Σημεία της Αθήνας που συνήθως προσπερνάμε χωρίς να ρίξουμε πάνω τους το βλέμμα μας αναδεικνύει η διεθνής αρχιτεκτονική δράση Open House Athens η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 31 Μαρτίου και την 1η Απριλίου. Ο θεσμός επιστρέφει για πέμπτη χρονιά στην Αθήνα με δωρεάν ξεναγήσεις σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, κατοικίες, εκπαιδευτικούς και πεαγγελματικούς χώρους, χώρους πολιτισμού και ξενοδοχεία.
Στο φετινό πρόγραμμα του Open House οι επισκέπτες θα έχουν την δυνατότητα να ξεναγηθούν σε 95 κτήρια από τους 500 εθελοντές του. Η είσοδος είναι ελεύθερη για όλους και δεν χρειάζεται κράτηση για τις ξεναγήσεις. Αρκεί βέβαια το κοινό να βρίσκεται στους χώρους εντός των ωρών λειτουργίας τους.
Πέρα από την κεντρική δράση των Open Tours, οι επισκέπτες θα έχουν την δυνατότητα να γνωρίσουν την αρχιτεκτονική της πόλης μέσω οργανωμένων ξεναγήσεων (Open Bike), να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς όπως το Open Photo και να μάθουν για την δημιουργική και παραγωγική κοινότητα της πόλης μέσα από το Made in Athens. Για τους μικρούς φίλους, θα υπάρχει το Open Junior με εργαστήρια και στόχο τη γνωριμία των παιδιών με την αρχιτεκτονική.
Τα «Νέα», φέρνουν στο φως την ιστορία πέντε από τα κτήρια που συμμετέχουν στο φετινό Open House και παραμένουν σχεδόν κρυμμένα για τους περαστικούς της Αθήνας και του Πειραιά.
ΜΕΓΑΡΟ ΜΕΤΑΞΑ
Ο Πειραιάς κοσμείται σήμερα από πολλά κτίρια του Τσίλλερ, ιδιαίτερα στην περιοχή της Καστέλλας, τα οποία διαθέτουν μία ιδιαίτερη κομψότητα λόγω των διακοσμητικών στοιχείων που ο αρχιτέκτονας επέλεγε να τοποθετεί τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά των κτιρίων.
Ένα απ’ αυτά είναι το Μέγαρο Μεταξά, σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Έρνεστ Τσίλλερ. Οικοδομήθηκε το 1897-1899 και αποκαταστάθηκε πλήρως το 2001-2005, από το αρχιτεκτονικό γραφείο A&M Architects Μαυρολέων-Παπαοικονόμου, σε στατική μελέτη, εφαρμογή & γενική επίβλεψη των πολιτικών μηχανικών Άρη Δημητρίου – Όμηρου Ιωακειμίδη.
Στις όψεις του κτιρίου μπορούμε να διακρίνουμε τις λεπτομέρειες των διακοσμητικών στοιχείων ακόμα και στις αντηρίδες του μπαλκονιού. Τα ιδιαίτερα χρώματα που κυριαρχούν στους εξωτερικούς τοίχους, τα εντυπωσιακά αγάλματα στο δώμα, οι φοίνικες, τα μπαλκόνια με τις παραστάδες, τα περίτεχνα κιγκλιδώματα και οι εντυπωσιακοί εξώστες είναι χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του Τσίλλερ. Ακόμα αν παρατηρήσετε στο σώμα του κτιρίου είναι ενσωματωμένες πηγές φωτισμού, προσδίδοντας στο κτίριο μια ιδιαίτερη λάμψη το βράδυ. Αξιοπρόσεχτη λεπτομέρεια αποτελεί το οικόσημο της οικογένειας Μεταξά στο κιγκλίδωμα της εξωτερικής αυλόπορτας, όπου αναγράφονται τα αρχικά του Σπυρίδωνα Α. Μεταξά
Η έπαυλη έχει τρείς ορόφους καθώς διαθέτει και υπόγειο. Το ισόγειο και το υπόγειο λειτουργούσαν ως κατάστημα. Μέρος του ισογείου θα δούμε κατά την έξοδό μας από την έπαυλη. Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως το κτίριο δεν χρησιμοποιείται πλέον σαν κατοικία. Μετά την στέγαση της οικογένειας Μεταξά, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα διαφόρων επιχειρήσεων και σχολών όπως για παράδειγμα για τη στέγαση των Μηχανικών και Ηλεκτρολόγων των Ναυτικών σχολών (Αναξαγόρας). Έχει υπάρξει στο παρελθόν και γνωστό ιδιωτικό νηπιαγωγείο.
