Οριστικό τέλος σε μια πολυετή δικαστική διαμάχη για την τύχη ιδιωτικής έκτασης στον αρχαιολογικό χώρο του Εμποριού Χίου έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο επικύρωσε την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου που είχε κηρύξει το Υπουργείο Πολιτισμού. Με μία σημαντική απόφαση, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς των ιδιοκτητών, κρίνοντας ότι η προστασία αρχαιοτήτων πανελλήνιας σημασίας αποτελεί από μόνη της λόγο δημόσιας ωφέλειας, επαρκή για να δικαιολογήσει την αποστέρηση της ιδιωτικής κυριότητας (ΣτΕ 2044/2025).
Ο αρχαιολογικός χώρος του Εμποριού αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προϊστορικές θέσεις του νησιού, όπου έχουν εντοπιστεί ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. Η περιοχή περιλαμβάνει κατάλοιπα οικισμών, τειχών και ιερών, ενώ θεωρείται κομβικό σημείο για την κατανόηση της πολιτιστικής αλληλεπίδρασης του Αιγαίου κατά τη Μυκηναϊκή και Γεωμετρική περίοδο. Το γεγονός αυτό προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διασφάλιση της ακεραιότητας του χώρου, καθιστώντας την υπόθεση όχι απλώς ζήτημα ιδιοκτησίας αλλά και προστασίας της συλλογικής μνήμης.
Η υπόθεση αφορά ακίνητο που βρίσκεται στην περιοχή του Εμποριού Χίου, όπου έχουν εντοπιστεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα και κατάλοιπα αρχαίου ιερού. Το Υπουργείο Πολιτισμού, κατόπιν γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), προχώρησε το 2020 στην κήρυξη απαλλοτρίωσης για λόγους προστασίας και ανάδειξης των μνημείων. Οι ιδιοκτήτες της έκτασης προσέφυγαν στο ΣτΕ, υποστηρίζοντας ότι η πράξη ήταν παράνομη και αναιτιολόγητη, επικαλούμενοι σειρά διαδικαστικών και ουσιαστικών πλημμελειών.
Το Δικαστήριο, ωστόσο, απέρριψε όλες τις αιτιάσεις, επικυρώνοντας πλήρως τη νομιμότητα της διαδικασίας.
Οι κρίσιμες νομικές παραδοχές
Σύμφωνα με το ΣτΕ, η ύπαρξη αρχαίου μνημείου εντός ιδιωτικής έκτασης συνιστά αυτοτελή λόγο δημόσιας ωφέλειας, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 3028/2002 και τα άρθρα 17 και 24 του Συντάγματος. Επομένως, η κυριότητα του χώρου μπορεί και πρέπει να περιέλθει στο Δημόσιο, είτε μέσω εξαγοράς είτε μέσω απαλλοτρίωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση και η ανάδειξη των αρχαιοτήτων.
Το ΣτΕ τονίζει ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση για την απόρριψη εναλλακτικών τρόπων προστασίας (όπως η επιβολή περιορισμών στη δόμηση ή στη χρήση), διότι ο ίδιος ο νόμος θεωρεί την απαλλοτρίωση ως αναγκαίο μέσο για την προστασία των μνημείων.
Οι ισχυρισμοί των ιδιοκτητών και η απόρριψή τους
Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς των αιτούντων αφορούσε το ζήτημα της αρμοδιότητας υπογραφής της πράξης απαλλοτρίωσης, υποστηρίζοντας ότι αυτή έπρεπε να είχε εκδοθεί από κοινού από τους Υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομικών. Το ΣτΕ απέρριψε το επιχείρημα, επισημαίνοντας ότι η πράξη εκδόθηκε νομίμως από την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, καθώς η γνωμοδότηση του ΚΑΣ είχε εκδοθεί πριν την ισχύ του ν. 4622/2019, ο οποίος τροποποίησε το πλαίσιο υπογραφών.
Επίσης, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι η γνωμοδότηση του ΚΑΣ είχε καταστεί ανεπίκαιρη λόγω της παρέλευσης περίπου επτά ετών μέχρι την έκδοση της υπουργικής απόφασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος αυτός δεν υπερβαίνει τα όρια του εύλογου, αφού η καθυστέρηση οφείλεται στη μακρά διοικητική διαδικασία που περιλάμβανε εκτίμηση αξίας, κτηματολογικό διάγραμμα, εξέταση αιτήσεων θεραπείας και αναζήτηση πίστωσης. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι στο μεταξύ υπήρξε μεταβολή της κατάστασης στον χώρο ή της πρόθεσης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χίου για την προστασία των ευρημάτων.
Η σημασία της υπόθεσης για τον αρχαιολογικό χώρο του Εμποριού
Το ΣτΕ ασχολήθηκε και με τον ισχυρισμό των αιτούντων ότι σε παρακείμενες ιδιοκτησίες είχαν επιτραπεί κατά το παρελθόν οικοδομικές εργασίες, γεγονός που, κατά την άποψή τους, αναιρούσε την ανάγκη απαλλοτρίωσης. Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκανε δεκτή την τεκμηρίωση της Εφορείας Αρχαιοτήτων, σύμφωνα με την οποία το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου του Εμποριού, αλλά εκτός των Ζωνών Α΄ και Β΄ προστασίας. Όπως διευκρινίστηκε, οι οικοδομικές άδειες που είχαν εκδοθεί σε όμορες περιοχές αφορούσαν περιπτώσεις όπου δεν είχαν βρεθεί αρχαιότητες ή είχαν εντοπιστεί ευρήματα μικρότερης αρχαιολογικής αξίας, ενώ τα ακίνητα που βρίσκονται πλησίον της θέσης του λεγόμενου «Ιερού του Λιμανιού» παραμένουν αδόμητα.
Το Δικαστήριο απέρριψε, τέλος, ως απαράδεκτους τους ισχυρισμούς περί παρανόμων ρυμοτομικών βαρών που επιβλήθηκαν σε τμήματα της ιδιοκτησίας, επισημαίνοντας ότι οι πράξεις αυτές δεν μπορούσαν να κριθούν παρεμπιπτόντως, καθώς δεν είχε προηγηθεί αίτημα ανάκλησής τους προς τη Διοίκηση.
Η ευρωπαϊκή και διεθνής διάσταση της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς
Η νομολογιακή κατεύθυνση που ακολουθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση του Εμποριού δεν αποτελεί μεμονωμένη ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο υποχρεώσεων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ήδη από τη Σύμβαση της Γρανάδας (1985) του Συμβουλίου της Ευρώπης, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον ν. 2039/1992, προβλέπεται ότι κάθε κράτος οφείλει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία νομικά, διοικητικά και τεχνικά μέτρα για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής του κληρονομιάς. Η σύμβαση αυτή επισημαίνει ότι η προστασία των μνημείων δεν αποτελεί μόνο υποχρέωση του κράτους έναντι των πολιτών του, αλλά και διεθνή δέσμευση για τη διαφύλαξη ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτιστικού αποθέματος.
Αντίστοιχα, η Σύμβαση της Βαλέτας (1992) για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς, που κυρώθηκε με τον ν. 3378/2005, καθιερώνει την αρχή ότι η αρχαιολογική κληρονομιά αποτελεί πηγή συλλογικής μνήμης και εργαλείο ιστορικής έρευνας. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν την αποτελεσματική προστασία των αρχαιοτήτων μέσω νομοθετικών, διοικητικών και επιστημονικών μηχανισμών, ενώ προβλέπεται ρητά η ανάγκη πρόληψης των κινδύνων που απορρέουν από την αστική ανάπτυξη και τις οικοδομικές δραστηριότητες.
Παράλληλα, και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει πολλάκις αναγνωρίσει ότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστά θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ικανό να δικαιολογήσει περιορισμούς στο δικαίωμα ιδιοκτησίας. Στην θεμελιώδη υπόθεση Beyeler κατά Ιταλίας (2000), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άσκηση δικαιώματος προτίμησης από το ιταλικό κράτος για την απόκτηση έργου τέχνης μεγάλης πολιτιστικής αξίας αποτελεί επέμβαση συμβατή με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι αρχές της αναλογικότητας και της δίκαιης αποζημίωσης.
Η απόφαση αυτή εδραίωσε τη θέση ότι η πολιτιστική προστασία δεν αντιβαίνει στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινωνικής λειτουργίας της, δηλαδή του ρόλου που η ιδιοκτησία καλείται να διαδραματίσει υπέρ του κοινού συμφέροντος.
Απόφαση με βαρύνουσα σημασία
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας θεωρείται σημαντική, καθώς επιβεβαιώνει τη διαχρονική θέση της ελληνικής δικαιοσύνης ότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς υπερέχει κάθε άλλου ιδιωτικού συμφέροντος. Με την κρίση αυτή, το ΣτΕ ενισχύει περαιτέρω τη νομολογία που αναγνωρίζει τον σεβασμό στα αρχαία μνημεία ως θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους και αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας του τόπου.
Επιπλέον, κινείται πλήρως σε αρμονία με το ευρωπαϊκό δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα, επιβεβαιώνοντας ότι η προστασία των αρχαιοτήτων δεν αποτελεί απλώς εθνική επιλογή πολιτιστικής πολιτικής, αλλά νομική υποχρέωση διεθνούς χαρακτήρα.







