Τις επιφυλάξεις του για την αποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου του ΥΠΕΝ για τη δέσμευση και αποθήκευση CO2 που φιλοδοξεί να ενεργοποιήσει επενδύσεις 4 δισ. ευρώ εκφράζει ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, ο οποίος εμπλέκεται στη συγκεκριμένη αλυσίδα.
Στην πράξη, πρόκειται για το νόμο που εκκρεμεί σχεδόν ένα χρόνο για να μπουν οι βασικοί κανόνες στο παιχνίδι και αφορά δύο τσιμεντοβιομηχανίες (Τιτάνας, Ηρακλής), δύο διυλιστήρια (Motor Oil, Helleniq Energy), τη μοναδική αυτή στη στιγμή υπόγεια αποθήκη CO2 στον Πρίνο (Energean), δυνατότητας υποδοχής σε πλήρη ανάπτυξη 2,8 εκατομμυρίων τόνων CO2, μαζί με τον ΔΕΣΦΑ και τις ναυτιλιακές που εμπλέκονται στη μεταφορά του διοξειδίου του άνθρακα στους χώρους εναπόθεσης.
Το νομοθέτημα που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και πρέπει να έχει ψηφιστεί ως τα τέλη του έτους καθώς αποτελεί ορόσημο του Ταμείου Ανάκαμψης, ναι μεν ρυθμίζει τα θέματα για την αδειοδότηση και λειτουργία αυτών των επενδύσεων, άρα αποτελεί ένα πρώτο βήμα για να πάρει μπροστά και στην Ελλάδα η νέα αυτή αγορά, όπως αναγνωρίζουν οι παίκτες του χώρου, ωστόσο αφήνει σε εκκρεμότητα και αρρύθμιστα μια σειρά από άλλα, απαραίτητα για να λειτουργήσει η αλυσίδα.
Τέτοια είναι τα ποσοστά κατανομής του capacity του Πρίνου στις βιομηχανίες, δηλαδή τους emitters CO2, η οποία μάλιστα θα γίνεται με δύο τρόπους, τόσο ρυθμιζόμενα από τον εκάστοτε υπουργό όσο και με διαγωνιστικές διαδικασίες, καθώς και τον προσδιορισμό των ταριφών ανά περίπτωση. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, τα ποσοστά για τη ρυθμιζόμενη και μη κατανομή των 2,8 εκατομμυρίων τόνων CO2 θα προκύψουν με μεταγενέστερη υπουργική απόφαση.
Το πρώτο ωστόσο και πιο προβληματικό σημείο του νόμου, όπως λένε παράγοντες της αγοράς, αφορά τον ίδιο τον τρόπο κατανομής που επελέγη για την κατανομή της χωρητικότητας της υπόγειας αποθήκης.
Το υπουργείο, παρά τις ενστάσεις της αγοράς, επέμεινε σε μια ελληνική πρωτοτυπία, ένα υβριδικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο ένα μέρος της χωρητικότητας των 2,8 εκατ. τόνων θα διατίθεται ρυθμιστικά, δηλαδή με υπουργικές αποφάσεις, και το υπόλοιπο μέσω διεθνών διαγωνισμών. Στην πρώτη περίπτωση, οι συμβάσεις που θα συνάπτουν οι βιομηχανίες με την Energean για την αποθήκευση CO2 στον Πρίνο θα έχουν 15ετή διάρκεια και στη δεύτερη, τουλάχιστον 5ετή.
Το θέμα του διπλού μοντέλου είχε μονοπωλήσει τη διαβούλευση των προηγούμενων εβδομάδων, με το σύνολο των εκπροσώπων της αγοράς να επιμένουν ότι πρέπει να υιοθετηθεί ένας ενιαίος τρόπος κατανομής της δυναμικότητας, που να μη «σπάει» στα δύο τη χωρητικότητα, ακριβώς όπως ισχύει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η ευρωπαϊκή πρακτική διακρίνεται είτε σε αμιγώς ρυθμιζόμενο καθεστώς (διάθεση της χωρητικότητας μέσω υπουργικών αποφάσεων) είτε σε συμφωνία με την κάθε βιομηχανία κατόπιν διμερούς διαπραγμάτευσης, χωρίς σε καμία περίπτωση, όπως υπογραμμίζουν πηγές της αγοράς, να έχει κάπου εφαρμοστεί το διπλό ελληνικό μοντέλο.
Το σύστημα που υιοθέτησε η Ελλάδα δύναται να δημιουργήσει στρεβλώσεις, όπως λένε οι ίδιες πηγές, τόσο στο κομμάτι της κατανομής προς τους συμμετέχοντες όσο, πολύ περισσότερο, και ως προς τη διαμόρφωση της τιμής που θα πληρώνουν, καθώς θα μπορούσαν να εγερθούν ακόμη και ζητήματα ανταγωνισμού στις Βρυξέλλες ότι το πλαίσιο δεν εξασφαλίζει διαφάνεια ή ισότιμη πρόσβαση σε όλους.
Η ισόποση κατανομή του capacity
Το δεύτερο θέμα που φαίνεται να έχει δημιουργήσει τριβές μεταξύ των ίδιων των βιομηχανιών που εκπέμπουν μεγάλους όγκους διοξειδίου του άνθρακα (emitters) αφορά τη διατύπωση του νομοσχεδίου περί «ισόποσης κατανομής της χωρητικότητας» του Πρίνου, και όχι αναλογικής, δηλαδή με βάση τις εκπομπές CO2 της κάθε επιχείρησης, που προφανώς ποικίλλουν λόγω αντικειμένου και μεγέθους.
