Της Ματίνας Χαρκοφτάκη
Τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την προέλευση των λέξεων ‒ κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, αλλάζουν, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να χαθούν στον λαβύρινθο της ιστορίας και του χρόνου.
Ωστόσο υπάρχουν φορές που είναι δυνατόν να εντοπίσουμε την ακριβή στιγμή που δημιουργήθηκε μια καινούργια λέξη. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται ο μονόκερος. Μια λέξη η οποία πριν από μερικά χρόνια δεν σήμαινε τίποτα – τουλάχιστον όχι κάτι σε σχέση με τις startups και την επιχειρηματικότητα. Ο μονόκερος (unicorn) μέχρι πρότινος ήταν απλώς ένα μυθικό πλάσμα το οποίο συναντάται στη μυθολογία και τα παιδικά βιβλία. Αυτό, πλέον, έχει αλλάξει, καθώς σήμερα αποτελεί αυτό που κάθε startup φιλοδοξεί να γίνει. Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια ο μονόκερος έχει καταλήξει να συνδέεται με ένα πολύ συγκεκριμένο είδος startup, αυτής που έχει αξία άνω του 1 δισ. δολαρίων. Η σύγκριση υπήρξε ξεκάθαρη. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις που καταφέρνουν να πιάσουν αποτίμηση 1 δισ. δολαρίων από τους επενδυτές δεν έρχονταν πολύ συχνά, όπως ακριβώς και ο άπιαστος… μονόκερος.
Η σύνδεση έγινε για πρώτη φορά το 2013 από την Aileen Lee, ιδρύτρια του Cowboy Ventures, στη Silicon Valley, η οποία σε ανάρτησή της στο TechCrunch αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο όρο. Μέσα σε λίγες ώρες το δημοσίευμα πυροδότησε πλήθος tweets από επενδυτές στον κλάδο της τεχνολογίας και από ιδρυτές νεοφυών επιχειρήσεων. Εκείνη την εποχή αυτές οι startups ήταν σπάνιες και ιδιαίτερες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Lee μέτρησε μόλις 39 εταιρείες οι οποίες πληρούσαν τα κριτήρια του μονόκερου το 2013, μια λίστα που περιελάμβανε ηχηρά ονόματα όπως το Facebook, το LinkedIn, το Workday και το Twitter. Δέκα περίπου χρόνια μετά, το άλλοτε σπάνιο “θηρίο” της startup του 1 δισ. δολαρίων έχει πλέον γίνει πιο συχνό φαινόμενο. Μόνο το 2021 δημιουργήθηκαν περισσότερες από 580 νέες εταιρείες με αξία 1 δισ. και επί του παρόντος υπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο περίπου 1.200 ενεργοί μονόκεροι. Στην ελίτ των κορυφαίων, αυτήν τη στιγμή, στον κόσμο συγκαταλέγονται η κινεζική ByteDance, η οποία δημιούργησε το TikTok, με την τελευταία αποτίμηση να αγγίζει τα 360 δισ. δολάρια, το Ant Group, θυγατρική του κινεζικού κολοσσού Alibaba με αξία 200 δισ. δολαρίων, η ιρλανδοαμερικανική fintech Stripe (152 δισ. δολάρια) και η αεροδιαστημική εταιρεία τεχνολογίας SpaceX του Έλον Μασκ, με αξία 100 δισ. δολαρίων.
