Ένας τελευταίος παράγοντας που ίσως πρέπει να συνυπολογίσουμε είναι η δημιουργία ενός ανθρώπινου δικτύου. Οι σχολές Αρχιτεκτονικής και Καλών Τεχνών, άλλωστε, γειτνίαζαν στο κτιριακό συγκρότημα της Πατησίων. Πέρα από τις περιπτώσεις φοιτητών που μεταπήδησαν από το ένα τμήμα στο άλλο, είναι αναμφίβολο πως κατά τα φοιτητικά τους χρόνια αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες παρακολουθούσαν μαθήματα σε κοινά αμφιθέατρα.
Και, φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μην επισημάνουμε πως, πέρα από τις συνεργασίες κατασκευαστών και καλλιτεχνών, έχουμε και εκείνες τις περιπτώσεις των καλλιτεχνών που τουλάχιστον συνυπήρξαν στη δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού έργου. Η ιστορικός τέχνης Εβίτα Αράπογλου μελέτησε τη συμβολή των καλλιτεχνών που υπό τον αρχιτέκτονα Παύλο Μυλωνά εργάστηκαν για τη δημιουργία του Μον Παρνές στο Έλληνες καλλιτέχνες στο Mont Parnes: Παράδοση και νεωτερικότητα στην αισθητική των αντιφάσεων του 1961.
«Ξεχωριστή θέση είχαν οι τρεις καλλιτεχνικοί σύμβουλοι, όπως τους αποκαλούσε ο Μυλωνάς: ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γιάννης Μόραλης. Τρεις αναγνωρισμένες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους προσωπικότητες, τόσο ως ιδιοσυγκρασίες όσο και ως προς τις εικαστικές τους αναζητήσεις» γράφει η κ. Αράπογλου, προσθέτοντας ωστόσο ότι είναι μάλλον βέβαιο πως η συμβολή τους στην ολοκλήρωση του αρχιτεκτονικού έργου ήταν «μεμονωμένη». «Φαίνεται να έχει βοηθήσει ο καθένας με τον τρόπο του, ανάλογα με τα ειδικά θέματα που απασχολούσαν κατά καιρούς τον Μυλωνά, προσθέτοντας έτσι κάποια καινοτομία και παράλληλα μια χαρακτηριστική έκφραση της σύγχρονης δουλειάς του κάθε καλλιτέχνη».
Έργα «στον αέρα», ένοικοι που αγωνιούν
Και αν οι λόγοι που οδήγησαν στην ακμή του φαινομένου πρέπει να αποσαφηνιστούν, ομοίως πρέπει να αποσαφηνιστούν και εκείνοι της παρακμής του. Ωστόσο, σίγουρα η αλλαγή των αντιλήψεων πάνω στον κοινόχρηστο χώρο, η μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας αλλά και η θεσμοθέτηση της πιλοτής, που περιόρισε δραστικά τα διαθέσιμα τετραγωνικά μέτρα για τον χώρο εισόδου, φαίνεται πως συνετέλεσαν. Ωστόσο, και πάλι υπάρχει κάτι που μπορεί να διατυπωθεί με ασφάλεια. Η παραγωγική αυτή τριακονταετία μας κληροδότησε ένα «ζωντανό μουσείο» διάσπαρτο στον αστικό ιστό.
Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε για τη συγγραφή αυτού του αφιερώματος δεν βρέθηκε κάποια συνολική καταγραφή των έργων αυτών είτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο είτε από δημόσιους φορείς, παρότι καλλιτέχνες έχουν δείξει κατά καιρούς ενδιαφέρον για τις εισόδους των πολυκατοικιών (βλ. Campus Novel, Δημήτρης Κλεάνθης). Ακόμα και αν υπήρξε ωστόσο, πρέπει να έγινε χωρίς την ενεργοποίηση εκείνων που ζουν καθημερινά δίπλα στα έργα, των ενοίκων. Άλλωστε οι ένοικοι αναφέρθηκαν σε σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες ειδήμονες απευθύνθηκαν σε αυτούς.
