Συμπληρώνονται φέτος στις 17 Σεπτεμβρίου 25 χρόνια από την είσοδο του πρώτου κυβικού μέτρου (ρωσικού) φυσικού αερίου στη χώρα μας.
του Σπύρου Παλαιογιάννη*
Ο γράφων είχε την τιμή να είναι εκείνη τη στιγμή επικεφαλής της ενιαίας (τότε) ΔΕΠΑ και έχοντας συμμετάσχει διαχρονικά στις εξελίξεις δημιουργίας της υποδομής και της ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς του αερίου από υψηλόβαθμες θέσεις στην εταιρία μέχρι το 2015 (οπότε και αποχώρησε ως Διευθύνων Σύμβουλος για δεύτερη φορά), αισθάνεται την ανάγκη να καταγράψει τις σκέψεις του κάνοντας μιας σύντομης αποτίμησης του παρελθόντος και σκιαγραφώντας το μελλοντικό ρόλο του φυσικού αερίου στην Ελλάδα, υπό το πρίσμα των σημερινών προκλήσεων της ενεργειακής μετάβασης και της κλιματικής αλλαγής.
Μια σύντομη αποτίμηση του παρελθόντος
Στη δεκαετία του ’90 ολοκληρώθηκε από την ενιαία τότε ΔΕΠΑ η πρώτη φάση της κατασκευής της υποδομής φυσικού αερίου (κεντρικός αγωγός και κλάδοι, καθώς και ο τερματικός σταθμός LNG στη Ρεβυθούσα) και έτσι η Ελλάδα εισήγαγε το πρώτο κυβικό μέτρο φυσικού αερίου το Σεπτέμβριο του 1996 και το πρώτο κυβικό μέτρο LNG το Φεβρουάριο του 2000.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι προσπάθειες στράφηκαν κυρίως σε τρεις κατευθύνσεις:
α) στην επέκταση της βασικής υποδομής στην ηπειρωτική χώρας και στην κατασκευή των δικτύων διανομής σε αστικές και βιομηχανικές περιοχές,
β) στην ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου μέσω πωλήσεων αερίου αρχικά από τη ΔΕΠΑ και τις ΕΠΑ, και από το 2010 (που πρακτικά αρχίζει η απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς αερίου) από άλλους παίκτες (Μυτιληναίος ΑΕ, Prometheus Gas κλπ.),
β) στη διασφάλιση της παρουσίας της χώρας μας στο ενεργειακό γίγνεσθαι της ευρύτερης περιοχής και την ενεργή συμμετοχή της σε διεργασίες που έχουν σχέση με τη διπλωματία των αγωγών που διασχίζουν την ΝΑ Ευρώπη και φυσικά της χώρα μας.
Χάρις στην πολύπλευρη συνεργασία και συμμετοχή εκατοντάδων Ελλήνων επιστημόνων, χιλιάδων τεχνικών, ελευθέρων επαγγελματιών και εργαζομένων διαφόρων ειδικοτήτων, στη ΔΕΠΑ, στις εταιρίες που δημιουργήθηκαν μετέπειτα, στις εταιρίες του κατασκευαστικού και του μελετητικού κάδου, στον τομέα παραγωγής συναφούς εξοπλισμού και στην πλευρά των καταναλωτών αερίου, (βιομηχανικές επιχειρήσεις, εταιρίες ηλεκτροπαραγωγής κλπ.), δημιουργήθηκε και λειτούργησε άψογα στα χρόνια που πέρασαν μια από τις μεγαλύτερες ενεργειακές επενδύσεις μεταπολεμικά. Μια άρτια, υψηλών προδιαγραφών υποδομή, αξίας αρκετών δις Ευρώ, που άλλαξε την ενεργειακή εικόνα της χώρας μας. Για του λόγου το αληθές αρκεί μια ματιά μόνο στο τίμημα των 733 εκ Ευρώ που προσέφερε πρόσφατα η Italgas για την απόκτηση της ΔΕΠΑ Υποδομών, τα asset της οποίας αποτελούν τμήμα μόνον της όλης υποδομής αερίου.
Η εισαγωγή και η σταδιακή αύξηση της χρήσης του φυσικού αερίου σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές και κατηγορίες κατανάλωσης σε συνδυασμό και με την κατασκευής του TAP και του IGB είχε πολλαπλές θετικές επιπτώσεις για τα ενεργειακά πράγματα της χώρας μας, την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
- ο εξορθολογισμός του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας, με την ένταξη μιας ιδιαίτερα αποδοτικής και φιλικής προς το περιβάλλον μορφής ενέργειας
- η διασφάλιση της ομαλής και απρόσκοπτης ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας, ακόμη και σε συνθήκες κρίσεων, κυρίως λόγω της ύπαρξης του στρατηγική σημασίας σταθμού LNG στη Ρεβυθούσα, όπως αποδείχθηκε στη πράξη πολλές φορές
- η σημαντική συμβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας και στην δημιουργία χιλιάδων θέσεων απασχόλησης, πολλές από τις οποίες είναι μόνιμες
- η συμβολή στη δημιουργία ενός αξιόλογου cluster δορυφορικών παραγωγικών και λοιπών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών, καθώς και στην ανάπτυξη αρκετών συναφών επαγγελμάτων και εγχώριας τεχνογνωσίας
- η σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και άλλων ρυπαντών (πχ οξειδίων του θείου και του αζώτου) στις πόλεις και στις βιομηχανικές περιοχές σε σχέση με την προ-υπάρχουσα κατάσταση
- η συμβολή στον εκσυγχρονισμό πολλών βιομηχανικών, βιοτεχνικών και επαγγελματικών διεργασιών και εγκαταστάσεων, γεγονός που συνέβαλε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας πολλών παραγωγικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας
- η δημιουργία προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση της Ελλάδας ως πύλης εισόδου και μεταφοράς αερίου αγωγού και LNG προς χώρες των Βαλκανίων και της ΝΑ Ευρώπης
- η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών και ευκαιριών για ανάπτυξη επιχειρηματικών συνεργασιών και επενδυτικών σχεδίων εντός και εκτός Ελλάδας, που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας των εγχώριων εταιριών φυσικού αερίου για τους μετόχους τους και, ταυτόχρονα, την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και του γεωπολιτικού κύρους της χώρας μας.
Το φυσικό αέριο και οι προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης και της κλιματικής αλλαγής
Τα τελευταία 2-3 χρόνια ωστόσο, πολλά έχουν αλλάξει από αυτά που επικρατούσαν στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, ή ακόμη και της πρώτης δεκαπενταετίας του 21 αιώνα, όταν το φυσικό αέριο εθεωρείτο καύσιμο επιλογής και η ζήτησή του αυξανόταν ραγδαία διεθνώς, όπως και στη χώρα μας.
Η συνειδητοποίηση των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ανάγκασε την παγκόσμια κοινότητα να υιοθετήσει τη Συνθήκη του Παρισίου το 2016, με στόχο η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη να μην ξεπεράσει τους 2 0C (και αν είναι δυνατόν τους 1,5 0C) μέχρι τo 2050 αφενός και αφετέρου να επιτευχθεί ισοζύγιο στους εκπεμπόμενους και τους τεχνικά απομακρυνόμενους/δεσμευόμενους ρύπους, όσο το δυνατό πιο σύντομα στο δεύτερο μισό του 21ου αιώνα (net zero target).
Στα πλαίσια αυτά, Η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της, υιοθετούν πολιτικές ενίσχυσης της χρήσης καθαρότερων μορφών ενέργειας (ΑΠΕ), επιδιώκοντας τη δραστική μείωση των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050, μέσω της ενίσχυσης της έρευνας και ανάπτυξης περιβαλλοντικά φιλικών ενεργειακών τεχνολογιών και επενδύσεων (European Green Deal) .