Το τελευταίο διάστημα έχουν, μάλιστα, πολλαπλασιαστεί οι φωνές που υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν νέοι όροι, καθώς πλέον η ομάδα των μονόκερων έχει διευρυνθεί σημαντικά. Σε αυτή την κατεύθυνση, έχει εισαχθεί η λέξη decacorn, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις startups η αξία των οποίων αποτιμάται στα 10 δισ. δολάρια, ενώ ολοένα και πιο συχνά κάνει πλέον την εμφάνισή του και ο όρος δράκος (dragon), ο οποίος αναφέρεται στις εταιρείες με αποτίμηση άνω των 12 δισ. δολαρίων. Πρόκειται για νούμερα που προκαλούν ζάλη, ωστόσο θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι οι αποτιμήσεις των μεγαλύτερων μονόκερων είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στα σκαμπανεβάσματα και τις διαθέσεις των διεθνών χρηματαγορών. Μάλιστα, το ξεπούλημα που σημειώθηκε κατά τους πρώτους μήνες του 2022 στις μετοχές του κλάδου της τεχνολογίας δεν αποτελεί καλό οιωνό για τις startups, οι οποίες εκτιμάται ότι φέτος θα δυσκολευτούν όχι μόνο να αυξήσουν, αλλά και να διατηρήσουν τις τελευταίες αποτιμήσεις τους. Μπορεί, λοιπόν, η λέξη “μονόκερος” να μην είναι καινούργια στο παγκόσμιο στερέωμα, ωστόσο το τελευταίο διάστημα ακούγεται ολοένα και πιο συχνά στο ελληνικό οικοσύστημα, η αποτίμηση του οποίου υπολογίζεται πλέον στα 8 δισ. ευρώ. Οι ελληνικές startups, οι οποίες πέρυσι κατάφεραν να αντλήσουν κεφάλαια της τάξεως του μισού δισ. ευρώ, ποσό το οποίο φέτος ενδέχεται να ξεπεραστεί, ανεβάζουν ταχύτητα και μπαίνουν σε τροχιά εξαγορών και επέκτασης και αύξησης των εργαζομένων τους.
Επιπλέον, πρόσφατα το εγχώριο οικοσύστημα απέκτησε τους δικούς του μονόκερους, όπως, για παράδειγμα, τη Viva Wallet και την PeopleCert, ενώ πλέον είναι αρκετές οι ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις οι οποίες έχουν βάλει πλώρη για να διεκδικήσουν μια θέση στο κλαμπ των λίγων.
Blueground
Με το βλέμμα στραμμένο στο Αμερικανικό Χρηματιστήριο κινείται η Blueground, η οποία, σχεδόν 9 χρόνια μετά την ίδρυσή της, θεωρείται ένα από τα πλέον επιτυχημένα παραδείγματα νεοφυούς επιχειρηματικότητας στη χώρα μας στον κλάδο του real estate, έχοντας σηκώσει συνολικά κεφάλαια της τάξεως των 220 εκατ. ευρώ. Η πλατφόρμα, που προσφέρει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας επιπλωμένα διαμερίσματα για μεσο-βραχυχρόνια μίσθωση, τα οποία απευθύνονται κυρίως σε στελέχη επιχειρήσεων, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον θεσμικών επενδυτών διεθνούς βεληνεκούς, όπως της WestCap του Αμερικανού επιχειρηματία Λόρενς Τόσι, ο οποίος υπήρξε από το 2015 μέχρι το 2018 διευθύνων σύμβουλος της Airbnb, του Geolo Capital του Αμερικανού δισεκατομμυριούχου Τζον Πρίτσκερ, του ολλανδικού Prime Ventures, καθώς και του VentureFriends του Απόστολου Αποστολάκη. Σύμφωνα με το Bloomberg, η εταιρεία, που έχει έδρα στη Νέα Υόρκη, αποτιμάται πλέον στα 750 εκατ. δολάρια, πλησιάζοντας το όριο του 1 δισ. δολαρίων που θα της επιτρέψει να περάσει την πόρτα του κλαμπ των μονόκερων, ενώ σε βάθος χρόνου στοχεύει σε αποτίμηση η οποία θα ξεπεράσει τα 10 δισ. δολάρια. Επόμενο βήμα αποτελεί η είσοδός της στη Wall Street, η οποία ενδέχεται να έρθει μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Η επιλογή του Αμερικανικού Χρηματιστηρίου δεν θεωρείται τυχαία, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της πραγματοποιείται εκτός ελληνικών συνόρων, και πιο συγκεκριμένα στην Αμερική, η οποία αντιπροσωπεύει ποσοστό 70% επί του συνολικού κύκλου εργασιών της.