Ο Σπύρος Μεταξάς ίδρυσε (το 1888) το πρώτο εργοστάσιο κονιακοποιίας στο λιμάνι του Πειραιά. Στην οικία αυτή πέρασε μέρος της παιδικής του ηλικίας και ο διάσημος Έλληνας ζωγράφος, Γιάννης Τσαρούχης, για τον οποίο ο ζωγραφικός διάκοσμος στα ταβάνια και σους τοίχους της οικίας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης. Η κατοικία έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Γενικά η έπαυλη βρίσκεται σε ένα από τα καλύτερα σημεία του Πειραιά αν και πλέον η θέα προς την θάλασσα είναι δύσκολη καθώς έχουν υψωθεί πολλές πολυκατοικίες. Στο κτίριο υλοποιούνται διάφορες κατασκευές με στόχο την επαναφορά του στο αρχικό σχέδιο. Προηγουμένως στέγαζε καφετέρια και κατάστημα στο ισόγειο και πρώτο όροφο και η στέγη είχε αφαιρεθεί. Ενώ, λόγω των μεγαλύτερων απαιτήσεων του καταστήματος σε φορτία, η πλάκα μεταξύ πρώτου και ισογείου είχε ενισχυθεί με μεταλλικό σκελετό.
Βλέπουμε ότι υπάρχει μια συνεχόμενη ροή στην κυκλοφορία του κτιρίου. Οι δύο όροφοι είναι ίδιοι. Οι υγροί χώροι του κτιρίου είναι τοποθετημένοι στο πίσω κομμάτι του. Μπορούμε να δούμε τις τοιχογραφίες και τα ιδιαίτερα χρώματα που έχει χρησιμοποιήσει ο Τσίλλερ στα ταβάνια. Οι μεγάλοι χώροι και διάδρομοι του κτιρίου του δίνουν την δυνατότητα να στεγάσει οποιαδήποτε λειτουργία και δραστηριότητα αν και πλέον το κτίριο προβλέπεται για στέγαση γραφειακών και εμπορικών χρήσεων.
ΕΠΑΥΛΗ ΖΟΥΡΑ
Η Έπαυλη Ζούρα κτίστηκε το 1872. Παραμένει άγνωστος ο αρχιτέκτων, παρόλο που έχει αποδοθεί στον Θεόφιλο Χάνσεν (1813-1891). Πέρασε από την οικογένεια Βουδούρη στον Ι. Τρικούπη και έπειτα στην οικογένεια Ζούρα, ενώ σήμερα είναι ιδιοκτησία της εταιρίας «ΚΛΕΛΙΑΣ ΕΣΤΕΪΤ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ Μ. ΕΠΕ.» και χρησιμοποιείται ως κατοικία. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή εξοχική κατοικία. Είναι διώροφη, με υπόγειο, υπερυψωμένο ισόγειο, όροφο και σοφίτα. Η κάτοψή της είναι σχεδόν ορθογωνική, με έναν ημικυκλικό όγκο και ένα γωνιαίο πύργο. Ο χαρακτηριστικός γωνιαίος πύργος με την οξυκόρυφη στέγη του καθόριζε λειτουργικά την θέση του κεντρικού κλιμακοστασίου της κατοικίας. Ενδεχομένως, να εισήχθη ως μορφολογικό στοιχείο από τον Ε. Τσίλλερ.