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Τα έργα αυτά φαίνεται να ανήκουν στους ιδιοκτήτες κάθε κτιρίου και παρότι υφίσταται ένα ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων, πρακτικά ο ιδιοκτήτης του φυσικού σώματος, που πλήρωσε για το έργο, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Στις ευνοϊκές για τα έργα περιπτώσεις η ύπαρξή τους αναφέρεται στον κανονισμό της πολυκατοικίας, αλλά αυτή είναι μάλλον η ελάχιστη νομική θωράκισή τους από την ολική καταστροφή, τις επιμέρους τροποποιήσεις – όπως οι μετρητές του φυσικού αερίου, που συχνά αλλοιώνουν τις εισόδους, ή τις αυθαίρετες προσθήκες. Η ακεραιότητά τους επαφίεται στους ιδιοκτήτες. «Δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη γι’ αυτά» μας λένε άνθρωποι με γνώση του χώρου. «Αν φύγουμε μερικοί άνθρωποι αποδώ, οι επόμενοι ίσως να μην ενδιαφερθούν τι θα γίνει αυτό το έργο» είναι μια φράση που ακούσαμε να επαναλαμβάνεται από πολλούς.
Η συγκυρία θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, τη θέση των έργων. Είναι κι αυτή μεταιχμιακή. Η επανεξέταση της αθηναϊκής πολυκατοικίας όντως αποτελεί μια θετική στιγμή για να επανέλθουν οι δημιουργίες αυτές στο προσκήνιο. Ο πυρετός του real estate, όμως, και οι επακόλουθες ανακαινίσεις και αλλαγές χρήσης, όπως επίσης η μετέωρη κατάσταση στην οποία ενδέχεται να περιέλθουν τα κτίρια των γραφείων στη μετά κορωνοϊό εποχή εγείρουν ερωτήματα για το μέλλον των ιδιαίτερων αυτών δημιουργιών.
«Ο χρόνος θα κρίνει ποια από τα έργα αυτά θα διαρκέσουν ως αισθητικά άρτιοι συνδυασμοί τέχνης και τεχνικής και ποια θα μείνουν δείγματα ενός περαστικού και επιφανειακού αιτήματος χλιδής και επίδειξης» έγραφε ο Αλέξανδρος Ξύδης στη μαχητική του παρέμβαση. «Ωστόσο, πρέπει να προσέξουμε μερικά που, καθώς πιστεύω, μπορούν να διεκδικήσουν λαχνό διαρκείας στην κληρωτίδα του χρόνου» σημείωνε. Από την οξυδερκή αυτή παρατήρηση, στην οποία εμπεριέχεται και το τυχαίο, έχουν περάσει σχεδόν έξι δεκαετίες. Μέσα στην πάροδο του χρόνου κάποια έργα καταστράφηκαν και άλλα αλλοιώθηκαν. Όμως δεκάδες από αυτά τα νεότερα μνημεία βρίσκονται ακόμα εκεί όπου τα τοποθέτησαν οι δημιουργοί τους και μας καλούν να τα εντοπίσουμε, να τα αναγνωρίσουμε, να τα καταγράψουμε και να τα προστατεύουμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕ ΕΓΧΑΡΑΚΤΕΣ ΠΛΑΚΕΣ – 1973
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Η σύνθεση του Γιάννη Μόραλη σε πολυκατοικία της Ηρώδου Αττικού αποτελεί ίσως ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα που συναντήσαμε. Το έργο, σε γιαννιώτικο μάρμαρο, υλοποιήθηκε μετά τη διαμόρφωση των όψεων του ξενοδοχείου Χίλτον. Και σε αυτή την περίπτωση ο επιφανής καλλιτέχνης εργάστηκε με γιαννιώτικο μάρμαρο. Το ανάγλυφο αποτελείται από δύο τοιχία, διαστάσεων 2,80 μ. x 2,85 μ., πίσω από τα οποία «κρύβονται» το κλιμακοστάσιο και ο ανελκυστήρας. Το έργο χαρακτηρίζεται από γεωμετρικές μορφές, γραμμές και καμπύλες και φαίνεται να είναι σε αντιστοιχία με τα ζωγραφικά έργα του καλλιτέχνη εκείνης της περιόδου.
