Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Αρ. Αποφ.568/2018 – Τμήμα Ε`
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Δ. Πυργάκης
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγρ. 1 περίπτ. θ΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως η παράγρ. 1 αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθ. 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222), η κρινόμενη αίτηση ανήκει στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου. Ενόψει, όμως, του χρόνου ασκήσεως της αιτήσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει ειδικός λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να κρατηθεί η υπόθεση και η αίτηση ακυρώσεως να εκδικασθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (βλ. ΣτΕ 585/2016 επταμ. ).
3. Επειδή, ο πρώτος αιτών παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης (βλ. δήλωση με αριθμό πρωτ. ΣτΕ Π3206/13.5.2015). Επομένως, η δίκη πρέπει, ως προς αυτόν, να κηρυχθεί καταργημένη, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989.
4. Επειδή, o τρίτος των αιτούντων, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε εμφανίσθηκε για να εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου, δεν προσκομίσθηκε δε μέχρι τη συζήτηση συμβολαιογραφικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν, ως απαράδεκτη, κατ’ αρ. 27 του π.δ. 18/1989, ως ισχύει, ασκείται δε παραδεκτώς κατά τα λοιπά.
5. Επειδή, μετά την τροποποίηση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 283 του ν.3852/2010 με το άρθρο 6 παρ. 13 του ν. 4071/2012, οι εκκρεμείς δίκες των πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων οργάνων τους, οι οποίες είχαν εκδοθεί ή συντελεστεί πριν από την ισχύ του ν. 3852/2010 κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών, τον προέλεγχο αυτών, τον έλεγχο των σχετικών μελετών, συνεχίζονται μετά τις 11.4.2012 αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τους δήμους, οι οποίοι ασκούν τις εν λόγω αρμοδιότητες, από τους ίδιους δε δήμους συνεχίζονται οι δίκες αυτές και μετά την 1.1.2013, δυνάμει του άρθρου 1 της από 31.12.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4147/2013 (ΣτΕ 358/2016, βλ. ΣτΕ 1161/2013, 1162/2013, 4413/2012, 4300/2012). Εν προκειμένω, η Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Βόλου, με το υπ’ αριθ. πρωτ. 3325/5.6.2013 έγγραφό της προς το Συμβούλιο της Επικρατείας απέστειλε στοιχεία σχετικά με την επίδικη υπόθεση. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 3852/2010 και όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα έγγραφα, ο ανωτέρω δήμος παρέχει διοικητική υποστήριξη στον Δήμο Νοτίου Πηλίου για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του άρθρου 75 παρ. Ι τομέας β΄ περιπτ. 11 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. Επομένως, η παρούσα δίκη, η οποία έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας πράξεων που εκδόθηκαν από όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας προ του ν. 3852/2010 (υπ’ αριθ. 622/2009 άδεια οικοδομής και υπ’ αριθ. 2/2009 γνωμοδότηση της Ε.Π.Α.Ε. Νομού Μαγνησίας, κατ’ εφαρμογή της σχετικής με την έκδοση οικοδομικών αδειών νομοθεσίας, συνεχίζεται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τον Δήμο Βόλου.
6. Επειδή, η έκδοση οικοδομικής άδειας κατόπιν εγκρίσεως της Ε.Π.Α.Ε. αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, κατά την οποία στην τελικώς εκδιδόμενη οικοδομική άδεια ενσωματώνεται και η έγκριση της Ε.Π.Α.Ε, που χάνει την εκτελεστότητά της, ελεγχόμενη πλέον επ’ ευκαιρία προσβολής της οικοδομικής άδειας (ΣτΕ 2739/2014, 4000/2004 επταμ., κ.ά.). Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, απαραδέκτως προσβάλλεται ευθέως η 2/2009 εγκριτική πράξη της Ε.Π.Α.Ε., η οποία ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη 622/2009 οικοδομική άδεια. Ως συμπροσβαλλόμενες, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση θεωρούνται οι εκδοθείσες, μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, υπ’ αριθ. 6617/10 και 9029/10 αναθεωρήσεις της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας.
7. Επειδή, η τεχνική εταιρεία «ΑΦΟΙ ΤΡΙΑΝΤ. ΣΒΕΡΩΝΗ Ο.Ε.», δικαιούχος της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας, απέστειλε στο Δικαστήριο, μετά τη σχετική κατά νόμο κοινοποίηση της αιτήσεως ακυρώσεως για παρέμβαση, έγγραφο, χωρίς χρονολογία σύνταξης, με το οποίο αναπτύσσει τις απόψεις της. Το έγγραφο αυτό, που δεν κατατέθηκε κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 19 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), αλλά εστάλη ταχυδρομικώς, και δεν υπογράφεται από δικηγόρο (κατ’ άρθρο 17 παρ. 4 του ίδιου π.δ/τος), δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρέμβαση και δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο.