Το φεουδαρχικό αυτό σύμβολο αποτέλεσε τότε (μετά το 1870) αρχιτεκτονικό νεωτερισμό και συνδέεται και με την ενθρόνιση του βασιλέως Γεωργίου Α΄ (1845-1913). Η πρόσβαση στο εσωτερικό του κτηρίου τονίζεται από ημικυκλικό περιστύλιο, το οποίο πλαισιώνεται πλευρικά από καμάρες. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται ένας υπαίθριος χώρος για τη σταδιακή, θεαματική είσοδο στο αρχοντικό, καθώς και ο εξώστης στον όροφο. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο και περνώντας τις δύο διαδοχικές πόρτες, οι οποίες θυμίζουν διαμόρφωση ανεμοφράκτη, ο επισκέπτης βρίσκεται στο χολ που οδηγεί στη σάλα, την τραπεζαρία και την κουζίνα. Στον όροφο η διάταξη των δωματίων είναι ίδια με αυτή του ισογείου. Εκεί υπάρχουν τρία υπνοδωμάτια. Στο υπόγειο βρίσκονται οι αποθηκευτικοί και οι βοηθητικοί χώροι. Ως προς την αρχιτεκτονική, η Έπαυλη Ζούρα κατατάσσεται στην κατηγορία των πυργοειδών – μεσαιωνικών επαύλεων με έντονα στοιχεία νέο-μπαρόκ. Συγκεκριμένα, οι επιρροές γαλλικού μπαρόκ1 εντοπίζονται στο περιστύλιο με τις μαρμάρινες κολώνες, στις μαρμάρινες σκάλες με τις κυκλικές απολήξεις και στη σοφίτα με το κυκλικό τόξο.
ΒΙΛΑ ΚΑΖΟΥΛΗ
Ο Παναγιώτης Αριστόφρων (1879-1942), φανατικός αρχαιολάτρης, δεύτερος σύζυγος της Ιωάννας Καζούλη , μετά από οκτώ και πλέον αιώνες δημιουργήσε στην βίλα Καζούλη της Κηφισιάς ένα κέντρο φιλοσοφικών διαλόγων. Ο Αριστόφρων, άνθρωπος με μεγάλη και πολύπλευρη μόρφωση και χάρη στην προσωπική περιουσία της συζύγου του, ξεκίνησε έρευνες για τον ανακάλυψη της θέσης της Ακαδημίας Πλάτωνος. Η ανασκαφή αυτή άρχισε στα 1929, με πρωτοβουλία του. Από αγάπη και θαυμασμό για την αρχαιότητα κινημένος ο Αριστόφρων, έδωσε τα μέσα να ερευνηθεί αρχικά ο χώρος της Ακαδημίας Πλάτωνος. Τις ανασκαφές τις διηύθυνε ο ίδιος, από τα 1929 έως το 1939 που έγιναν εν ονόματι της Ακαδημίας Αθηνών, με τη συνεργασία κυρίως των αρχαιολόγων, Γ. Οικονόμου, Κ.Κουρουνιώτη, Ι. Θρεψιάδη και Φ. Σταυρόπουλου. Ο αρχαιολόγος-αρχιτέκτων Ι. Τραυλός έκαμε και τα αρχιτεκτονικά σχέδια των ανασκαφών.
Ορμητήριο του ζεύγους Π.Αριστόφρονος ήταν η θερινή κατοικία τους στην Κηφισιά, η γνωστή βίλα Καζούλη (σημειωτέον ότι το έργο αυτό είναι αγνώστου αρχιτέκτονος). Τις μελέτες, έρευνες και συνεργασίες του ο Αριστόφρων τις πραγματοποιούσε βυθισμένος μέσα στους χώρους της πολύτιμης βιβλιοθήκης του, που, όπως λέγεται, απαρτιζόταν από σπάνια φιλοσοφικά και άλλα έργα.
