Του Νίκου Ρουσάνογλου
Διαφορετική φαίνεται να είναι μέχρι στιγμής, η προσέγγιση της Ελλάδας απέναντι στη στεγαστική κρίση, καθώς, όπως αναφέρουν στελέχη της κυβέρνησης, οι μελλοντικές πρωτοβουλίες πολιτικής για τη στέγη θα εστιάζουν σε έργα ανακαίνισης κι επισκευών υφιστάμενων κατοικιών και όχι στην ανάπτυξη προσιτών κατοικιών, μέσω της ουσιαστικής αναγέννησης του μοντέλου που ακολουθούσε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) μέχρι την κατάργησή του το 2012.
Ενώ δηλαδή, η συζήτηση που γίνεται σε επίπεδο Ε.Ε. αφορά την αναδιανομή πόρων, ώστε να προκύψουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κατασκευή προσιτών κατοικιών, η Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί άλλη πορεία. Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε πρόσφατα ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης, η Ελλάδα και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, επιχειρούν να λάβουν έγκριση για ένα νέο πρόγραμμα, που θα αφορά την ανακαίνιση σπιτιών, χωρίς όμως οι εργασίες αυτές να σχετίζονται αποκλειστικά με την ενεργειακή αναβάθμιση του κάθε ακινήτου, αλλά να περιλαμβάνουν και επισκευές. Αν υπάρξει έγκριση, το νέο πρόγραμμα θα ξεκινήσει μετά από το “Εξοικονομώ 2025”, ίσως μετά τους πρώτους μήνες του 2026.
Αυτό γίνεται προκειμένου να περιοριστεί το επενδυτικό κενό, που δημιουργήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης, λόγω της απουσίας επενδύσεων για συντηρήσεις, επισκευές και αναβαθμίσεις. Σε σχετική μελέτη της, η Εθνική Τράπεζα, υπολόγισε ότι έχουν λείψει από την αγορά κεφάλαια ύψους 35 δισ. ευρώ, για τέτοια έργα, με αποτέλεσμα περίπου 250.000 κατοικιών, να έχουν υποβαθμιστεί σήμερα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι μη κατοικήσιμες κι εκτός αγοράς, άρα και προσφοράς.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, με ψήφισμά του τον προηγούμενο μήνα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατέθεσε μια σειρά προτάσεων πολιτικής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να δοθούν περισσότερα “εργαλεία” στα κράτη-μέλη, για την αύξηση του κτιριακού αποθέματος στην πανευρωπαϊκή αγορά κατοικίας.
Η πλειονότητα των προτάσεων εστιάζει στην αύξηση των επενδύσεων για την κατασκευή νέων κτιρίων κατοικιών και δη προσιτών στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα, καλεί την Επιτροπή να εκδώσει βέλτιστες πρακτικές, με έμφαση στις αραιοκατοικημένες περιοχές και στις περιοχές που ερημώνουν και ζητά την προώθηση έργων συνδεσιμότητας σε αγροτικές, διασυνοριακές, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιοχές, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα παραμονής και να δοθεί η δυνατότητα στον τοπικό πληθυσμό να ζει στον τόπο καταγωγής του.
Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι η κύρια αιτία της στεγαστικής κρίσης, είναι η ανεπαρκής προσφορά κατοικιών και καλεί τις δημόσιες αρχές να παράσχουν επείγοντα μέτρα για την τόνωση της προσφοράς κατοικιών μέσω της μείωσης του κανονιστικού φόρτου σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας, της εξάλειψης των εμποδίων και της γραφειοκρατίας και της άμβλυνσης των εμποδίων στην τοπική, εθνική και ενωσιακή νομοθεσία που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των τομέων των κατασκευών και των ανακαινίσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, τον περασμένο Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ανακοίνωσαν ένα σχέδιο δράσης, για την ανάπτυξη προσιτής στέγης στην Ε.Ε., μέσω της παροχής χρηματοδοτικών πόρων ύψους 10 δισ. ευρώ εντός των επόμενων δύο ετών. Στόχος είναι η ανάπτυξη περισσότερων προσιτών κατοικιών, η ανακαίνιση του υφιστάμενοι οικιστικού αποθέματος, ενώ η ΕΤΕπ στοχεύει στη δημιουργία 1,5 εκατ. νέων, ή ανακαινισμένων κατοικιών σε όλη την Ευρώπη.
Σημαντικό είναι και το ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί τα κράτη μέλη να προωθήσουν ένα αποτελεσματικό και βασιζόμενο σε κίνητρα, φορολογικό σύστημα για τις στεγαστικές πολιτικές. Θεωρεί ότι τα διεθνή πρότυπα του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις στεγαστικές πολιτικές, όπως οι φορολογικές ελαφρύνσεις για τους καταναλωτές, η ευελιξία στις σχέσεις μεταξύ ακινήτων και ενοικιαστών και η αποφυγή επιβολή πλαφόν ή άλλων ελέγχων στα ενοίκια, έχουν αποδειχθεί επωφελή, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις σε κατοικίες και συμβάλλοντας στον περιορισμό των πιέσεων στις τιμές των κατοικιών, τονώνοντας έτσι την προσφορά σε περιοχές υψηλής ζήτησης.







