Η αλματώδης ψηφιακή και τεχνολογική εξέλιξη που εμφανίζεται καθημερινά με τη μορφή συστημάτων αυτοματισμού και τεχνητής νοημοσύνης θα οδηγήσει στο άμεσο μέλλον σε ένα νέο παραγωγικό περιβάλλον, το οποίο θα επηρεάσει καθοριστικά την οργάνωση των εργασιακών σχέσεων και θα θέσει νέα δεδομένα στην αλληλεπίδραση της τεχνολογίας με τον άνθρωπο.
Τα ρομπότ του μέλλοντος δεν θα διεκπεραιώνουν αποδοτικά και αποτελεσματικά μόνο τυποποιημένες και επαναλαμβανόμενες εργασίες, αλλά θα εκτελούν πολυσύνθετες εργασίες, θα αναλύουν πολυσύνθετα δεδομένα, θα λαμβάνουν και θα υλοποιούν πολύπλοκες αποφάσεις και θα μπορούν να συνεργάζονται με άλλα μηχανήματα και ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια θα χαθούν επικίνδυνες, επίπονες και μονότονες χειρονακτικές θέσεις εργασίας που απαιτούν φυσικές δεξιότητες, αλλά θα δημιουργηθούν νέες που θα απαιτούν ειδικές γνωσιακές, τεχνολογικές, ψηφιακές και κοινωνικές δεξιότητες.
Σε πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ για το μέλλον της εργασίας επισημαίνεται ότι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι οικονομίες του μέλλοντος θα είναι το λεγόμενο “ψηφιακό χάσμα”, η έλλειψη δηλαδή ψηφιακών δεξιοτήτων από το ανθρώπινο δυναμικό. Στην ίδια έρευνα διαπιστώνεται ότι ο κίνδυνος του ψηφιακού χάσματος στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλός, καθώς το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων του ενεργού πληθυσμού είναι χαμηλό σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά την κατοχή βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων, κατέχει την 25η θέση στο σύνολο των 27 χωρών της Ε.Ε., με ποσοστό 46% έναντι 57% του μέσου όρου της Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 31% του πληθυσμού της χώρας μεταξύ 16 και 74 ετών δεν διαθέτει καμία ψηφιακή δεξιότητα.
Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των θέσεων εργασίας που θα αντιμετωπίσουν πολύ υψηλή πιθανότητα αυτοματοποίησης στην Ελλάδα θα ανέλθει στο 23,45%, ενώ άλλο ένα ποσοστό της τάξης του 35,3% θα αντιμετωπίσει την πιθανότητα σημαντικών αλλαγών. Θα επηρεασθεί δηλαδή συνολικά το 59% των εργαζομένων της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 1,5 εκατ. μισθωτοί θα επηρεασθούν ή θα αλλάξουν αντικείμενο εργασίας.
Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το ποσοστό θέσεων που έχουν πιθανότητα άνω του 50% να αυτοματοποιηθούν, καταλαμβάνει την τέταρτη θέση, γεγονός που σημαίνει ότι η χώρα θα έλθει αντιμέτωπη με μια τεραστίων διαστάσεων πρόκληση. Η πρόκληση αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις εάν αναλογισθεί κανείς ότι η ελληνική βιομηχανία υπολείπεται σημαντικά στην ενσωμάτωση ρομποτικών συστημάτων, όχι μόνο σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες, αλλά και με αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της International Federation of Robotics, η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά την πυκνότητα χρήσης ρομπότ στη βιομηχανία, κατέλαβε, το 2016, την 36η θέση σε σύνολο 44 χωρών. Η Ελλάδα με χρήση 17 ρομπότ ανά 10.000 κατοίκους βρίσκεται πίσω από χώρες όπως η Πορτογαλία (57), το Ισραήλ (31), η Τουρκία (23) και η Αργεντινή (18). Τις κορυφαίες θέσεις κατέχουν η Σιγκαπούρη (831), η Ν. Κορέα (774), η Γερμανία (338) και η Ιαπωνία (327).
Για να γίνουμε συνοδοιπόροι και όχι ουραγοί της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης απαιτείται η λήψη άμεσων αποφάσεων και μέτρων από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στην παραγωγική διαδικασία: από το κράτος και το σύστημα εκπαίδευσης και δια βίου κατάρτισης μέχρι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις.
Το κράτος οφείλει να προχωρήσει σε στρατηγικό επανασχεδιασμό των προγραμμάτων εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης/επανακατάρτισης, πρακτικής άσκησης και μαθητείας και να μεριμνήσει για την ουσιαστική στήριξη των νεοφυών επιχειρήσεων, με προτεραιότητα αυτές που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας. Τα προγράμματα εκπαίδευσης πρέπει να συνδεθούν άμεσα με την αγορά εργασίας, τις τεχνολογικές εξελίξεις και την παραγωγή, αφού αποδείχθηκε ότι η υπερπαραγωγή αχρείαστων πτυχιούχων οδηγεί στον παρασιτισμό και στην ανεργία.
Οι εργοδότες έχουν υποχρέωση να στηρίξουν ενεργά την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού –όχι μόνο του δικού τους-, χρηματοδοτώντας την επανακατάρτιση, την δια βίου μάθηση, την ηλεκτρονική μάθηση (e-learning), την έρευνα των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ινστιτούτων, καθώς και τις πρωτοπόρες νεοφυείς επιχειρήσεις.
Οι κοινωνικοί εταίροι και οι ενώσεις εργοδοτών που λειτουργούν ως συμβουλευτικά όργανα του κράτους (ΣΕΒ, Εμπορικά Επιμελητήρια, Ομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, κ.λ.π.) οφείλουν να έχουν αδιάλειπτα ανοιχτές τις κεραίες τους, ώστε να συλλαμβάνουν τις προκλήσεις στη γέννησή τους και να τις μεταφέρουν στην Κυβέρνηση για να αναλάβει δράση.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να επιδεικνύουν φιλική και γενναιόδωρη συμπεριφορά στη χρηματοδότηση των πρωτοποριακών νεοφυών επιχειρήσεων.
Τέλος και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν στην προσπάθεια ανάπτυξης και αναβάθμισης των προσωπικών ψηφιακών/τεχνολογικών δεξιοτήτων τους.
Μόνο η αποτελεσματική σύζευξη των παραπάνω θα μας καταστήσει ικανούς να υπερνικήσουμε τις χρόνιες συμπεριφορικές δυσπλασίες, να αποδιώξουμε τα διαχρονικά συλλογικά, αυτοκαταστροφικά ιδεολογικά, κοινωνικά και οικονομικά συμπλέγματα και να επιτύχουμε την πυροδότηση της αδιάλειπτης εκείνης δυναμικής που θα μας οδηγήσει στον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας και στην ευημερία της χώρας.
* Ο κ. Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, οικονομολόγος