Η βίλα αυτή – που κτίστηκε την τελευταία δεκαετία του 1890 – είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο εξοχικό κτίσμα της Κηφισιάς. Η δομημένη επιφάνειά της καταλαμβάνει 2. 257,00 μ2. και κτίστηκε σε κτήμα εκτάσεως 48 περίπου στρεμμάτων. Αναπτύσσεται σε τέσσερα επίπεδα, δύο υπόγεια, ισόγειο και δώμα. Εντύπωση προκαλεί το ιδιόμορφο σχήμα της κάτοψής της: η διάταξή της είναι μία ορθή γωνία της οποίας οι δύο κάθετες ίσες πλευρές – βόρεια και νότια πτέρυγα – συνδέονται με τον εντυπωσιακό κεντρικό τρούλο. Ουσιαστικά όμως η όλη σύνθεσή της είναι συμμετρική ως προς τη διχοτόμο της ορθής γωνίας. Η είσοδος της βίλας είναι τοποθετημένη στη γωνία του κτίσματος – λύση που συνηθιζόταν στα παλιά σπίτια της εποχής. Γενικά όμως το σχήμα και η θέση της βίλας καθορίστηκαν από την επιδίωξη του αρχιτέκτονα να στρέψει όλη την κατοικία προς τη θέα του κτήματος και στην επιθυμία οι πελάτες του να απολαμβάνουν, το μοναδικό Κηφισιώτικο ηλιοβασίλεμα.
Στην αρχιτεκτονική ποικιλία των παλαιών επαύλεων της Κηφισιάς η βίλα Καζούλη είναι το μοναδικό «παλλαντιανής» αρχιτεκτονικής μορφολογίας κτίσμα. Το συνταίριασμα του εντυπωσιακού Αναγεννησιακού τρούλου, που καλύπτει το χολ της εισόδου με τα κλασικά αρχιτεκτονικά πρότυπα (καμπύλο πρόπυλο με κίονες τοσκανο-δωρικής μορφής, περιστύλια, τύμπανα, ανθέμια, παραστάδες με ιονικά επίκρανα κ.λπ.) της εξωτερικής μορφής της βίλας μας παραπέμπουν στα αριστουργήματα των επαύλεων του αρχιτέκτονα Αντρέα Παλλάντιο (1508-1580) και ειδικότερα στη γνωστή βίλα Ροτόντα (156601570) στη Βιτσέντζα της Ιταλίας.
Η είσοδός της βίλας Ροτόντα οδηγεί σε ένα κυκλικό χολ με εξώστη ακριβώς κάτω από τον τρούλο, στοιχείο που συναντάμε και στη βίλα Καζούλη με τη διαφορά ότι το χόλ και ο εξώστης στη βίλα Καζούλη είναι οκταγωνικοί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αισθητική της αρχιτεκτονικής της βίλας Ροτόντα ήταν ένα νέο ξεκίνημα στο σχεδιασμό των κατοικιών του τύπου αυτού στα τέλη του 16ου αιώνα και έτυχε γενικής αποδοχής σε όλη την Ευρώπη.
Για την Κηφισιά, η βίλα Καζούλη, είναι, όπως προαναφέρθηκε, το μοναδικό «παλλαντιανής» αρχιτεκτονικής μορφολογίας κτίσμα, ανάμεσα στην πανσπερμία των αρχιτεκτονικών ρυθμών που συναντάμε στη Κηφισιά. Γι΄αυτό, πολύ πετυχημένα νομίζω, ο Βρετανός συγγραφέας-δημοσιογράφος Sir Osbert Lancaster (1908-1986) γνώστης της αρχιτεκτονικής μορφολογίας και ρυθμολογίας χαρακτηρίζει την Κηφισιά ως “ένα προάστιο μοναδικό και συγχρόνως «μουσείο» των πιο επιδεικτικών και εκκεντρικών δειγμάτων αρχιτεκτονικής που δεν έχει το ταίρι του στην Ευρώπη.”
ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ
Η σχολή Ναυτικών Δοκίμων είναι η αρχαιότερη σχολή του κράτους. Οι πρώτες προσπάθειες για την ίδρυση της σχολής έγιναν τη δεκαετία 1845-1854 με εντολή του τότε Υπουργού των Ναυτικών Κωνσταντίνου Κανάρη. Χωρίς υπαρκτή έδρα στη στεριά, στεγαζόταν αρχικά στο ατμόπλιο Λουδοβίκος με τη μορφή Ναυτικού Σπουδαστηρίου. Μετά από σημαντικά προβλήματα- απόρροια των ταραγμένων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της χώρας -, προστριβές και συχνές μεταφορές της έδρας της από το ένα πολεμικό πλοίο στο άλλο επανιδρύεται το 1884 επί πρωθυπουργίας Τρικούπη και μετονομάζεται σε «Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων» με έδρα τον Ατμοδρόμωνα “Ελλάς”
Η σχολή αποκτά μόνιμη έδρα το 1891 χάρη στο κληροδότημα του Πανταζή Βασσάνη. Ο Βασσάνης ήταν έλληνας ευεργέτης ο οποίος ασχολούνταν με το εμπόριο βαμβακιού στην Αίγυπτο. Με τη διαθήκη του άφησε στο ελληνικό Δημόσιο 48.000 λίρες Αγγλίας, το 60% της συνολικής περιουσίας του, ορίζοντας να διατεθούν 500.000 φράγκα για την ανέγερση ναυτικής σχολής με τον όρο να είναι παντα σχολή ναυτικών δοκίμων. Προς τιμήν του εθνικού ευεργέτη, η Σχολή απεκαλείτο τότε και «Βασσάνειον Ίδρυμα». Το σημείο όπου θα ανεγείρονταν η σχολή αποτελούσε κομμάτι της παράκτιας αμυνας της χώρας. Οι εργασίες οικοδόμησης έλαβαν χώρα τα έτη 1901-5 και περιελάμβαναν τρία κτίρια: (1) το κεντρικό κτίριο που εξυπηρετούσε τους δόκιμους (2) το οίκημα Διοικητού/Υποδιοικητού και (3) το θεραπευτήριο (το οποίο βλέπουμε στα δεξιά). Το θεραπευτήριο συγκεκριμένα, λειτουργησε ως το σεισμό του 1999 ενώ από τότε σχεδιάζεται να επαναλειτουργήσει πιθανότατα ως αμφιθέατρο ή χώρος εκδηλώσεων. Η ανέγερση της σχολής βασίστηκε σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ και με βάση τα σχέδια της Ναυτικής Σχολής της Κοπεγχάγης.
Αποτελεί πλινθόκτιστη κατασχευή στο πρότυπο της αρχαίας ελληνικής πραγματικότητας και ακολουθεί τον κανόνα της συμμετρίας που χαρακτηρίζει τα έργα του Τσίλερ. Το κεντρικό κτίριο αποτελεί ένα τριώροφο νεοκλασικό ενώ και τα τρία είναι χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα. Τα κτίρια αυτά διατηρούν την αρχική τους μορφή με κάποιες μετατροπές. Κατά την οικοδόμηση είχαν να αντιμετωπιστούν πολλά ζητήματα για αυτό και καθυστέρησε η ανέγερση τους. Τα ζητήματα αυτά περιελάμβαναν προβλήματα υδροδότησης, επίπλωσης αλλά και ασφάλειας καθώς έπρεπε να μετακινηθούν από την περιοχή άτομα τα οποία διέμεναν, παράνομα πολλές φορές, στην έρημη Πειραϊκή και στο χώρο της σχολής.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ
Το οικόπεδο στο οποίο ανήκει το κτίριο είχε αγοραστεί από τη σύζυγο του βουλευτή Λεωνίδα Δεληγιώργη, Θεανώ, το 1881. Ανεγέρθηκε ως βοηθητικός διώροφος οικίσκος του Μεγάρου που βρίσκετε στην οδό Κανάρη και αποτελεί έργο του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ.
Μετά το θάνατο της Θεανούς το 1922,η Σοφία η κόρη του ζεύγους, μετακόμισε στο διώροφο αυτόν οικίσκο του Μεγάρου στον οποίο με την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Νίκου Ζουμπουλίδη, έγιναν προσθήκες καθ΄ ύψος και κατ΄επέκταση και σήμερα το κτίριο αποτελεί ένα από τα σωζόμενα κτίρια του τέλους του 19ου αιώνα που έχουν επηρεαστεί από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική.
Μετά τον θάνατο της Σοφίας, το 1939, τα άλλα δυο παιδιά της οικογένειας πούλησαν λόγω οικονομικών προβλημάτων και τα δύο κτήρια στο Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής λειτουργούσαν ως πανσιόν (χαμαιτυπεία), μέχρι το 1943.
