Γράφει η αρχιτέκτων Ελένη Μορέλλα, επιμελείται και φωτογραφίζει ο Θοδωρής Λακιάρας
Στο τέλος μιας εκδρομής αυτό που έχει συνήθως αποτυπωθεί ξεκάθαρα στη μνήμη του ταξιδιώτη σαν μια ζωντανή εικόνα είναι η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του τόπου. Αυθόρμητα κανείς συνδυάζει στο μυαλό του τη Θεσσαλονίκη με τα νεοκλασικά της, το Αιγαίο με τα λευκά σπιτάκια, τα Τρίκαλα με τα παραδοσιακά κτίσματα της συνοικίας του Βαρουσίου. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που τα αρχιτεκτονήματα περιλαμβάνονται πάντοτε στα αξιοθέατα ενός ταξιδιωτικού προορισμού είτε αυτά είναι μικρότερης σημασίας κατοικίες είτε είναι μεγαλειώδη κτήρια- σύμβολα, όπως είναι το Ράιχσταγκ στο Βερολίνο, ο Παρθενώνας στην Αθήνα, ο Πύργος του Άιφελ στο Παρίσι.
Στην ελληνική πραγματικότητα η γνήσια λαϊκή, κοσμική αρχιτεκτονική, εκείνη δηλαδή που δεν παράχθηκε από διοικητικούς ή θρησκευτικούς παράγοντες αλλά από τον απλό κόσμο στην προσπάθειά του να καλύψει τις καθημερινές ανάγκες του, όταν απαντάται σε διατηρημένα σύνολα περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο παραδοσιακές κατοικίες και αρχοντικά. Συχνότερα βέβαια τα σωζόμενα δείγματα αυτής της «γνήσιας» αρχιτεκτονικής είναι αποσπασματικά, μικρά ίχνη του παρελθόντος μέσα σε ένα σύγχρονο χωριό ή σε μια μοντέρνα πόλη. Στα πλαίσια μάλιστα της πολύβουης ελληνικής πόλης ένα παραδοσιακό κτίσμα, ακόμη και αποσπασματικό, προκαλεί τέτοια αντίθεση με τις περιβάλλουσες πολυκατοικίες της αντιπαροχής ώστε τελικά μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς. Στα χωριά ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα πολυάριθμα παραδοσιακά κτίσματα μένουν στην πλειονότητά τους άγνωστα και λόγω της αραιής δόμησης συχνά αθέατα ακόμη κι από τους περαστικούς, έτσι εναρμονισμένα που είναι μορφολογικά με το περιβάλλον τους μιας και είναι γέννημα των αυτοφυών υλικών.


Η εισβολή των φθηνών βιομηχανικών υλικών στα χωριά, η οποία παρήγαγε πανομοιότυπα σοβαντισμένα σπίτια με τετράριχτες στέγες κατασκευασμένα από μπετόν, άλλοτε ισοπέδωσε τα παραδοσιακά σπίτια και άλλοτε τα επένδυσε με μία «μάσκα» σύγχρονης τυποποιημένης εμφάνισης. Στη δεύτερη περίπτωση συχνά διατηρείται στο επίπεδο του ισογείου η αρχική λιθοδομή και προστίθεται όροφος με κεραμοσκεπή καλυμμένη από τα γνωστά πορτοκαλί κεραμίδια. Τα κτίσματα αυτής της τυποποιημένης, δίχως χαρακτήρα αρχιτεκτονικής συναντάει κανείς σε όποια γωνιά της Ελλάδας και να βρεθεί. Και σε καμία περίπτωση βέβαια δεν αμφισβητείται η κοινωνική δικαιοσύνη αν όχι η επιτακτικότητα του εκσυγχρονισμού του κτιριακού αποθέματος. Είναι όμως προφανές ότι μια τυποποιημένη κατασκευή ή μια εργολαβική ανακαίνιση δεν μπορεί να διαθέτει την ποιότητα εκείνη που θα την αποτυπώσει ευχάριστα στη μνήμη σαν ταξιδιωτική εμπειρία.
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά που ελκύουν τον επισκέπτη ενός τόπου στην εικόνα ενός παραδοσιακού σπιτιού και το μετατρέπουν σε σύμβολο της αρχιτεκτονικής του συγκεκριμένου τόπου;
Μια υποτιθέμενη βόλτα, ή καλύτερα ένας υποψιασμένος περίπατος σε ένα χωριό του Νομού Τρικάλων θα μπορούσε ίσως να πείσει για τον πλούτο της ελληνικής επαρχίας σε κτιριακό παραδοσιακό απόθεμα ακόμη και σε εκείνους τους οικισμούς που δεν έχουν διατηρήσει την παραδοσιακή μορφή τους. Το μέρος που επιλέχθηκε για τον περίπατο αυτό, η Κρήνη Τρικάλων, από όπου κατάγεται και η γράφουσα, είναι ένα χωριό 700 κατοίκων ουσιαστικά άσημο για την κατά τα άλλα αξιόλογη αρχιτεκτονική του.
Προτού ξεκινήσουμε αυτή την νοερή εκδρομή στην Κρήνη αξίζει να λεχθεί ότι η ευρύτερη περιοχή κατοικήθηκε από τα αρχαία χρόνια, κάτι όμως που δεν θα αναλυθεί περαιτέρω στο παρόν άρθρο καθώς άπτεται περισσότερο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Από την κατασκευαστική σκοπιά όμως δομικά υλικά τοποθετημένα σε δεύτερη χρήση αλλά και αρχαιολογικά ευρήματα που καταδεικνύουν την κατοίκηση του τόπου κατά τη διάρκεια των χριστιανικών χρόνων, με κορυφαίο μνημείο τον πέτρινο Ναό του Αγίου Νικολάου ο οποίος κτίστηκε το 1270 μ.Χ. και αποτελεί τον αρχαιότερο του είδους του στη Θεσσαλία, αποτελούν σημεία άξια προσοχής.