Στην περίπτωση, για παράδειγμα, των δύο διυλιστηρίων, οι ετήσιες εκπομπές τους δεν ξεπερνούν τους 500.000 τόνους έκαστο, του Ηρακλή φτάνουν το 1 εκατ. τόνους, αλλά για τον Τιτάνα ανέρχονται σε 2 εκατ. τόνους.
Σύμφωνα με το κείμενο που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, «η ρυθμιζόμενη πρόσβαση πραγματοποιείται με ισόποση κατανομή χωρητικότητας μέχρις εξαντλήσεως της προς διάθεση ποσότητας». Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι εφόσον το 50% του capacity του Πρίνου διατεθεί μέσω διαγωνισμών και το υπόλοιπο 50% κατανεμηθεί από το υπουργείο, η ποσόστωση θα βγει με βάση τον αριθμό των emitters και όχι αναλογικά, δηλαδή βάσει των όγκων που εκπέμπει ο καθένας.
Το τρίτο θέμα που συνδέεται με την υπόγεια αποθήκη του Πρίνου είναι οι ταρίφες για το ρυθμιζόμενο τμήμα, δηλαδή το έσοδο που παραμένει ασαφές, με το νομοσχέδιο να περιλαμβάνει κάποιες γενικές αναφορές στον Κανονισμό Τιμολόγησης. Επίσης σε ό,τι αφορά τα ανταποδοτικά τέλη προς τη κοινωνία, η εταιρεία καλείται να ξεκινήσει την καταβολή τους με τη χορήγηση της άδειας αποθήκευσης και όχι με την έναρξη λειτουργίας της υποδομής.
Σε τι τιμές CO2 «βγαίνουν» τα εν λόγω έργα
Ετερο σημαντικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι η αναφορά στο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που θα χρειαστούν για να είναι βιώσιμες οι υπό ανάπτυξη μονάδες δέσμευσης CO2 των Τιτάνα (Ifestos, 584 εκατ. στο Καμάρι Βοιωτίας), Ηρακλή (Olympus, 400 εκατ. στο Μηλάκι Αλιβερίου) και Motor Oil («IRIS», 300-400 εκατ. στους Αγ. Θεοδώρους), καθώς και μελλοντικά όποιων άλλων παικτών μπουν σε αυτή τη διαδικασία.
Τα μεγάλα έργα δέσμευσης CO2 που δρομολογούνται σήμερα διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, για να είναι βιώσιμα θα έπρεπε οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα να είναι κοντά στα 200 ευρώ ο τόνος, όταν σήμερα οι τιμές κυμαίνονται γύρω στα 80 ευρώ. Στην πράξη αυτό προϋποθέτει ένα καθεστώς κρατικών ενισχύσεων μέσω ενός μηχανισμού Συμβολαίων επί της Διαφοράς (CFDs – Contracts for Diferrence), όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, που θα καλύπτει τη διαφορά. Ενα μοντέλο που θα ενεργοποιείται όταν οι τιμές των δικαιωμάτων υπολείπονται από την παραπάνω τιμή. Αν πάλι αυτή υπερβαίνει τη σταθερή τιμή, ο δικαιούχος θα επιστρέφει μέρος της διαφοράς στο Δημόσιο.
Σημειωτέον ότι η Κομισιόν έχει δεσμευτεί να λανσάρει από τον Απρίλιο του 2026 το λεγόμενο «Industrial Decarbonisation Bank», όπου ένα μεγάλο κομμάτι των διαθέσιμων κεφαλαίων θα προορίζονται για έργα δέσμευσης και αποθήκευσης CO2, ακριβώς για να αντισταθμίζουν τις διακυμάνσεις των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών.
Κατά τα λοιπά, το νομοσχέδιο συνυπολογίζει το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή οι εκπομπές CO2 όλων των παραπάνω βιομηχανιών αθροίζουν 4 εκατ. τόνους και ξεπερνούν κατά πολύ τη δυναμικότητα του Πρίνου σε πλήρη ανάπτυξη (2,8 εκατ.), που σημαίνει την ανάγκη μεταφοράς των επιπλέον όγκων εκτός Ελλάδας, π.χ. στη Ραβένα της Ιταλίας, τη μονή σχετική αυτή τη στιγμή εν λειτουργία υποδομή στην περιοχή.
Κάνει επομένως λόγο για «διασυνοριακή συνεργασία» τόσο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ όσο και με «τρίτες συνεργαζόμενες χώρες» και για τη σχετική εισήγηση που θα κάνει η αρμόδια αρχή (ΕΔΕΥΕΠ) στον υπουργό, με ό,τι αυτό σημαίνει για το σχετικό κόστος, χωρίς ωστόσο και εδώ να μπαίνει σε λεπτομέρειες.
Συνοψίζοντας, στελέχη της αγοράς, επιχειρώντας να ερμηνεύσουν γιατί πολλά από τα κρίσιμα θέματα του νέου αυτού κλάδου απουσιάζουν από το νομοσχέδιο και παραπέμπονται σε μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, εκτιμούν ότι η προτεραιότητα του ΥΠΕΝ ήταν να κατατεθεί στη Βουλή, ώστε να μη χαθούν τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης (το ορόσημο είναι η 31η Δεκεμβρίου 2025) και λιγότερο αυτή καθαυτή η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων. Καθόλου τυχαίο που η εφαρμογή του προϋποθέτει πάνω από 10 υπουργικές αποφάσεις.