Σήμερα η ανακαίνιση του Μεγάρου από το Μ.Τ.Π.Υ. έχει ολοκληρωθεί, ενώ συνεχίζεται αυτή του Κόκκινου Πύργου, προκειμένου να παραδωθεί και αυτό το τριώροφο κτήριο στην πόλη των Αθηνών.
Η όψη διαρθρώνεται σε βάση, κορμό και στέψη με εμφανή την τάση τονισμού της κατακόρυφης διάστασης και τον τονισμό της ανώτερης ζώνης. Η βάση διαμορφώνεται από απλή ορθομαρμάρωση σε χαμηλό ύψος. Η κύρια επιφάνεια της όψης υψώνεται κατακόρυφα, χωρίς ιδιαίτερη διάρθρωση με σκοτίες ή κάποιο πλαστικό διάκοσμο. Ωστόσο έχουμε κάποια αρκετά ενδιαφέροντα και ιδιόρρυθμα στοιχεία για την αρχιτεκτονική της κοσμικής Αθήνας εκείνης της εποχής.
Οπτικά, η κύρια όψη διαχωρίζεται σε δύο κατακόρυφα τμήματα, με το αριστερό να αποτελείται από τον ελλειψοειδή εξώστη στο άνω μέρος, και τα δύο μεγάλα παράθυρα στο κάτω μέρος και με ένα ενδιάμεσο ρομβοειδές διακοσμητικό θέμα. Ο τρόπος που συναντιούνται η τοξωτή απόληξη του άνω παραθυρου και η κυλινδρική βάση του εξώστη, δημιουργεί ένα βασικό στοιχείο της όψης με έντονη πλαστικότητα.
Το δεξί κατακόρυφο τμήμα της όψης αποτελείται από ένα τρίλοβο παράθυρο με ενδιάμεσους διακοσμητικούς κιονίσκους, στοιχείο έντονα επηρεασμένο από την βυζαντινή αρχιτεκτονική, τέσσερα μικρά τοξωτά παράθυρα σε τετραγωνική διάταξη, το κυρίως θύρωμα καθώς και ένα δευτερεύον στα δεξιά. Το κυρίως θύρωμα της εισόδου αποτελείται από γεωμετρικό διάκοσμο ισοσκελών τριγώνων και δύο σχοινοειδούς κιονίσκους. Παρ’όλα αυτά τα στοιχεία όμως, έχουμε μία επίπεδη διαμόρφωση και κυριαρχία των πλήρων έναντι των κενών, η οποία επιτείνεται από τη χρήση αδρού ενιαίου επιχρίσματος σε όλη σχεδόν την έκταση της επιφάνειάς της.
Η όψη του τρίτου ορόφου έχει τελείως διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με την υπόλοιπη όψη, με ορθογωνικά παράθυρα, εναλλάξ με τυφλές επιφάνειες , διαμορφωμένες σε εσοχές τετραγωνικών πινάκων.Αρκετά έντονος είναι ο διαχωρισμός του τρίτου ορόφου από τους υπόλοιπους με έναν μεγάλο κοσμήτη (προεξέχων διακοσμητικό θέμα – γείσο). Ο όγκος του παρουσιάζει μία μικρή υποχώρηση, με την απόληξη του κτηρίου να καταλήγει σε ένα έντονα προεξέχον γείσο με πλούσιο διάκοσμο, η πλαστικότητα του οποίου έρχεται σε αντίθεση με την επίπεδη διαμόρφωση των υποκείμενων επιφανειών.
Η μορφολογία του αποτελεί δείγμα της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής με επιρροές από τη βυζαντινή και τη ρωμανική ρυθμολογία.
Σε αντίθεση με την πλούσια μορφολογία της κύριας όψης , η πίσω όψη εμφανίζεται λιτή χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία. Στο σύνολο κυριαρχούν τα παράθυρα σε ορθογώνιο σχήμα. Προβάλλονται τα στενόμακρα και τετράγωνα παράθυρα του κλιμακοστασίου και η κατακορυφότητα που δημιουργείται από την καθ ύψος εναλλαγή τους.