Την ίδια στιγμή, συνεχίζει στον δρόμο της επέκτασης τόσο του χαρτοφυλακίου των ακινήτων της όσο και των πόλεων όπου έχει παρουσία, σχεδιάζοντας να κάνει άνοιγμα στην Ασία, και ειδικότερα στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη. Σύμφωνα με τον CEO και co-founder, Αλέξανδρο Χατζηελευθερίου, στόχος της εταιρείας είναι να φτάσει τις 100 πόλεις σε βάθος δεκαετίας, ενισχύοντας παράλληλα τον αριθμό των ακινήτων στις υφιστάμενες αγορές. Αυτήν τη στιγμή διαθέτει ένα portfolio το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 5.500 ακίνητα σε πάνω από 18 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ισπανία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Τουρκία.
Θυμίζουμε ότι η προ μερικών μηνών επένδυση της τάξεως των 14 εκατ. ευρώ, της οποίας ηγήθηκε η Blueground στην όμορη startup, Tabas, έφερε νωρίτερα την είσοδό της στη Βραζιλία, η οποία αρχικά είχε προγραμματιστεί να γίνει το 2024. Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά της αποτελέσματα, τα έσοδα για την περσινή χρονιά έκλεισαν στα 150 εκατ. δολάρια, ενώ γύρισε σε break even σε επίπεδο λειτουργικής κερδοφορίας. Οι εκτιμήσεις για την τρέχουσα χρήση προβλέπουν υπερδιπλασιασμό εσόδων, τα οποία αναμένεται να αγγίξουν τα 400 εκατ. δολάρια, ωστόσο το λειτουργικό αποτέλεσμα θα κινηθεί ελαφρώς αρνητικά, κάτι που συμβαδίζει με την επιθετική στρατηγική ανάπτυξης που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια.
Με σημείο εκκίνησης το 2013 την Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της, η Blueground διαχειρίζεται ακίνητα μόνο στην Αθήνα, ωστόσο δεν αποκλείεται στο μέλλον να επεκταθεί και σε άλλες πόλεις, αν και επί του παρόντος έχει δοθεί βαρύτητα στο εξωτερικό. Με βάση τις ανάγκες των πελατών της, τα ακίνητα του χαρτοφυλακίου της εταιρείας στην Αθήνα εντοπίζονται σε τρεις περιοχές: το κέντρο, τα Βόρεια Προάστια και τα Νότια Προάστια. Τα μελλοντικά της σχέδια, ωστόσο, περιλαμβάνουν την είσοδο και σε άλλες περιοχές, ανοίγοντας τη βεντάλια με πιο οικονομικά ακίνητα. Να σημειωθεί ότι η ελάχιστη διάρκεια διαμονής στην Blueground είναι ο ένας μήνας, ενώ ο μέσος όρος ενοικίασης ανέρχεται στους 4,5 μήνες. Περίπου το 60% των κρατήσεων είναι επαναλαμβανόμενοι πελάτες, οι οποίοι είτε παρατείνουν τη διαμονή τους είτε μετακομίζουν σε μια νέα γειτονιά στην ίδια ή σε διαφορετική πόλη. Η ελληνική startup, η οποία ωφελήθηκε από τη συνεχιζόμενη υιοθέτηση της τηλεργασίας το προηγούμενο διάστημα, κατάφερε το 2021 να φιλοξενήσει 50% περισσότερους επισκέπτες σε σχέση με το 2020 (20.000 άτομα περίπου καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους), ενώ πολλοί από αυτούς που επέλεξαν να μείνουν στα διαμερίσματά της εργάζονται σε πολυεθνικούς κολοσσούς όπως οι Apple, Tesla, Amazon, Uber και Netflix.
Μatternet
Όταν το 2011 η Matternet άνοιγε τα φτερά της με σημείο εκκίνησης τη Silicon Valley των ΗΠΑ, κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι 10 χρόνια αργότερα τα drones της ελληνόκτητης startup θα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά εμβολίων της Pfizer στο μέτωπο για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Η εταιρεία, που δημιούργησε ο Ανδρέας Ραπτόπουλος, έχει αναπτύξει μια από τις σημαντικότερες πλατφόρμες παγκοσμίως για on demand με drones μεταφορά και παράδοση μικροδεμάτων με ευπαθές συνήθως περιεχόμενο, όπως φάρμακα και ιατρικό υλικό. Διαθέτοντας ήδη παρουσία σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Μέση Ανατολή, τα drones που κατασκευάζει η Matternet μεταφέρουν δέματα, τα οποία ζυγίζουν μέχρι 2 κιλά, εντός αστικών περιοχών και σε ακτίνα έως 20 χλμ.
Η εταιρεία, λοιπόν, παρέχει μια ολοκληρωμένη λύση στη μεταφορά μικροαντικειμένων, καθώς, εκτός από το ίδιο το drone, έχει προχωρήσει στη δημιουργία μιας πλατφόρμας που βασίζεται στο cloud, καθώς και σταθμών απογείωσης/προσγείωσης οι οποίοι λειτουργούν ως σημεία φόρτισης των drones. Είναι ενδεικτικό ότι, μέχρι σήμερα, τα drones της εταιρείας έχουν πραγματοποιήσει περισσότερες από 20.000 εμπορικές πτήσεις σε 8 πόλεις σε ΗΠΑ, Ελβετία, Γερμανία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μεταφέροντας και παραδίδοντας με ασφάλεια ευπαθή αντικείμενα, χωρίς επιβάρυνση της αστικής κυκλοφορίας και με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο.
Επιπλέον, αποτελεί την πρώτη startup η οποία ξεκίνησε εμπορικές μεταφορές με πιστοποιημένα drones στις ΗΠΑ, ενώ πρόσφατα υπέγραψε αποκλειστική συνεργασία με την αμερικανική εταιρεία μεταφορών UPS για την ανάπτυξη τέτοιων λύσεων σε νοσοκομεία σε ολόκληρη την Αμερική. Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα εξυπηρετούν 100 προορισμούς στο Αμπού Ντάμπι, προχωρώντας σε 3 εκατομμύρια παραδόσεις ιατρικών προμηθειών στις μονάδες της πόλης. Πρόσφατα ανακοίνωσε την επέκταση της συνεργασίας της με τον ελβετικό οργανισμό ταχυδρομικών υπηρεσιών Swiss Post, μια συνεργασία η οποία ήδη μετρά περισσότερα από 5 χρόνια. Σύμφωνα με τη Matternet, η Ελβετία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο προηγμένες χώρες παγκοσμίως για scale up λειτουργίες delivery με drones, οι οποίες ελέγχονται από ένα ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θεσμοθετήθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας της χώρας με γνώμονα τις φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες και την αποτελεσματικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Οι πτήσεις, οι οποίες γίνονται με ταχύτητες μέχρι 70 χλμ. ανά ώρα, είναι πλήρως αυτοματοποιημένες, καθώς τα drones της έχουν συστήματα αποφυγής σύγκρουσης και αλεξίπτωτα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπάρχει ανθρώπινη επίβλεψη στο κέντρο της Matternet. Eπίσης, οι υπηρεσίες της έχουν χρησιμοποιηθεί από φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η UNICEF και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών στην Αφρική, την Κεντρική Αμερική και την Ασία.
Με αυτές τις επιδόσεις, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον σημαντικών επενδυτών διεθνούς εμβέλειας, όπως η Boeing HorizonX Ventures, η Swiss Post, το Andreessen Horowitz, το Legend Star, η Mercedes Benz και το Sony Innovation Fund, ενώ μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να σηκώσει κεφάλαια της τάξεως των 30 εκατ. ευρώ. Επόμενος σταθμός στη διαδρομή της αποτελεί η Ελλάδα, καθώς στη Matternet Inc. θα επενδύσει το Ταμείο Φαιστός, όπως ανακοίνωσε η 5G Ventures. Μετά τη συγκεκριμένη συμφωνία, η εταιρεία θα ιδρύσει στη χώρα μας θυγατρική με την επωνυμία Matternet Europe, η οποία θα είναι υπεύθυνη για το σύνολο των δραστηριοτήτων της στην Ευρώπη, ενώ θα στεγαστεί στο τεχνολογικό πάρκο “Λεύκιππος” του ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος” και θα συνεργαστεί με την επιστημονική ομάδα του Media Networks Lab.
Τέλος, δεν αποκλείεται σε βάθος χρόνου να πετάξουν τα drones της Matternet και στους ελληνικούς ουρανούς, ωστόσο προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό λόγω της απουσίας ενός ώριμου νομοθετικού πλαισίου, την επεξεργασία του οποίου σχεδιάζει το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
SpotaWheel
Ακόμα μία startup η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο των αυτοκινήτων έχει πατήσει γκάζι και βρίσκεται καθ’ οδόν για την ελίτ των μονόκερων. Ο λόγος για την ψηφιακή πλατφόρμα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων Spotawheel, η οποία κατατάσσεται μεταξύ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων νεοφυών επιχειρήσεων όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τον περασμένο Απρίλιο κατάφερε να αντλήσει κεφάλαια της τάξεως των 100 εκατ. ευρώ στον τελευταίο γύρο χρηματοδότησης, του οποίου ηγήθηκε το VentureFriends του Απόστολου Αποστολάκη με τη συμμετοχή των Adevinta Ventures, UNIQA Ventures, Rockaway Ventures Fund, Velocity Partners, Endeavor Catalyst, FJ Labs, Collective Spark, καθώς και άλλων θεσμικών επενδυτών. Το ποσό αυτό έρχεται να προστεθεί στα κεφάλαια που έχει ήδη αντλήσει κατά το παρελθόν, ανεβάζοντας τη συνολική χρηματοδότηση στα 121 εκατ. ευρώ. “Ο πρόσφατος γύρος των 100 εκατ. ήταν το επιστέγασμα μιας πορείας συνεχόμενων ετών διαρκούς ανάπτυξης και καινοτομίας σε έναν κλάδο που έχει ανάγκη από νέες τεχνολογικές πρακτικές. Γνωρίζουμε ακριβώς τα προβλήματα αξιοπιστίας και διαφάνειας που αντιμετωπίζει η αγορά και συνεχώς δουλεύουμε σε νέες λύσεις και πρακτικές για να δημιουργήσουμε αξία για τους πελάτες μας”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο διευθύνων σύμβουλος της Spotawheel, Χάρης Αρβανίτης, ο οποίος μαζί με τους Χρήστο Ζη και Κυριάκο Αγαδάκο προχώρησαν στην ίδρυση της εταιρείας το 2016. Από τότε έχει διανύσει μεγάλη απόσταση, τρέχοντας με γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι αποτυπώνονται και στις επιδόσεις της. Είναι ενδεικτικό ότι το 2016, χρονιά που ξεκίνησε να λειτουργεί, τα έσοδα της εταιρείας ανέρχονταν στα 446.796 ευρώ. Πλέον, εκτιμά ότι μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς θα αγγίξουν τα 200 εκατ. ευρώ.
