Του ΝΙΚΟΛΑ ΜΙΤΖΑΛΗ
Το ζήτημα της ανάπτυξης με οικονομικούς όρους βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο. Όχι μόνο με αφορμή την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 αλλά κυρίως λόγω της αμφισβήτησης από πολλούς της «οικονομίας ανάπτυξης» και του νεοφιλελεύθερου αδιεξόδου αλλά και της πρότασης της από-ανάπτυξης (βλ. S.Latouche) που την τελευταία δεκαετία τίθεται εμφατικά στο προσκήνιο ως εναλλακτική.
Σε αυτή την συζήτηση, η περίφημη «πράσινη ανάπτυξη» μοιάζει συνήθως να εγκολπώνεται από την ιδεολογία της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο και στη φύση στα πλαίσια ενός μετακαπιταλιστικού δυστοπικού σχεδίου όπου η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι μονάχα η πρόφαση για την επέκταση του κεφαλαίου σε νέους τομείς αξιοποίησης και άντλησης υπεραξίας (βλ. P.Mason) και η επένδυση της μετακαπιταλιστικής ανάπτυξης με ένα «βιώσιμο» και πιο φιλικό προσωπείο.
Προς επίρρωση των παραπάνω, γεγονότα όπως οι 850 ανεμογεννήτριες χωροθετημένες μεταξύ Palermo και Mozia[2], στην -κατά Cesare Brandi- πιο όμορφη διαδρομή του κόσμου, εκ των οποίων οι μισές εκτός λειτουργίας ή η επιλογή του νομού Basilicata στη νότια Ιταλία για την χωροθέτηση ανεμογεννητριών έναντι των δολομιτικών περιοχών της βορείου Ιταλίας που διαθέτουν ισχυρότερους ανέμους προκαλούν εύλογα ερωτήματα.
Και στα καθ’ ημάς η εγκατάσταση ανεμογεννητριών και αιολικών πάρκων εγείρει αντίστοιχους προβληματισμούς. Πρόσφατα εγκαινιάστηκε άλλη μια βιομηχανική εγκατάσταση αιολικής ενέργειας, αυτή την φορά στην Καρυστία, όχι χωρίς αντιδράσεις, ενώ σχεδιάζεται η χωροθέτηση πολλών άλλων στις κορυφές των Αγράφων.
Θεωρητικά η ανάπτυξη εναλλακτικών (από την καύση ορυκτών καυσίμων) πηγών ενέργειας είναι κάτι το θετικό καθώς βοηθούν στην απεξάρτηση από το πετρέλαιο και τον λιγνίτη (βλ. φαινόμενο του θερμοκηπίου), τα ερωτήματα όμως ως προς τα αρνητικά παραμένουν.
Ακόμα και εάν τηρούνται οι περιβαλλοντικές μελέτες και οι προδιαγραφές εξαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 του ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (όπως λ.χ. περιοχές διατηρητέων μνημείων, πυρήνες εθνικών δρυμών, μόνιμες καλλιέργειες, υδροβιότοποι, οικιστικές περιοχές), το ερώτημα είναι: η χωροθέτηση των ανεμογεννητριών αφήνει την πολιτισμική και αισθητική ενότητα του τόπου ανεπηρέαστη; Ιδιαίτερα όταν το χωροταξικό αφήνει περιθώρια χωροθέτησης υπό όρους σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας και σε δασικές εκτάσεις; Και εάν ναι, πώς ενσωματώνονται στο τοπίο;
Σύμφωνα με την ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού ελεγκτικού συνεδρίου, τα αρχικά καθεστώτα στήριξης χορήγησαν υπέρμετρα υψηλές επιδοτήσεις για την ανάπτυξη αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών, αλλά η μείωση του επιπέδου στήριξης λειτούργησε αποθαρρυντικά για δυνητικές επενδύσεις. Μια ενθάρρυνση όπως λ.χ. η υπερπήδηση(!) των αυστηρών κανόνων χωροταξικού σχεδιασμού θα ήταν χρήσιμη όπως αναφέρει η έκθεση πιο κάτω.
Επιπλέον, η παραγωγή ενέργειας επαρκεί, άραγε, για την ουσιαστική ελάφρυνση του γενικού ενεργειακού συστήματος; Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Διεθνούς επιτροπής (IRENA) στην Ελλάδα, από την συνολική ενέργεια των 8.711MW ανανεώσιμων πηγών, η αιολική καλύπτει τα 2.652 MW, με στοιχεία 2017, ενώ η εξέλιξη της αιολικής ισχύος δείχνει μια υστέρηση των στόχων για το 2017 σε ποσοστό 51,6% ενώ ο στόχος των 7.500MW για το 2020 μοιάζει αρκετά υψηλός. Συνολικά η αιολική ενέργεια καλύπτει μόνο το 2% της ενεργειακής κατανάλωσης της χώρας.
Υπάρχει ο φόβος η πράσινη οικονομία, καθοδηγούμενη από τον μετακαπιταλιστικό εξορθολογισμό, να αποτελέσει μονάχα ένα ακόμα εργαλείο για την συγκέντρωση υπερκερδών για τους επίδοξους επενδυτές και λιγότερο ένα ουσιαστικό εργαλείο περιβαλλοντικής ωφέλειας.
Ας ελπίσουμε ότι το μέλλον θα διαψεύσει τους φόβους μας.
·Ο Νικόλας Μιτζάλης είναι δρ αρχιτεκτονικής ΕΜΠ.