8. Επειδή, με τις διατάξεις της παρ. 1 και 6 του άρθρου. 24 του Συντάγματος το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, στοιχείο του οποίου αποτελούν τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία, ανήχθη σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό και επιβλήθηκε στο Κράτος η υποχρέωση να λαμβάνει προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την προστασία του, σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας, παρεμβαίνοντας, στον αναγκαίο βαθμό, στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., 2500/2009, 1413/2003 επταμ., 613/2002 Ολομ. κ.ά.). Οι επιβαλλόμενοι για την προστασία του περιβάλλοντος περιορισμοί, που ρυθμίζονται αποκλειστικώς από το άρθρο 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας, τους οποίους επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., 1455/2004, 613/2002 Ολομ., 2602/2000, 1097/1987 Ολομ., κ.ά.), δύναται δε να εξικνούνται και μέχρι την ολοσχερή απαγόρευση της δόμησης σε περιοχές στις οποίες η ιδιαίτερη φύση τους και η εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών το επιβάλλουν (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., 3606/2007, 2606/2005 επταμ., κ.ά.). Ειδικά για τους παραδοσιακούς οικισμούς, οι οποίοι αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία περιλαμβάνει την καταγραφή, την αξιολόγηση και την οριοθέτησή τους, η οποία γίνεται μόνο με π.δ. (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., 1712/1998, 2072/1997 επταμ.), το χαρακτηρισμό τους ως παραδοσιακών και τον καθορισμό ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης, που αποσκοπούν στη διατήρηση και ανάδειξή τους χωρίς να αλλοιώνεται ή να υποβαθμίζεται ο χαρακτήρας τους. Οι όροι αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον από τους όρους και περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., βλ. ΣτΕ 3303/2007, 3077/2006, 2526/2003 Ολομ., 4392/1997 κ.ά.). Εξάλλου, με την παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, το οικιστικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία. Η διάταξη αυτή απευθύνει στον κοινό και κανονιστικό νομοθέτη επιταγές να ρυθμίσει την εξέλιξη των οικισμών βάσει ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλαδή σχεδιασμού, ο οποίος τελείται σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης και διαφυλάσσει την ιδιομορφία και την εν γένει φυσιογνωμία κάθε περιοχής, ώστε να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι, κατά το δυνατόν, όροι διαβίωσης εντός των οικισμών (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., 1456/2005, 2526/2003 Ολομ., 2809/2002, 173/1998).
9. Επειδή, εξάλλου, το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον του Πηλίου υπάγεται σε ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας. Ειδικότερα, με τη 10977/16.5.1967 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως (Β΄ 352), η οποία εκδόθηκε βάσει του κ.ν. 5351/1932 (Α΄ 275) και του
ν. 1469/1950 (Α΄ 169), χαρακτηρίσθηκαν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία και τόποι παρουσιάζοντες ιδιαίτερο φυσικό κάλλος ή ενδιαφέροντες από αρχιτεκτονική ή ιστορική άποψη οι οικισμοί Τσαγκαράδα και Τρίκερι και τμήματα άλλων έξι οικισμών του Πηλίου. Στη συνέχεια, με τη Φ.31/24512/1858/3.5.1976 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 652), η οποία εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του ν. 1469/1950, το όρος Πήλιο, μαζί με τους οικισμούς του, χαρακτηρίσθηκε ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους «δια την ιδιαιτέραν φυσιογνωμίαν του, την αφάνταστον ποικιλίαν χρωματικών εναλλαγών και τον έξοχον συνδυασμόν πυκνής βλαστήσεως και θέας προς την θάλασσαν» (παρ. 1), οι δε οικισμοί του Πηλίου χαρακτηρίσθηκαν ως τόποι χρήζοντες ειδικής κρατικής προστασίας, «καθ’ ότι διατηρηθέντες αναλλοίωτοι από της εποχής της Τουρκοκρατίας, με τον μεγάλον αριθμόν αρχοντικών και παραδοσιακών οικιών, γραφικωτάτων πλατειών και δρομίσκων, συνθέτουν μοναδικήν εικόνα, ενθυμίζουν δε το πλούσιον εις ιστορίαν παρελθόν» (παρ. 2). Το θεσπισθέν με την ανωτέρω υπουργική απόφαση προστατευτικό καθεστώς διατηρήθηκε με το άρθρο 31 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), σύμφωνα με την παρ. 9 του οποίου ό,τι έχει κηρυχθεί και προστατεύεται, μεταξύ άλλων, ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1469/1950, εντάσσεται με προεδρικό διάταγμα στις κατηγορίες του άρθρου 18 παρ. 3 του ίδιου νόμου [ήτοι, όπως ο ν. 1650/1986 ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας, σε περιοχές απόλυτης προστασίας ή προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενους σχηματισμούς, τοπία και στοιχεία του τοπίου και περιοχές οικοανάπτυξης], σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, ενώ, σύμφωνα με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου 31, μέχρι την έκδοση του σχετικού διατάγματος και των οικείων κανονισμών λειτουργίας και διαχείρισης, τα αντικείμενα προστασίας της προηγούμενης παραγράφου εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του ν. 1469/1950. Περαιτέρω, με το π.δ της 10.3-1.4.1977 (Δ΄ 94), το οποίο εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του ν.δ. της 17.7-16.8.1923 (Α΄ 228) και του ΓΟΚ/1973 [ν.δ. 8/1973 (Α΄ 124)], θεσπίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης για δεκαοκτώ προϋφισταμένους του 1923 οικισμούς του Πηλίου και, στη συνέχεια, κατ’ εξουσιοδότηση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 9 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923 και του άρθρου 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973 [άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 622/1977 (Α΄ 171)], εκδόθηκε το π.δ. της 19.10-13.11.1978 (Δ΄ 594), με το οποίο χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί και υπήχθησαν σε ειδικό καθεστώς όρων δόμησης πλείονες οικισμοί της χώρας, μεταξύ των οποίων είκοσι οικισμοί του Πηλίου, συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω δεκαοκτώ. Τέλος, με το π.δ. της 11.6-4.7.1980 (Δ΄ 374), το οποίο εκδόθηκε βάσει των αυτών εξουσιοδοτικών διατάξεων, χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί, ομαδοποιήθηκαν ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους και εντάχθηκαν σε ειδικό καθεστώς προστασίας οι ανωτέρω είκοσι και επιπλέον σαράντα τέσσερις οικισμοί του Πηλίου, μεταξύ των οποίων ο οικισμός της «Άνω Γατζέας» Πηλίου (άρθρο 1 παρ. 2 ομάδα ΙΙ στοιχ. 8 του π.δ/τος της 11.6-4.7.1980). Εξάλλου, με την απόφαση 2006/613/ΕΚ της 19.7.2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 259/21.9.2006), το όρος Πήλιο και η παράκτια θαλάσσια ζώνη εντάχθηκε στο Ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000 με κωδ. αριθμό GR1430001, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (ΕΕ L 206), η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με την κ.υ.α. 33318/3028/28.12.1998 (Β΄ 1289).
10. Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι όροι και περιορισμοί δόμησης οι οποίοι διέπουν τους χαρακτηρισθέντες με το ως άνω π.δ. της 19.10/13.11.1978 ως παραδοσιακούς οικισμούς, αποτελούν το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας όλων των παραδοσιακών οικισμών, τυχόν δε προγενέστεροι ειδικοί όροι δόμησης κατισχύουν μόνον εφόσον κατατείνουν σε αποτελεσματικότερη προστασία του οικισμού (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., 3077/2006, 2160/2003, 3748/2000). Στην προκείμενη περίπτωση, ο οικισμός Άνω Γατζέα, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνεται στην ομάδα ΙΙ του άρθρου 2 παρ. 1 του π.δ. της 11.6-4.7.1980. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει σαράντα εννέα οικισμούς του Πηλίου, οι οποίοι, όπως αναφέρεται στη σχετική διάταξη του εν λόγω π.δ/τος, «διατηρούν τον παραδοσιακόν των χαρακτήρα με μικράς μόνον αλλοιώσεις», στο ίδιο δε π.δ. περιλαμβάνονται όλοι οι οικισμοί που είχαν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακοί με το π.δ. της 19.10-13.11.1978 και οι οικισμοί τους οποίους αφορά το π.δ. της 10.3-1.4.1977. Εφόσον, λοιπόν, με το π.δ. της 11.6-4.7.1980 ο οικισμός Άνω Γατζέα εντάχθηκε στην ίδια ομάδα με τους οικισμούς που χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί με το π.δ. της 19.10-13.11.1978 και δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο χώρος του Πηλίου είναι κατ’ ουσίαν ενιαίος (βλ. πρακτικό 249/17/20.3.1979 του Σ.Δ.Ε., κατ’ επίκληση του οποίου εκδόθηκε το π.δ. της 11.6-4.7.1980 και με το οποίο υιοθετήθηκε σχετική εισήγηση, στην οποία αναφέρεται ότι με τις ρυθμίσεις που περιελήφθησαν στο π.δ. της 11.6-4.7.1980 κατ’ ουσίαν επεκτείνεται, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις, το ειδικό δ/γμα της 10.3-1.4.1977 «σε όλους ανεξαιρέτως τους οικισμούς του Πηλίου μια που ο χώρος αυτός, δομημένος και ελεύθερος, αποτελεί μια ενότητα»), έπεται ότι και επί του οικισμού της Άνω Γατζέας εφαρμόζονται συμπληρωματικά, για θέματα που δεν ρυθμίζονται με το π.δ. αυτό, οι διατάξεις του δ/τος – πλαισίου των παραδοσιακών οικισμών της 19.10-13.11.1978, καθώς επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και οι διατάξεις του π.δ/τος της 10.3-1.4.1977, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του π.δ. της 19.10-13.11.1978 (βλ. ΣτΕ 2888/2014 επταμ., ad hoc).
11. Επειδή, όπως επίσης έχει κριθεί, από τις διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων διαταγμάτων περί προστασίας των οικισμών του Πηλίου προκύπτει ότι τα νέα κτίρια που ανεγείρονται εντός χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού πρέπει να εντάσσονται στο οικιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η ογκοπλαστική μορφή τους πρέπει να συνάδει με τα παραδοσιακά πρότυπα ως προς τη σύνθεση, την κλίμακα και τις αναλογίες των όγκων (βλ. άρθρα 3 παρ. 1 του π.δ. της 11.6-4.7.1980 και 3 παρ. 1, 2 και 3 του π.δ. της 19.10-13.11.1978), σύμφωνα άλλωστε με γενικό κανόνα του πολεοδομικού δικαίου, κατά τον οποίο κάθε νέο κτίριο πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής και να εντάσσεται αρμονικά στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον [βλ. άρθρο 3 παρ. 1-2 του ΓΟΚ/1985, ν. 1577/1985 (Α΄ 210) – άρθρο 327 παρ. 1 – 2 Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, που κυρώθηκε με το π.δ. της 14/27.7.1999 (Δ΄ 580)]. Εξάλλου από τα διαδοχικά νομοθετήματα περί προστασίας του Πηλίου και τα στοιχεία του φακέλου συνάγεται ότι στους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου το παραδοσιακό πρότυπο δόμησης συνίσταται στην ανέγερση σε κάθε ιδιοκτησία ενός κτιρίου κύριας κατοικίας και των τυχόν βοηθητικών κτιρίων αυτής (αποθήκη, παράσπιτο, φούρνος κ.λπ.), όχι δε περισσότερων αυτοτελών κτιρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας, το οποίο είναι ξένο και ασύμβατο με τα παραδοσιακά πρότυπα της περιοχής. Τούτο προκύπτει επίσης από τη διατύπωση και το πνεύμα των σχετικών νομοθετημάτων και τα στοιχεία στα οποία αυτά ερείδονται (βλ. εισήγηση, σελ. 6, 7, 15, που υιοθετήθηκε με το 249/20.3.1979 πρακτικό του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων (Σ.Δ.Ε.), βάσει του οποίου εκδόθηκε το π.δ. της 11.6-4.7.1980). Η ερμηνεία αυτή επιρρωνύεται α) εκ του ότι για την εκτός σχεδίου και οικισμών περιοχή του Πηλίου, η οποία αποτελεί ενιαίο χώρο με τους οικισμούς, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. της 11.6-4.7.1980 παραπέμπει στο άρθρο 10 του π.δ. της 6.10.1978 περί εκτός σχεδίου δόμησης (Δ΄ 538) όπως ίσχυε αρχικά, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται μόνο μία οικοδομή κατοικίας ανά γήπεδο εκτός σχεδίου, και εκ του ότι για το Πήλιο καθιερώθηκε σταδιακά, από το 1977 και εξής, ανώτατο όριο «εκμεταλλεύσεως», ήτοι συνολικής κάλυψης κύριων και βοηθητικών κτισμάτων ανά οικόπεδο, μικρού σχετικά ύψους, το οποίο προϋποθέτει και συνεπάγεται την ανέγερση μίας κύριας οικοδομής και των τυχόν βοηθητικών κτισμάτων αυτής και όχι «συγκροτημάτων» περισσότερων κατοικιών. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 παρ. 2 του ως άνω π.δ. της 10.3-1.4.1977 ορίσθηκε ότι στους χαρακτηρισθέντες με το δ/γμα αυτό παραδοσιακούς οικισμούς η καλυπτόμενη επιφάνεια δεν δύναται να υπερβεί τα 200 τ.μ. και η συνολική καλυπτόμενη επιφάνεια ορόφων ανά οικόπεδο τα 300 τ.μ. Στη συνέχεια, με το άρθρο 9 παρ. 4 του π.δ. της 24.4-3.5.1985 (Δ΄ 181) ορίσθηκε ότι στους χαρακτηρισθέντες παραδοσιακούς οικισμούς με το π.δ. της 19.10-13.11.1978, το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, έχει εφαρμογή και στον οικισμό της Άνω Γατζέας, εφαρμόζονται οι καθοριζόμενοι στην παρ. 2 του άρθρου 5 αυτού (δ/τος 1985) όροι δόμησης, μεταξύ των οποίων και ανώτατο όριο συνολικής κάλυψης ορόφων κύριων και βοηθητικών κτιρίων ανά ιδιοκτησία ανερχόμενο σε 300 τ.μ. (ήτοι 260 τ.μ. για κύριους και 60 τ.μ. για βοηθητικούς χώρους), το οποίο στη συνέχεια, μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 του άνω άρθρου 5 με το άρθρο 1 παρ. 2β του π.δ. της 14-23.2.1987 (Δ´ 133), ορίσθηκε σε 400 τ.μ. συνολικά, δηλαδή για κύρια και βοηθητικά κτίσματα. Εξάλλου τα ανωτέρω διαδοχικώς ισχύσαντα ανώτατα όρια εκμετάλλευσης οικοπέδων, ανεξαρτήτως ποσοστού κάλυψης και συντελεστή δόμησης, ανταποκρίνονται σε πραγματική κατάσταση επικρατούσα στους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των οικείων συλλογικών γνωμοδοτικών οργάνων του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (πρώην Δημοσίων Έργων), οι οποίες ερείδονται σε συστηματικές μελέτες «αναγνώρισης της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας» των οικισμών (βλ. ιδίως πρακτικό 294/4.6.1993 του Κ.Σ.Χ.Ο.Π. επί του π.δ. της 17.4-16.5.1997 (Δ΄ 383), τροποποιητικού του π.δ/τος της 11.6-4.7.1980, και, ειδικότερα στη σελ. 20 της σχετικής εισήγησης). Και ναι μεν το άρθρο 2 παρ. 3 του π.δ. της 11.6-4.7.1980 προβλέπει διάσπαση της οικοδομής όταν η κάλυψη υπερβαίνει τα 150 τ.μ., εξ αυτού όμως δεν συνάγεται ότι αυτό επιτρέπει την κατασκευή περισσότερων αυτοτελών κατοικιών στο ίδιο οικόπεδο (συγκροτημάτων κατοικιών), διότι, ερμηνευόμενο στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος προστασίας των οικισμών του Πηλίου που εισάγεται με το πλέγμα των προαναφερόμενων νομοθετημάτων, αφορά προδήλως τη διάσπαση του όγκου μίας αυτοτελούς οικοδομής κατοικίας, η ανέγερση της οποίας επιτρέπεται από τις κείμενες διατάξεις, και όχι την ανέγερση περισσότερων αυτοτελών κατοικιών (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., ad hoc).
12. Επειδή, όπως έχει κριθεί, με τα διατάγματα που εκδίδονται βάσει του άρθρου 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973 (ν.δ. 7/1973 – βλ. άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 622/1977), όπως τα π.δ. της 19.10-13.11.1978, της 24.4-3.5. 1985 και της 11.6-4.7.1980, μπορούν να επιβάλλονται όροι και περιορισμοί δόμησης και να καθορίζονται χρήσεις των ακινήτων, διαφορετικοί από αυτούς που προβλέπει ο Γ.Ο.Κ., σε οικισμούς ή τμήματα οικισμών που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακοί. Οι επιβαλλόμενοι αυτοί ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και οι χρήσεις πρέπει να τελούν σε άμεση συνάρτηση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση και ανάδειξη του ιδιαίτερου πολεοδομικού, αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των παραδοσιακών οικισμών και να δικαιολογούνται ως προς την αναγκαιότητα επιβολής τους για την προστασία του χαρακτήρα αυτού, με συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να προκύπτουν από τα στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση του οικείου διατάγματος (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., βλ. ΣτΕ 1915/1994, πρβλ. ΣτΕ 4707, 3677/1987, Π.Ε. 43/2004).
13. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια (622/2009) επιτράπηκε η ανέγερση «συγκροτήματος κατοικιών» εντός του παραδοσιακού οικισμού «Άνω Γατζέα» στο Πήλιο Μαγνησίας. Αρχικά η άδεια αφορούσε στην ανέγερση επτά (7) ανεξάρτητων κτιρίων κατοικιών επί ενός οικοπέδου, τμήμα του οποίου ευρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού της Άνω Γατζέας και τμήμα του εκτός των ορίων του οικισμού, η τοποθέτηση δε των κτιρίων περιοριζόταν μόνο στο εντός του οικισμού τμήμα του συνολικού οικοπέδου. Η άδεια αφορούσε επίσης τη δημιουργία κλειστών και υπαίθριων χώρων στάθμευσης και την κατασκευή τριών πισινών. Ακολούθησαν οι υπ’ αριθ. 6617/10 και 9029/10 αναθεωρήσεις της οικοδομικής άδειας με μείωση της πραγματοποιούμενης δόμησης, αναδιατάξεις στη χωροθέτηση των κτιρίων, λόγω μείωσης της επιφάνειας του οικοπέδου (απόσχιση του εκτός σχεδίου τμήματος και λοιπές μεταβολές) και κατασκευή πέντε μικρότερων πισινών (αντί των αρχικών τριών), καθώς και ενημερώσεις του φακέλου ως προς τη θέση των χώρων στάθμευσης και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, κατάργηση μιας πισίνας και αποτύπωση των επί μέρους ιδιοκτησιών μετά τη σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας στο οικόπεδο, το εμβαδόν του οποίου διαμορφώθηκε τελικά στα 2.401,08 τ.μ.. Της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας είχαν προηγηθεί τέσσερις εγκρίσεις της αρμόδιας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Ε.Π.Α.Ε.), για την κατασκευή τρίτου ορόφου καθώς και για την έγκριση της αρχικής μελέτης, της αναθεώρησης και της ενημέρωσης του φακέλου.
14. Επειδή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 11, εντός του παραδοσιακού οικισμού της Άνω Γατζέας Πηλίου δεν επιτρέπεται η ανέγερση στο ίδιο οικόπεδο περισσότερων αυτοτελών κτιρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας (συγκρότημα κατοικιών). Η απαγόρευση δε αυτή συνάδει με τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν περιορίζει υπέρμετρα την ιδιοκτησία και την οικονομική ελευθερία, διότι δεν καθιστά αδόμητα τα οικόπεδα εντός των οικισμών, αλλά επιτρέπει την λελογισμένη εκμετάλλευσή τους, βάσει κανόνων και προτύπων που ίσχυαν ανέκαθεν στην προστατευόμενη περιοχή. Επομένως η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 2887, 2888/2014 επταμ., πρβλ. ΣτΕ 4575-4577/2009 επταμ., 1915/1994, 3984/1980, 3954/1979). Επομένως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, μη νομίμως εκδόθηκαν η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, αναθεωρημένη κατά τα ανωτέρω, η οποία αφορά στην ανέγερση «συγκροτήματος κατοικιών», ήτοι επτά (7) ανεξάρτητων κτιρίων κατοικιών επί του ίδιου οικοπέδου, εντός του παραδοσιακού οικισμού της «Άνω Γατζέας» στο Πήλιο Μαγνησίας.
15. Eπειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, όπως ισχύει μετά τις πράξεις αναθεώρησής της και τις ενημερώσεις του φακέλου, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
Περίληψη: Με την απόφαση του ΣτΕ 568/2018, ακυρώθηκε η υπ’ αριθ. 622/2009 Άδεια Οικοδομής, στο σύνολό της, για την ανέγερση «συγκροτήματος κατοικιών», ήτοι επτά (7) ανεξάρτητων κτιρίων κατοικιών επί του ίδιου οικοπέδου, εντός του παραδοσιακού οικισμού της «Άνω Γατζέας» στο Πήλιο Μαγνησίας και η υπ’ αριθ. 2/2009 γνωμοδότηση της Ε.Π.Α.Ε. Νομού Μαγνησίας, κατ’ εφαρμογή της σχετικής με την έκδοση οικοδομικών αδειών νομοθεσίας.
Ως συμπροσβαλλόμενες, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση θεωρούνται οι εκδοθείσες μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, υπ’ αριθ. 6617/10 και 9029/10 αναθεωρήσεις της προσβαλλόμενης Οικοδομικής Άδειας.
Από τις διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων διαταγμάτων περί προστασίας των οικισμών του Πηλίου προκύπτει ότι το παραδοσιακό πρότυπο δόμησης στους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου συνίσταται στην ανέγερση σε κάθε ιδιοκτησία ενός κτιρίου κύριας κατοικίας και των τυχόν βοηθητικών κτιρίων αυτής (αποθήκη, παράσπιτο, φούρνος κ.λπ.), όχι δε περισσότερων αυτοτελών κτιρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας, το οποίο είναι ξένο και ασύμβατο με τα παραδοσιακά πρότυπα της περιοχής. Δύναται η διάσπαση της οικοδομής όταν η κάλυψη υπερβαίνει τα 150 τ.μ., εξ αυτού όμως δεν συνάγεται ότι αυτό επιτρέπει την κατασκευή περισσότερων αυτοτελών κατοικιών στο ίδιο οικόπεδο (συγκροτημάτων κατοικιών), διότι, ερμηνευόμενο στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος προστασίας των οικισμών του Πηλίου, αφορά προδήλως τη διάσπαση του όγκου μιας αυτοτελούς οικοδομής κατοικίας, η ανέγερση της οποίας επιτρέπεται από τις κείμενες διατάξεις, και όχι την ανέγερση περισσότερων αυτοτελών κατοικιών.
Σχόλιο: Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας που σχετίζεται, με την προστασία και διαχείριση του φυσικού αλλά και του δομημένου περιβάλλοντος έχει την δική της «συμπαγή διαδρομή», από το 2001 και εντεύθεν (το 2011 ήταν το έτος κατά το οποίο μεταφέρθηκε στο Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικράτειας η αρμοδιότητα για το σύνολο των πολεοδομικών υποθέσεων).
Η διαδρομή αυτή αποτελείται από έναν σημαντικό αριθμό αποφάσεων, οι οποίες διακρίνονται σε μεγάλο βαθμό για τη συνοχή και κυρίως τη συνέχειά τους ως προς τον τρόπο προσέγγισης των βασικών κάθε φορά θεμάτων που τίθενται προς κρίση. Η έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος, οποία μπορεί μεν πρωταρχικά να αφορά τις αμιγείς υποθέσεις προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, συνήθως, δεν παύει να σχετίζεται άμεσα με υποθέσεις που εμπίπτουν στον χαρακτηρισμό «πολεοδομικές υποθέσεις».
Η σχολιαζόμενη απόφαση ανήκει στην κατηγορία εκείνη, όπου τα θέματα που καθόρισαν την έκβαση των υποθέσεων αντιμετωπίσθηκαν στο πλαίσιο αυτής ταύτης της ειδικής νομοθεσίας που ρυθμίζει τη διαχείριση των παραδοσιακών οικισμών, οι οποίοι αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς και ο χαρακτηρισμός τους ως παραδοσιακών με τον καθορισμό των ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης, αποσκοπούν στη διατήρηση και ανάδειξή τους χωρίς να αλλοιώνεται ή να υποβαθμίζεται ο χαρακτήρας τους. `Αλλωστε, το οικιστικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή απευθύνει στον κοινό και κανονιστικό νομοθέτη επιταγές να ρυθμίσει την εξέλιξη των οικισμών βάσει ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλαδή σχεδιασμού, ο οποίος τελείται σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης και διαφυλάσσει την ιδιομορφία και την εν γένει φυσιογνωμία κάθε περιοχής, ώστε να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι, κατά το δυνατόν, όροι διαβίωσης εντός των οικισμών.
Στην αναφερόμενη υπόθεση αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της έγκρισης πράξεων που εκδόθηκαν από όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας προ του Ν. 3852/2010 και πιο συγκεκριμένα η υπ’ αριθ. 622/2009 Άδεια Οικοδομής (για την ανέγερση «συγκροτήματος κατοικιών», ήτοι επτά (7) ανεξάρτητων κτιρίων κατοικιών επί του ίδιου οικοπέδου, εντός του παραδοσιακού οικισμού της «Άνω Γατζέας» στο Πήλιο Μαγνησίας) και η υπ’ αριθ. 2/2009 γνωμοδότηση της Ε.Π.Α.Ε. Νομού Μαγνησίας, κατ’ εφαρμογή της σχετικής με την έκδοση οικοδομικών αδειών νομοθεσίας.
Ως συμπροσβαλλόμενες, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση θεωρούνται οι εκδοθείσες μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, υπ’ αριθ. 6617/10 και 9029/10 αναθεωρήσεις της προσβαλλόμενης Οικοδομικής Άδειας.
Στην προκειμένη περίπτωση το κρίσιμο ζήτημα συνίστατο στο κατά πόσον άδεια οικοδομής που είχε εκδοθεί, ήταν συμβατή με το ειδικό καθεστώς δόμησης του Πηλίου.
Το δικαστήριο με την απόφαση του, πως μη νομίμως εκδόθηκαν η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια και οι αναθεωρήσεις της, και η ακύρωσή της οικοδομικής αδείας στο σύνολό της ήλθε να επιβεβαιώσει την προγενέστερη πάγια νομολογία του.