«Η πολυκατοικία της οδού Ηρώδου Αττικού 25-27 είναι έργο του αρχιτέκτονα Ηλία Σκρουμπέλου (1921-2006). Ιδιοκτήτης της ήταν ο Αναστάσιος Γ. Λεβέντης (1902-1978), σπουδαίος Κύπριος επιχειρηματίας με φιλανθρωπική παρουσία, πρεσβευτής της Κύπρου στην UNESCO, γνωστός συλλέκτης έργων ευρωπαϊκής τέχνης» μας λέει η ιστορικός τέχνης Εβίτα Αράπογλου, συμπληρώνοντας ότι η περίοδος της μελέτης και ανέγερσης της πολυκατοικίας (1970-1973) συμπίπτει με την εποχή της συζήτησης και αγοράς της σημαντικής συλλογής έργων Ελλήνων ζωγράφων του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα από τον φίλο του πολιτικό Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα. Η συλλογή αυτή ήταν ο πυρήνας της σημερινής μεγαλύτερης Ελληνικής Συλλογής της Λεβεντείου Πινακοθήκης στη Λευκωσία. «Η επιθυμία να σχεδιαστεί και να τοποθετηθεί το μεγάλων διαστάσεων χαρακτηριστικό έργο του Γιάννη Μόραλη στην είσοδο της πολυκατοικίας αυτής φέρει αναμφίβολα τη σφραγίδα των ενδιαφερόντων και της προσωπικότητας του Α.Γ. Λεβέντη» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Extra Info: Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία συνεργάτη του Γιάννη Μόραλη εκείνης της εποχής, το θέμα του έργου ήταν «οι καθιστοί θεοί» και αποκαλούνταν έτσι. Ωστόσο δεν έχει υπάρξει κάποια επίσημη καταγραφή αυτού του προσωνυμίου. Στο αρχείο του ΜΙΕΤ το έργο περιγράφεται ως «τοιχίο με εγχάρακτες πλάκες σε είσοδο κτιρίου».
ΠΑΡΙΣ ΠΡΕΚΑΣ
«Ο Πρέκας ανήκε στους λίγους οπωσδήποτε ζωγράφους που υπηρέτησαν παράλληλα και την τέχνη της γλυπτικής» έγραφε ο καθηγητής Άγγελος Δεληβορριάς στην αφιερωμένη στον καλλιτέχνη έκδοση του Μουσείου Μπενάκη (2012), υπογραμμίζοντας παράλληλα πως το έργο του συνολικά «προκαλεί την εντύπωση του ανάγλυφου, όπου, από την αρχαιότητα κιόλας, δύσκολα ξεχωρίζουν οι ζωγραφικές αξίες και οι πλαστικές αρετές». Έχοντας αυτό στο μυαλό, επιλέξαμε δύο από τα πολλά έργα του Πάρι Πρέκα (1926-1999) που συναντά κανείς σε κτίρια του κέντρου της Αθήνας. Όπως έγραψε ο καθηγητής Στέλιος Λυδάκης στον ίδιο τόμο, ο Πρέκας «μετέφερε την τέχνη του (…) στις εισόδους των πολυκατοικιών και των μοντέρνων μεγάρων, στους εσωτερικούς τοίχους κοινόχρηστων χώρων ή και στους εξωτερικούς τοίχους διαφόρων κτιρίων».
ΘΗΣΕΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΑΔΝΗ, ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ, 1960
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Σε κτίριο γραφείων στο Σύνταγμα εντοπίζει κανείς μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες συνθέσεις της Ελένης Βερναδάκη. Το επιβλητικό, διαστάσεων 3,10 μ. x 4,60 μ. έργο είναι τοποθετημένο στον δεξιό τοίχο της εισόδου. «Η απλότητα των γεωμετρικών μορφών, η παιχνιδιάρικη ασυμμετρία στη διασπορά των απλών “αρχαϊκών” μαύρων κηλίδων, η αντίθεσή τους με τη ζωηράδα του αυτοϋαλούμενου πηλού με οξείδιο του χαλκού, που έχει τη λάμψη του “αιγυπτιακού κυανού”, και η αντίστιξη της συνολικής σύνθεσης με το στιλπνό μάρμαρο του δαπέδου, έτσι ώστε να μοιάζει σαν να ίπταται στον χώρο, την καθιστούν “αρχέτυπο” των αρχιτεκτονικών κεραμικών της Ελένης Βερναδάκη» παρατηρεί κ. Κωνσταντινίδης.
ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΟ ΠΛΑΚΕΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ – C. 1980
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO