του Πασχάλη Μεντίζη
Η τρέχουσα κλιματική πολιτική της Ελλάδας, εφόσον θα ακολουθείτο από όλα τα κράτη του κόσμου, θα οδηγούσε τον πλανήτη σε καταστροφική αύξηση της θερμοκρασίας, κατά 3,8 βαθμούς Κελσίου, έως το τέλος του αιώνα.
Αυτό προκύπτει από νέα έρευνα που αξιολογεί και κατατάσσει τους κλιματικούς στόχους διαφορετικών χωρών, την ίδια στιγμή που Κίνα, Ρωσία και Καναδάς, με αντίστοιχη, αλλά πιο επιβαρυντική μέθοδο, θα αύξαναν τη θερμοκρασία κατά 5 βαθμούς Κελσίου!
Οι ΗΠΑ και η Αυστραλία ακολουθούν κατά πόδας, αφού αμφότεροι, μέσω των πολιτικών τους, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την παγκόσμια θερμοκρασία σε αύξηση πάνω από 4 βαθμούς, συγκριτικά με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Παράλληλα, η Ευρώπη -που θεωρείται «κλιματικός ηγέτης»- βρίσκεται σε πορεία τουλάχιστον διπλασιασμού του 1,5 °C, του ορίου δηλαδή που οι επιστήμονες θεωρούν ως μετριοπαθές επίπεδο ασφαλείας για την υπερθέρμανση.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Παρασκευή στο Nature Communications, υπολογίζει τη σχέση μεταξύ της φιλοδοξίας της κάθε χώρας να περιορίσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και της αύξησης της θερμοκρασίας, που θα μπορούσε να προκαλέσει τον υπόλοιπο κόσμο να ακολουθήσει το παράδειγμά της.
Στόχος της μελέτης είναι να ενημερώσει τους κλιματικούς διαπραγματευτές που ξεκινούν μια διετή διαδικασία εντατικοποίησης των δεσμεύσεων, που τη δεδομένη στιγμή παρεκκλίνουν του στόχου που τέθηκε πριν από τρία χρόνια στην COP21, στη Γαλλία, για 1,5-2 °C.
Η σχετική ιστοσελίδα που δημιουργήθηκε χρησιμεύει ως οδηγός για το πώς τα έθνη μοιράζονται το βάρος της ανταπόκρισης στη μεγαλύτερη περιβαλλοντική απειλή που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Μεταξύ των ισχυρών οικονομιών του πλανήτη, η μελέτη δείχνει ότι η Ινδία προπορεύεται, με έναν στόχο που παρεκκλίνει ελάχιστα από την άνοδο των 2 βαθμών Κελσίου. Λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες είναι, σε γενικές γραμμές, περισσότερο φιλόδοξες, εν μέρει γιατί διαθέτουν λιγότερη βιομηχανία, σταθμούς παραγωγής ενέργειας και αυτοκίνητα, κάτι που σημαίνει πως θα πρέπει να συγκρατήσουν λιγότερες εκπομπές. Επί παραδείγματι η Ινδία, που με την πολιτική της, εφόσον εφαρμοστεί από όλους τους υπόλοιπους, μπορεί να αναχαιτίσει την άνοδο της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 1,2 βαθμούς.
Στον αντίποδα του σχετικού φάσματος είναι η ηλεκτροπαραγωγός Κίνα και μεγάλοι ενεργειακοί εξαγωγείς που δεν κάνουν σχεδόν τίποτε για να περιορίσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Εδώ συμπεριλαμβάνονται η Σαουδική Αραβία (πετρέλαιο), η Ρωσία (φυσικό αέριο) και ο Καναδάς. Τα λόμπι των ορυκτών καυσίμων στις συγκεκριμένες χώρες είναι τόσο ισχυρά που μπροστά τους οι κυβερνητικές κλιματικές δεσμεύσεις ωχριούν. Με αποτέλεσμα να βάζουν τον πλανήτη σε μία δραματική πορεία για αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας πάνω από 5 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα.
Υπάρχει και ένα γκρουπ χωρών που σπρώχνει τον πλανήτη σε αύξηση 4 βαθμών και άνω. Ανάμεσά τους βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εκπέμπουν τεράστιες ποσότητες αερίων εξαιτίας του ενεργειακού κλάδου, της βιομηχανίας και της γεωργίας. Η Αυστραλία, που παραμένει υπερβολικά εξαρτημένη από τις εξαγωγές άνθρακα, συγκαταλέγεται σε αυτήν την κατηγορία.
Οι εύπορες κοινωνίες της Ευρώπης τα πηγαίνουν λίγο καλύτερα, κυρίως επειδή οι εκπομπές στα προϊόντα υπολογίζονται κατά την παραγωγική διαδικασία και όχι κατά την κατανάλωση- αλλά οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν πως οι δράσεις στην ήπειρο καθυστερούν σε σχέση με τις δεσμεύσεις, ώστε να δώσουν το θετικό παράδειγμα.
«Η μελέτη δίνει στις χώρες του πλανήτη τη δυνατότητα να κατανοήσουν πώς εκλαμβάνεται από άλλα κράτη η δική τους συνεισφορά και, επομένως, να κρίνουν εάν θεωρούνται κλιματικοί ηγέτες ή… χασομέρηδες», λέει ο Τζόερι Ρόγκελι, από το Αυτοκρατορικό Κολλέγιο του Λονδίνου.