Κατά την άποψη μας, το ΣτΕ ορθώς έκρινε τα παραπάνω και η ορθότητα της θέσης αυτής δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, αν ληφθούν υπόψη τα εξής: Πρώτον, η δυνατότητα που παρέχει η νομοθεσία για την δόμηση σε παραδοσιακούς οικισμούς είναι μια εξαιρετική δυνατότητα, η ρύθμιση δε που την προβλέπει θα πρέπει να εφαρμόζεται εξ ορισμού, κατά μοναδικό τρόπο. Δεύτερον, το θεμελιώδες κριτήριο για τη χορήγηση της όποιας οικοδομικής άδειας δεν μπορεί παρά να είναι ο «απόλυτος κανόνας» στο σύνολο των περιπτώσεων, πως η νοητή προσαρμογή / ενσωμάτωση του κτιρίου στον οικισμό αφομοιώνει τα ¨παραδοσιακά χαρακτηριστικά¨ και όχι το αντίστροφο, δηλαδή, η προσαρμογή του παραδοσιακού οικισμού στις επιδιωκόμενες διαστάσεις και εν γένει στα τεχνικά χαρακτηριστικά του κτιρίου.
Ειδικότερα, ως προς την απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας, ιδιαίτερα εύστοχη θα πρέπει να θεωρηθεί η στενή συσχέτιση την οποία επιχειρεί μεταξύ του κανονιστικού περιεχομένου των παρ. 1, 2 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος και των πραγματικών δεδομένων που συνθέτουν τη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι επιβαλλόμενοι για την προστασία του περιβάλλοντος περιορισμοί, που ρυθμίζονται αποκλειστικώς από το άρθρο 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας, τους οποίους επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξάλλου, με την παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, το οικιστικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία. Η διάταξη αυτή απευθύνει στον κοινό και κανονιστικό νομοθέτη επιταγές να ρυθμίσει την εξέλιξη των οικισμών βάσει ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλαδή σχεδιασμού, ο οποίος τελείται σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης και διαφυλάσσει την ιδιομορφία και την εν γένει φυσιογνωμία κάθε περιοχής, ώστε να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι, κατά το δυνατόν, όροι διαβίωσης εντός των οικισμών. Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι όροι και περιορισμοί δόμησης οι οποίοι διέπουν τους χαρακτηρισθέντες με το ως άνω Π. Δ/γμα της 19.10/13.11.1978 ως παραδοσιακούς οικισμούς, αποτελούν το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας όλων των παραδοσιακών οικισμών, τυχόν δε προγενέστεροι ειδικοί όροι δόμησης κατισχύουν μόνον εφόσον κατατείνουν σε αποτελεσματικότερη προστασία του οικισμού.
Επομένως, η ακύρωση της με αρ.622/2009 Άδειας Οικοδομής [(για την ανέγερση «συγκροτήματος κατοικιών», ήτοι επτά (7) ανεξάρτητων κτιρίων κατοικιών επί του ίδιου οικοπέδου, εντός του παραδοσιακού οικισμού της «Άνω Γατζέας» στο Πήλιο Μαγνησίας)] και των συμπροσβαλλομένων αυτής, εκπορεύεται από τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν περιορίζει υπέρμετρα την ιδιοκτησία και την οικονομική ελευθερία, διότι δεν καθιστά αδόμητα τα οικόπεδα εντός των οικισμών, αλλά επιτρέπει την λελογισμένη εκμετάλλευσή τους, βάσει κανόνων και προτύπων που ίσχυαν ανέκαθεν στην προστατευόμενη περιοχή. Δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ/γμα 53/1974 (Α΄ 256), ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Επίσης έχει κριθεί, από τις διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων διαταγμάτων περί προστασίας των οικισμών του Πηλίου ότι τα νέα κτίρια που ανεγείρονται εντός χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού πρέπει να εντάσσονται στο οικιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η ογκοπλαστική μορφή τους πρέπει να συνάδει με τα παραδοσιακά πρότυπα ως προς τη σύνθεση, την κλίμακα και τις αναλογίες των όγκων, σύμφωνα άλλωστε με γενικό κανόνα του πολεοδομικού δικαίου, κατά τον οποίο κάθε νέο κτίριο πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής και να εντάσσεται αρμονικά στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον [άρθρο 327 παρ. 1 – 2 Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, που κυρώθηκε με το Π.Δ/γμα της 14/27.7.1999 (Δ΄ 580)].
Με τη συσχέτιση αυτή, το προαναφερόμενο κριτήριο της «προσαρμογής του κτιρίου στον οικισμό και όχι του οικισμού στο κτίριο», αποκτά σαφές και λειτουργικό περιεχόμενο, υπό την έννοια ότι δόμηση σε παραδοσιακούς οικισμούς δεν είναι επιτρεπτή όταν συνεπάγεται χωρίς σοβαρό λόγο αλλοίωση του φυσικού κάλλος, της μορφολογίας του εδάφους και της αισθητικής του τοπίου. Όλα αυτά, άλλωστε, δεν είναι παρά όψεις της αναγνωριζόμενης από το Σύνταγμα αρχής, αλλά και υποχρέωσης, περί προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος.