Εκτός από τη δραστηριότητά της στην ελληνική αγορά, έχει παρουσία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπως στην Πολωνία και τη Γερμανία, ενώ πρόσφατα απέκτησε πρόσβαση στη Ρουμανία. “Το 2022 θα είναι άλλη μία χρονιά-ορόσημο για τη Spotawheel, συνεχίζοντας ακάθεκτοι προς τον στόχο μας να ηγηθούμε της αγοράς σε Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το ξεκίνημά μας στη Ρουμανία ήταν απόλυτα επιτυχημένο και μας γεμίζει αισιοδοξία, ενώ λανσάραμε ήδη τα Spotawheel GO συνδρομητικά leasing πακέτα μας σε Ελλάδα και Πολωνία, δίνοντας ακόμα πιο πολλές επιλογές στους πελάτες μας”, υπογραμμίζει ο κ. Αρβανίτης, ο οποίος είχε παλαιότερα δηλώσει ότι στόχος είναι η Spotawheel να γίνει η “Amazon των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων”. Και, μέχρι στιγμής, δεν έχει βγει εκτός πορείας, παραμένοντας προσηλωμένη στο πλάνο για παρουσία σε 8 αγορές της Ευρώπης μέχρι το 2025 μέσα από τη δημιουργία ομάδων εργασίας. Παράλληλα, σχεδιάζει να πενταπλασιάσει τον στόλο της, έχοντας τη δυνατότητα να ελέγξει αλλά και να πωλήσει μέσω της πλατφόρμας μέχρι και 50.000 αυτοκίνητα ετησίως, ενώ δρομολογεί και νέες προσλήψεις, επιδιώκοντας να τριπλασιάσει μέσα στους επόμενους μήνες τον αριθμό των εργαζομένων της, οι οποίοι σήμερα ανέρχονται σε 380, εκ των οποίων οι 180 εντοπίζονται στην Ελλάδα.
“Η ανάγκη για ποιοτικά μεταχειρισμένα οχήματα στις αγορές μας είναι πολύ εμφανής και θα αυξηθεί ακόμα πιο πολύ τα επόμενα χρόνια, πράγμα που μας γεμίζει ενέργεια και πάθος για το μέλλον που χτίζουμε όλοι εμείς στην ομάδα της Spotawheel”, επισημαίνει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, η οποία στοχεύει στην αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η αξία της οποίας υπολογίζεται στα 100 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τον ίδιο, το στοιχείο που διαφοροποιεί την ελληνική εταιρεία σε σχέση με τον ανταγωνισμό είναι ότι παρέχει γραπτό τεχνικό έλεγχο, δυνατότητα επιστροφής των χρημάτων, παράδοση σε όλη τη χώρα και εγγύηση έως 5 χρόνια, που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εγγυήσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην Ευρώπη.
Orfium
Με στόχο να αλλάξει τα παγκόσμια δεδομένα της μουσικής βιομηχανίας, η Orfium έχει μπορέσει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να καθιερωθεί ως ένας από τους πολυτιμότερους συμμάχους της μουσικής μέσα από την απλοποίηση της διαδικασίας για τον εντοπισμό και την απόδοση δικαιωμάτων από τη χρήση μουσικής. Με γραφεία στο Λος Άντζελες, το Λονδίνο και την Αθήνα, όπου εδρεύει το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης με 180 εργαζόμενους, η startup δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2015 από τους Drew Dellis και Chris Mahoney, αρχικά ως ψηφιακή μουσική πλατφόρμα μέσω της οποίας νέοι, ανεξάρτητοι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να προβάλουν τη μουσική τους και να την πουλήσουν στο κοινό τους στο πρότυπο του Soundcloud. Στην πορεία, ωστόσο, υποχρεώθηκε να αλλάξει το επιχειρηματικό της μοντέλο και να μετασχηματιστεί σε μια εταιρεία δημιουργίας προηγμένων τεχνολογικά λύσεων για τον εντοπισμό περιπτώσεων παραβίασης των πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς και για την ανάλυση και καταγραφή μουσικών έργων στις διαδικτυακές πλατφόρμες, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο youtube.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτήν τη μετεξέλιξη έπαιξε ο Έλληνας Μιχάλης Πετυχάκης, από τη θέση του CTO, και ο Rob Wells, ο οποίος υπήρξε για 8 χρόνια επικεφαλής Digital Business της Universal και πλέον κατέχει τη θέση του CEO. Έχοντας αναπτύξει συνεργασίες με ονόματα όπως οι Sony ATV, Warner Chappell και δισκογραφικές εταιρείες όπως οι Warner Music Group, Sony Music Entertainment και Red Bull Records, η Orfium προχώρησε τον περασμένο Απρίλιο στην εξαγορά της ιαπωνικής Breaker INC, η οποία, με βάση το Τόκιο, δραστηριοποιείται στην προώθηση, μάρκετινγκ και στη δημιουργία περιεχομένου. Η Breaker, η οποία θα μετονομαστεί σε Orfium Japan, θα επιχειρήσει μια σειρά συνεργασιών στη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου για τη μουσική βιομηχανία, στους τομείς μουσικής, gaming, ψυχαγωγίας και anime.
