Γενναίες χαρακτηρίζει ο κ. Στέλιος Ψωμάς (Ενεργειακός Σύμβουλος – Σύμβουλος Συνδέσμου Εταιριών Φωτοβολταϊκών) τις επιδοτήσεις που προβλέπονται στο πρόγραμμα «Φωτοβολταϊκά στις Στέγες», εκτιμώντας ότι δίνουν σημαντικό κίνητρο στα νοικοκυριά για να στραφούν στην κάλυψη των αναγκών τους σε ρεύμα από τον ήλιο και, με αυτό τον τρόπο, να περιορίσουν κατακόρυφα τους λογαριασμούς ηλεκτρισμού.
Υπενθυμίζεται ότι χθες πραγματοποιήθηκε η προδημοσίευση του Οδηγού του προγράμματος από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να ξεκινήσουν την προετοιμασία για την υποβολή αίτησης. Στην περίπτωση των νοικοκυριών, θα επιδοτηθούν μόνο φωτοβολταϊκά που συνδυάζονται με μπαταρίες. Πρώτο βήμα για την προετοιμασία αποτελεί η διαστασιολόγηση του συστήματος, δηλαδή η επιλογή του φωτοβολταϊκού και της μπαταρίας με κατάλληλη ισχύ και χωρητικότητα, αντίστοιχα, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες του νοικοκυριού.
Επίσης, προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης στο πρόγραμμα είναι η υπογραφή σύμβασης σύνδεσης του συστήματος στο δίκτυο διανομής, κάτι που σημαίνει πως θα πρέπει να προηγηθεί αίτημα στο αντίστοιχο πληροφοριακό σύστημα του ΔΕΔΔΗΕ.
Μάλιστα, η διαδικασία αυτή μπορεί να υλοποιηθεί πριν από το άνοιγμα της πλατφόρμας για την υποβολή αίτησης επιδότησης, το οποίο σύμφωνα με το ΥΠΕΝ θα γίνει μέσα στον Απρίλιο. Επομένως, καθώς το κριτήριο υπαγωγής στο πρόγραμμα είναι η χρονική προτεραιότητα υποβολής, οι ενδιαφερόμενοι έχουν κάθε λόγο να συνάψουν όσο το δυνατόν συντομότερα τη σύμβασης σύνδεσης στο δίκτυο.
Το «φίλτρο» της παροχής ρεύματος
Υπενθυμίζεται ότι στα νοικοκυριά το πλαφόν για την ισχύ του φωτοβολταϊκού είναι τα 10,8 kW. Όπως επισημαίνει πάντως ο κ. Ψωμάς, μέσω της διαδικασίας σύναψης σύμβασης μπαίνει «ταβάνι» στην ισχύ ανάλογα με το είδος της παροχής ρεύματος της κατοικίας. Έτσι, για μονοφασικές παροχές, δίνεται πρόσβαση στο δίκτυο διανομής σε φωτοβολταϊκά έως 5 kW (κιλοβάτ), και πάνω από αυτό το όριο για τριφασικές παροχές.
Όπως συμπληρώνει, πάντως, το γεγονός αυτό δεν είναι περιοριστικό, καθώς θα πρέπει η ισχύς του φωτοβολταϊκού να ανταποκρίνεται στην κατανάλωση του νοικοκυριού. Κι αυτό γιατί με ένα μεγαλύτερο σύστημα από το ενδεδειγμένο (που θα κοστίζει και πιο ακριβά), ένα μέρος της «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής θα εγχέεται στο δίκτυο χωρίς πρακτικό αντίκρισμα για τον ιδιοκτήτη του.
Από την άλλη πλευρά, μια θετική ανατροπή στον Οδηγό (σε σχέση με τις πληροφορίες που κυκλοφορούσαν) είναι ότι υπάρχει ένα μόνο γενικό πλαφόν για τη χωρητικότητα της μπαταρίας, στις 10,8 κιλοβατώρες. Επομένως, αν π.χ. ένα νοικοκυριό καλύπτει τις ανάγκες του με ένα φωτοβολταϊκό 3 kW, θα μπορεί να επιλέξει μπαταρία μεγαλύτερη από 3 κιλοβατώρες, ώστε να αυξήσει τον ταυτοχρονισμό (δηλαδή το ποσοστό της κατανάλωσής του που θα καλύπτει με ρεύμα από τον ήλιο, αξιοποιώντας σε μεγαλύτερο βαθμό αποθηκευμένη ενέργεια στην μπαταρία).
Νοικοκυριό με τυπική κατανάλωση
Σύμφωνα με τον κ. Ψωμά, ένα φωτοβολταϊκό 3 kW αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση για ένα νοικοκυριό με τυπική κατανάλωση (4.500 kWh) το οποίο χρησιμοποιεί ηλεκτρικό θερμοσίφωνα για ζεστό νερό χρήσης. Το σύστημα αυτό καλό θα είναι να συνδυαστεί με μία μπαταρία 5 κιλοβατώρων, και όχι 3 kWh, ώστε να ενισχυθεί ο ταυτοχρονισμός.