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων διαταγμάτων περί προστασίας των οικισμών του Πηλίου προκύπτει ότι το παραδοσιακό πρότυπο δόμησης στους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου συνίσταται στην ανέγερση σε κάθε ιδιοκτησία ενός κτιρίου κύριας κατοικίας και των τυχόν βοηθητικών κτιρίων αυτής (αποθήκη, παράσπιτο, φούρνος κ.λπ.), όχι δε περισσότερων αυτοτελών κτιρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας, το οποίο είναι ξένο και ασύμβατο με τα παραδοσιακά πρότυπα της περιοχής. Δύναται η διάσπαση της οικοδομής όταν η κάλυψη υπερβαίνει τα 150 τ.μ., εξ αυτού όμως δεν συνάγεται ότι αυτό επιτρέπει την κατασκευή περισσότερων αυτοτελών κατοικιών στο ίδιο οικόπεδο (συγκροτημάτων κατοικιών), διότι, ερμηνευόμενο στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος προστασίας των οικισμών του Πηλίου, αφορά προδήλως τη διάσπαση του όγκου μιας αυτοτελούς οικοδομής κατοικίας, η ανέγερση της οποίας επιτρέπεται από τις κείμενες διατάξεις, και όχι την ανέγερση περισσότερων αυτοτελών κατοικιών.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης, και η κρίση του ΣτΕ πως οι εκκρεμείς δίκες των πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων οργάνων τους, οι οποίες είχαν εκδοθεί ή συντελεστεί πριν από την ισχύ του Ν. 3852/2010 κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών, τον προέλεγχο αυτών, τον έλεγχο των σχετικών μελετών, συνεχίζονται μετά τις 11.4.2012 αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τους Δήμους, οι οποίοι ασκούν τις εν λόγω αρμοδιότητες. Στην περίπτωσή μας, ο Δήμος Βόλου παρείχε διοικητική υποστήριξη στον Δήμο Νοτίου Πηλίου και ειδικότερα η Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Βόλου, η οποία και με το υπ’ αριθ. πρωτ. 3325/5.6.2013 έγγραφό της προς το Συμβούλιο της Επικρατείας απέστειλε στοιχεία σχετικά με την επίδικη υπόθεση. Συνεπώς, η δίκη, η οποία έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας πράξεων που εκδόθηκαν από όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας προ του Ν. 3852/2010 (υπ’ αριθ. 622/2009 άδεια οικοδομής και υπ’ αριθ. 2/2009 γνωμοδότηση της Ε.Π.Α.Ε. Νομού Μαγνησίας), κατ’ εφαρμογή της σχετικής με την έκδοση οικοδομικών αδειών νομοθεσίας, συνεχίστηκε αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τον Δήμο Βόλου.
Από μια περισσότερο θεωρητική σκοπιά, εκείνο που έχει αξία να υπογραμμισθεί από την απόφαση αυτή, και αφορά ειδικότερα τους ¨παραδοσιακούς οικισμούς¨ είναι πως, οι επιβαλλόμενοι ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης καθώς και οι χρήσεις γης πρέπει να τελούν σε άμεση συνάρτηση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση/ανάδειξη του ιδιαίτερου πολεοδομικού, αισθητικού ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των παραδοσιακών οικισμών και να δικαιολογούνται ως προς την αναγκαιότητα επιβολής τους για την προστασία του χαρακτήρα αυτού, με συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να εδράζονται από τα στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση του οικείου διατάγματος.
Από μια πιο πρακτική σκοπιά, έχει αξία να υπογραμμιστεί η ρητή αναφορά του Δικαστηρίου, πως η έκδοση οικοδομικής άδειας κατόπιν εγκρίσεως της Ε.Π.Α.Ε. αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, κατά την οποία στην τελικώς εκδιδόμενη οικοδομική άδεια ενσωματώνεται και η έγκριση της Ε.Π.Α.Ε, που χάνει την εκτελεστότητά της, ελεγχόμενη πλέον επ’ ευκαιρία προσβολής της οικοδομικής άδειας.
Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, απαραδέκτως προσβάλλεται ευθέως η 2/2009 εγκριτική πράξη της Ε.Π.Α.Ε. του ν. Μαγνησίας, η οποία ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη 622/2009 Οικοδομική Άδεια.
Παρακολουθώντας την συντεταγμένη και συμπαγή πορεία που ακολούθησε μέχρι σήμερα η νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας στο ζήτημα της διαχείρισης που αφορά ειδικότερα τους ¨παραδοσιακούς οικισμούς¨, οι επιβαλλόμενοι ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και οι χρήσεις γης των οποίων πρέπει να τελούν σε άμεση συνάρτηση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση/ανάδειξη του ιδιαίτερου πολεοδομικού, αισθητικού ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των, θα διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι η σχέση της διατήρησης των παραπάνω χαρακτηριστικών και των πιέσεων που δημιουργεί η οικονομική κρίση για ¨επενδύσεις¨ στην κεντρική εξουσία θα είναι το σημαντικότερο ίσως θέμα που θα κληθεί στο μέλλον να αντιμετωπίσει η νομολογία.
Και τούτο βεβαίως είναι λογικό, αν αναλογισθεί κανείς ότι οι ¨ενδογενείς¨ αλλά και ¨εξωγενείς¨ πιέσεις στην κεντρική εξουσία για ¨ανάπτυξη και επενδύσεις¨ σε καιρούς βαθιάς οικονομικής ύφεσης γίνονται κατά κανόνα εις βάρος του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος.
Και είναι βεβαίως λογικό, και προκύπτει αβίαστα πως το διακύβευμα της αειφόρου και βιώσιμης ανάπτυξης σε καιρούς μακροχρόνιας οικονομικής ένδειας καθίσταται πιο κρίσιμο από ποτέ.
Θεωρούμε πως αντίδοτο στην πίεση που ασκεί η γενικότερη κρίση και που εν τέλει δηλητηριάζει την σχέση της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης, είναι ο βαθμός συνείδησης και ύψιστης εγρήγορσης όλων των εμπλεκομένων μερών, η προσήλωσή τους στις συνταγματικές επιταγές και κυρίως η αίσθηση του χρέους προς τις επερχόμενες γενεές.