Πρόσφατα έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας η Orfium Music Rights Greece, θυγατρική της εταιρείας, η οποία ξεκίνησε τη λειτουργία της ως Ανεξάρτητη Οντότητα Διαχείρισης (ΑΟΔ) μουσικών έργων στην ελληνική αγορά με μια αυξανόμενη λίστα εκπροσωπούμενων δικαιούχων μουσικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του αγγλο-αμερικανικού ρεπερτορίου της Universal Music Publishing και της Warner Chappell Music Publishing. Σε ό,τι αφορά την περαιτέρω ανάπτυξη της Orfium, όπως σημειώνει ο κ. Πετυχάκης, “υπάρχει μια πολύ σαφής στρατηγική εστίασης σε τρεις βασικούς πυλώνες: το μείγμα προϊόντων μας, την περαιτέρω διεθνή μας ανάπτυξη, αλλά και την επίλυση προβλημάτων για τους δικαιούχους πνευματικών δικαιωμάτων μουσικής, που προκύπτουν τόσο για εταιρείες και πλατφόρμες περιεχομένου, μουσικής, τηλεόρασης και κινηματογράφου όσο και τους ίδιους τους DSPs, όπως Spotify και Youtube”. Σε αυτούς, λοιπόν, τους άξονες αναμένεται να επικεντρωθεί τα επόμενα χρόνια η startup, η οποία, όπως λέει, έχει την εξέλιξη στο DNA της.
FlexCar
Αν μία startup έχει καταφέρει, μέχρι στιγμής, να κάνει πάταγο το 2022, αυτή αναμφίβολα είναι η FlexCar, καθώς στον τελευταίο γύρο χρηματοδότησης τον περασμένο Μάιο κατάφερε να συγκεντρώσει 210 εκατ. ευρώ, ποσό-ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα, ανεβάζοντας στα 260 εκατ. ευρώ τα συνολικά κεφάλαια που έχει μέχρι στιγμής αντλήσει.
Το συγκεκριμένο ποσό έχει βάλει την εταιρεία, η οποία προσφέρει ένα ευέλικτο μοντέλο μίσθωσης αυτοκινήτων, σε τροχιά για να διεκδικήσει τον τίτλο του επόμενου μονόκερου στο εγχώριο οικοσύστημα, επιβεβαιώνοντας, παράλληλα, τις σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης που εμφανίζει πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και την εμπιστοσύνη που δείχνουν στην ελληνική startup τα εγχώρια αλλά και ξένα Venture Capital Funds. Μια εμπιστοσύνη που δεν υπήρξε ούτε αυτονόητη ούτε εξασφαλισμένη όταν η εταιρεία έκανε πριν από περίπου 4 χρόνια τα πρώτα της βήματα, ταράζοντας τα νερά στον εγχώριο κλάδο του leasing οχημάτων. Αντίθετα, ο εκ Γερμανίας ορμώμενος ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της FlexCar, Γιώργος Δεσύλλας –ο οποίος βρέθηκε στη λίστα “Forbes 30 under 30 Greece 2021″– στην αρχή βρήκε περισσότερες πόρτες κλειστές παρά ευήκοα ώτα. “Αρχικά ελάχιστοι ήταν εκείνοι που έδειξαν ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη ιδέα, ενώ υπήρξαν και ορισμένοι που υποστήριξαν ότι δεν πρόκειται να βρούμε ούτε 15 ανθρώπους οι οποίοι θα ήταν διατεθειμένοι να αγοράσουν τις υπηρεσίες και το προϊόν μας”, θυμάται χαρακτηριστικά ο μόλις 25 ετών επικεφαλής της εταιρείας, ο οποίος δεν το έβαλε κάτω παρά τα σχόλια δυσπιστίας που συνάντησε στο ξεκίνημα. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος την ιδέα του, τοποθετώντας κάποια χρήματα που είχε στην άκρη, κάποια δανεικά από τον πατέρα του, καθώς και ορισμένα μικρότερα ποσά, με τα οποία συμμετείχαν ορισμένοι συνεργάτες του. Με αυτόν τον τρόπο συγκέντρωσε το αρχικό κεφάλαιο των 100.000 ευρώ, το οποίο κατευθύνθηκε για τη δημιουργία της πλατφόρμας, καθώς και για την αγορά των πρώτων 15 αυτοκινήτων.
