερο μοναδικό. Άλλο είχε κόκκινο τηλέφωνο, άλλο είχε ακόμα το παλιό γκρι βακελιτένιο Siemens, άλλο είχε σκαφτή ξύλινη βάση για να δέχεται τα κέρματα, άλλο τη νεότερη γυάλινη με κάποια διαφήμιση επάνω. Οι ιδιόχειρες σημειώσεις των περιπτεράδων θα μπορούσαν να στηρίξουν μια υπέροχη έκθεση από μόνες τους. Η λαογραφική αξία αυτών των περιπτέρων είναι ανεκτίμητη.