Οι νέες αυτές συνθήκες της ενεργειακής μετάβασης προς μια οικονομία με λιγότερο άνθρακα στις δεκαετίες που έρχονται, δημιουργούν εντελώς νέες δεδομένα και νέες προκλήσεις για τη βιομηχανία του αερίου (που αγγίζουν ακόμη τα όρια της επιβίωσή της μακροπρόθεσμα) και το φυσικό αέριο ως καύσιμο. Οι διεθνείς οργανισμοί και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν στηρίζουν και δεν χρηματοδοτούν πλέον νέες επενδύσεις φυσικού αερίου. Το επιχείρημα ότι το φυσικό αέριο είναι το φιλικότερο προς το περιβάλλον ορυκτό καύσιμο δεν είναι πλέον αρκετό και οι εταιρίες του κλάδου υιοθετούν πλέον στρατηγικές μείωσης του ανθρακικού τους αποτυπώματος κατά μήκος όλης της αλυσίδας αξίας, με συνεργατικές πολιτικές ανάπτυξης και χρήσης βιομεθανίου, συνθετικού αερίου και υδρογόνου, αλλά και πολιτικές δέσμευσης και υπόγειας αποθήκευσης των εκπεμπόμενων αερίων ρύπων.
Παρόλη όμως την πιεστική αναγκαιότητα να δρομολογηθούν αποτελεσματικές στρατηγικές ενεργειακής μετάβασης και αντιμετώπισης της της κλιματικής αλλαγής με δραστική μείωση των αερίων του θερμοκηπίου στις δεκαετίες που έρχονται, υπάρχει διεθνώς κάποιο παράδοξο σε σχέση με το φυσικό αέριο, που από πλευράς ορισμένων γραφειοκρατών διεθνών οργανισμών και φανατικών περιβαλλοντολόγων και ένθερμων υποστηρικτών των ΑΠΕ, αγγίζει μερικές φορές τα όρια της πολεμικής και του παραλόγου.
Έχοντας πάντα κατά νουν ότι το φυσικό αέριο είναι ορυκτό καύσιμο, που ευθύνεται (έστω και μειωμένα σε σύγκριση με άλλα ορυκτά καύσιμα) για εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και ταυτόχρονα ότι είναι εισαγόμενο και συγκυριακά ακριβό όπως συμβαίνει σήμερα, θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε κατωτέρω γιατί η πολεμική και η παντελώς αρνητική στάση απέναντι στο συγκεκριμένο καύσιμο είναι λανθασμένη και ανεδαφική, ειδικά για την περίπτωση της χώρας μας.
Η στιγμή της συμφωνίας ΔΕΠΑ, GAZPROMEXPORT και BULGARGAS λίγες 24ωρα πριν ανοίξουν οι βάνες για να εισέλθει το πρώτο κυβικό αερίου στην Ελλάδα
Ο ρόλος του φυσικού αερίου στα πλαίσια της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα
Υπάρχει μια πραγματικότητα που ορισμένοι θέλουν να αγνοούν ηθελημένα ή μη: οι ΑΠΕ, από την ίδια τη φύση της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, δεν είναι διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή και επομένως έχουν ανάγκη από την back-up στήριξη κάποιου άλλου καυσίμου. Το καύσιμο αυτό κατά γενική παραδοχή δεν είναι άλλο από το φυσικό αέριο. Οι πολέμιοι λοιπόν του φυσικού αερίου, ακόμη και οι καλόπιστοι εξ αυτών που θεωρούν ότι θα επιβραδύνει την καθολική διείσδυση και χρήση των ΑΠΕ, δεν έχουν δίκιο υιοθετώντας αρνητική στάση απέναντί του.
Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι βρισκόμαστε ακόμη πάρα πολύ μακριά από μια μαζική «απανθρακοποίηση» της ελληνικής οικονομίας και ότι ένα πολύ φιλόδοξο και πλημμελώς μελετημένο σχέδιο ενεργειακής μετάβασης στηριζόμενο μόνον στις ΑΠΕ θα είχε σοβαρούς κινδύνους για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας, ενώ, ακόμη χειρότερα, μια βίαιη τέτοια μετάβαση θα είχε επιπρόσθετα και ένα δυσβάσταχτο (αν όχι καταστροφικό) κόστος για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Κατά την άποψή μας ένας τέτοιος υπερ-φιλόδοξος σχεδιασμός ίσως αποδειχθεί ότι είναι η εντός των λίγων επόμενων ετών απολιγνιτοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας μας και η υποκατάστασή τους με εναλλακτικές λύσεις, η ωριμότητα και η έγκαιρη υλοποίηση των οποίων μέλλει ακόμη να αποδεχθεί.