Και κάπως έτσι μπήκαν τα θεμέλια της FlexCar, σηματοδοτώντας την απαρχή μιας εντυπωσιακής πορείας. Η απήχηση που είχε το ευέλικτο μοντέλο της FlexCar, καθώς ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το αυτοκίνητο ή τη μηχανή που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και να το μισθώσει για όσο χρόνο επιθυμεί, παραλαμβάνοντάς το μέσα σε διάστημα μερικών ημερών, έκανε όχι μόνο να πειστούν και οι πιο δύσπιστοι, αλλά οδήγησε στο κατώφλι της εταιρείας σημαντικούς εγχώριους και ξένους θεσμικούς επενδυτές και κεφάλαια, όπως το VentureFriends του Απόστολου Αποστολάκη, το Uni.Fund, το ισπανικό SeayaVentures, το ArenaInvestors και το FrontlineVentures. Πλέον, η FlexCar διαθέτει παρουσία σε Ελλάδα, Κύπρο και Ιταλία, ανεβάζει ταχύτητα για να επεκταθεί σε νέες αγορές, βλέποντας σε Λατινική Αμερική και Ασία, ενώ αναμένεται να ενισχύσει τον στόλο της με νέα αυτοκίνητα, στοχεύοντας να φτάσει τα 50.000 οχήματα μέχρι το 2025.
Πριν από μερικούς μήνες εγκαταστάθηκε και σε νέα γραφεία στο Νέο Ψυχικό, ενώ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να προχωρήσει στο μέλλον σε εξαγορές, καθώς, όπως επισημαίνει ο κ. Δεσύλλας, στόχος είναι να καταστεί μια παγκόσμια δύναμη στην κατηγορία της, έχοντας ως ορμητήριο την Ελλάδα.
“Αυτήν τη στιγμή είμαστε live σε τρεις χώρες και μέχρι την επόμενη χρονιά θα έχουμε παρουσία σε 5 με 6 αγορές”, αναφέρει ο 25χρονος διευθύνων σύμβουλος της FlexCar.
Σε ό,τι αφορά, τώρα, την προοπτική εισαγωγής της εταιρείας στο Χρηματιστήριο, εκτιμά ότι αποτελεί μια λογική εξέλιξη σε βάθος χρόνου, χωρίς ωστόσο να υπάρχει βιασύνη, καθώς, αν και έχει πετύχει σημαντικούς στόχους μέσα σε σύντομο διάστημα, ωστόσο διανύει ακόμη τα πρώτα στάδια δραστηριοποίησης. Με κοινό παρανομαστή τον όρο flex, ενδέχεται μελλοντικά η εταιρεία να διευρύνει το χαρτοφυλάκιο των δραστηριοτήτων της, επεκτείνοντας το μοντέλο της μίσθωσης και σε άλλα προϊόντα πέραν του αυτοκινήτου, όπως, για παράδειγμα, σε είδη τεχνολογίας, καθώς έχει θέσει ως προτεραιότητα να προσφέρει υπηρεσίες και προϊόντα τα οποία ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών.
Ωστόσο επί του παρόντος επικεντρώνεται στο leasing αυτοκινήτων και στην υλοποίηση του σχεδίου επέκτασης του εμπορικού της αποτυπώματος.
* Αναδημοσίευση από την ελληνική έκδοση του περιοδικού Forbes