Στο σχετικό παράδειγμα που έχει επεξεργαστεί ο ενεργειακός σύμβουλος, λαμβάνεται ως υπόθεση ότι ο δικαιούχος έχει ατομικό εισόδημα μικρότερο από 20.000 ευρώ ή οικογενειακό εισόδημα μικρότερο από 40.000 ευρώ. Επομένως η μπαταρία επιδοτείται κατά 100% και το φωτοβολταϊκό κατά 35% (αφού έχει ισχύ έως 5 kW).
Η σύμβαση συμψηφισμού (net-metering) που υπογράφεται με τον πάροχο ρεύματος θα έχει διάρκεια 25 έτη. Επίσης, η δεύτερη υπόθεση στο παράδειγμα είναι ότι στα μισά του χρόνου ζωής του συστήματος, αντικαθίσταται η μπαταρία από μία καινούργια.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το σύστημα θα κοστίσει περί τα 11.500 ευρώ, από τα οποία η επιδότηση θα καλύψει τα 6.400 ευρώ. Την υπόλοιπη δαπάνη, ύψους 5.100 ευρώ, θα πρέπει να καλύψει το νοικοκυριό με ίδια κεφάλαια, καθώς για τέτοια μικρά συστήματα η επένδυση γίνεται αντιοικονομική αν προσφύγει κανείς σε τραπεζικό δανεισμό, λόγω του επιτοκίου.
Σε αυτή την περίπτωση, το σύστημα θα αποσβεστεί στα 6 έτη, από την οικονομία στους λογαριασμούς ρεύματος. Στα υπόλοιπα 19 έτη της σύμβασης net-metering, το κέρδος από την εξοικονόμηση θα ανέλθει σε 18.150 ευρώ.
Δικαιούχος με υψηλή κατανάλωση
Στο σενάριο ενός νοικοκυριού που χρησιμοποιεί αντλίες θερμότητας ή έχει ηλεκτρικό αυτοκίνητο, η ετήσια κατανάλωση αγγίζει τις 15.000 kWh. Τότε, θα πρέπει να επιλέξει φωτοβολταϊκό μέγιστης επιδοτούμενης ισχύος (10 kW) και μπαταρία μέγιστης χωρητικότητας (10 kWh).
Το κόστος θα ανέλθει στα 22.000 ευρώ, ενώ αν ο δικαιούχος έχει ατομικό εισόδημα μικρότερο από 20.000 ευρώ ή οικογενειακό εισόδημα μικρότερο από 40.000 ευρώ, η επιδότηση αγγίζει τα 11.700 ευρώ. Επομένως, θα χρειαστεί να καλψει 10.300 ευρώ με ίδια κεφάλαια.
Η υψηλή κατανάλωση σημαίνει και υψηλή τιμή χρέωσης ρεύματος και, κατά συνέπεια, πιο «φουσκωμένους» λογαριασμούς. Επομένως, με την τοποθέτηση του φωτοβολταϊκού και της μπαταρίας, είναι μεγαλύτερη και η οικονομία.
Ως συνέπεια, η απόσβεση της επένδυσης γίνεται στα 3 χρόνια, ενώ στα υπόλοιπα 22 έτη η εξοικονόμηση χρημάτων από τους λογαριασμούς ρεύματος «μεταφράζεται» σε καθαρό κέρδος 89.200 ευρώ.
Τα ευάλωτα νοικοκυριά
Στην περίπτωση ενός νοικοκυριού που είναι δικαιούχος του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου, θα χρειαστεί να καλυφθεί και πάλι η τυπική κατανάλωση ρεύματος, δηλαδή απαιτείται και πάλι ένα φωτοβολταϊκό 3 kW και μία μπαταρία 5 κιλοβατώρων. Το κόστος παραμένει το ίδιο, στα 11.500 ευρώ, ωστόσο η επιδότηση είναι υψηλότερη, αγγίζοντας τα 8.050 ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι μειώνεται και το ποσό που θα καλυφθεί από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, στα 3.450 ευρώ. Βέβαια, ακόμη και αυτή η περιορισμένη ίδια δαπάνη δεν είναι δεδομένο ότι μπορεί να καλυφθεί από κάθε ευάλωτο νοικοκυριό.
Αν πάντως ένας δικαιούχος του ΚΟΤ διασφαλίσει την ίδια συμμετοχή, θα κάνει ελαφρώς πιο γρήγορη απόσβεση του συστήματος (στα 4,1 έτη), σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά. Κατά συνέπεια, θα έχει και μεγαλύτερο καθαρό κέρδος, στα υπόλοιπα 20,9 χρόνια της σύμβασης, το οποίο θα ανέλθει 19.800 ευρώ.