Κατά συνέπεια απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και σοβαρότητα στην εκπόνηση ενός καλά μελετημένου Ελληνικού Σχεδίου Ενεργειακής Μετάβασης με ρεαλιστικές στρατηγικές επιλογές και αποτελεσματικές πολιτικές από τα θεσμοθετημένα όργανα της χώρας, με τη συμμετοχή όλων των άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενων οικονομικών και κοινωνικών φορέων.
Στα πλαίσια αυτού του Σχεδίου Μετάβασης, το φυσικό αέριο κατά την άποψη του γράφοντος θα πρέπει να εξακολουθήσει να παίζει σημαντικό ρόλο ως μεταβατικό καύσιμο και καύσιμο στήριξης της ασυνέχειας των ΑΠΕ και στις επόμενες 2-3 δεκαετίες, γιατί ακριβώς μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά και με λογικό κόστος στην μείωση των αερίων θερμοκηπίου, ιδιαίτερα όπου υποκαθιστά πιο ρυπογόνα καύσιμα.
Οι παίκτες της ενεργειακής αγοράς στη χώρα μας φαίνεται ότι δείχνουν μεγαλύτερη ψυχραιμία και ωριμότητα, αφού μέσα σε ένα σχεδόν εχθρικό επιχειρησιακό και χρηματοδοτικό περιβάλλον, γεμάτο από ενεργειακές, περιβαλλοντικές και ρυθμιστικές αβεβαιότητες, τολμούν και αποφασίζουν αυτή την περίοδο νέες επενδύσεις και εξαγορές εταιριών αερίου (αγωγοί αερίου, σταθμοί LNG, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο, εξαγορά της ΔΕΠΑ Υποδομών κλπ.), έχοντας προφανώς προσδοκίες εκμετάλλευσής τους για τα επόμενα 15-20 χρόνια τουλάχιστον.
Αυτή είναι ίσως η καλύτερη απάντηση στους πολέμιους του φυσικού αερίου, που δείχνουν να μην κατανοούν τι θα σήμαινε για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με χρόνια οικονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα και με περιορισμένους οικονομικούς πόρους, μια άκαιρη και βίαιη απαξίωση παγίων φυσικού αερίου πολλών δις ευρώ, που μπορούν να είναι χρήσιμα και στις επόμενες δεκαετίες κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης.
Η ενεργειακή μετάβαση είναι επικίνδυνο να αποτελέσει ένα απλό ευχολόγιο, συνοδευόμενο από τη διοχέτευση πόρων σε λύσεις και τεχνολογίες «απανθρακοποίησης» των οποίων η ωριμότητα και η οικονομική τους βιωσιμότητα δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις.
Συμπερασματικά, θα θέλαμε να επαναλάβουμε ότι η μετάβαση προς μια ελληνική οικονομία με λιγότερο άνθρακα θα πρέπει να βασιστεί σε συγκεκριμένο ρεαλιστικό σχέδιο και να υλοποιηθεί με αποτελεσματικότητα και κυρίως με το μικρότερο δυνατό κόστος. Το φυσικό αέριο όχι μόνον θα πρέπει να αποτελέσει μέρος αυτού του σχεδίου μετάβασης, αλλά η χώρα μας θα πρέπει ταυτόχρονα να εντείνει εδώ και τώρα τις προσπάθειες για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων αερίου που πιθανότατα υπάρχουν νοτίως της Κρήτης, όπως επιλέγουν να κάνουν και άλλες χώρες για να διασφαλίσουν το μέλλον τους, στις δύσκολες συνθήκες του παγκόσμιου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος.
* ο κ. Σπύρος Παλαιογιάννης είναι Managing Partner της MEDGAS & MORE SERVICES LTD και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ ΑΕ