Ο σημερινός οικισμός είναι αραιά δομημένος με κύρια σημεία αναφοράς την κεντρική πλατεία, τον αιωνόβιο πλάτανο στα ανατολικά όρια του χωριού, τον Ναό του Αγίου Νικολάου στο ύψωμα πάνω από το χωριό, το Ναό των Αγίων Θεοδώρων, και τον Ναό της Αγίας Αικατερίνης έξω από το χωριό. Μόνο στο βόρειο τμήμα το έδαφος παρουσιάζει έντονη κλίση. Η Κρήνη, η οποία ονομαζόταν άλλοτε Βοστίδι, περιβάλλεται από την καλλιεργούμενη αγροτική γη του Θεσσαλικού κάμπου, χαρακτηριστικό που διαμόρφωσε την τοπική γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Εντός των ορίων του σημερινού οικισμού προϋπήρχαν τον 19ο αιώνα εφήμερες λύσεις κατοίκησης όπως καλύβες και σπίτια από φτωχικά υλικά, κατασκευές οι οποίες συνδυάζονταν με την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή του τόπου και τη μετακίνηση των κοπαδιών. Οι αμιγώς όμως πετρόκτιστες παραδοσιακές κατοικίες που επιβίωσαν στην Κρήνη και στις οποίες θα αναφερθούμε εδώ, δημιουργήθηκαν πιθανότατα γύρω στο 1880, κάτι που προκύπτει από ορισμένες κτητορικές επιγραφές αποτυπωμένες στις όψεις των κτισμάτων αλλά και από προφορικές μαρτυρίες των γεροντότερων. Τα πολυάριθμα κι ενδιαφέροντα αυτά λαϊκά σπίτια στις περισσότερες περιπτώσεις κατοικούνται ακόμη σήμερα, και χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη τοπική τους ταυτότητα. Μέσα από τη συνθετική τους λιτότητά και παρά το μικρό σχετικά μέγεθος, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι διαθέτουν εντυπωσιακή μορφολογία που όμως δεν παραβιάζει την κλίμακα και τη φυσιογνωμία του Θεσσαλικού πεδινού τοπίου.




Τα πετρόκτιστα της Κρήνης είναι επιμήκη σπίτια ορθογωνικής κάτοψης κατασκευασμένα από τοπική πέτρα που περιλαμβάνουν ισόγειο και όροφο ή απλώς ένα υπερυψωμένο ισόγειο. Μια βασική κατασκευαστική διαφορά τους από τα αστικά σπίτια στο φημισμένο Βαρούσι της πόλης των Τρικάλων είναι ότι στην Κρήνη η λιθοδομή (κατασκευή με πέτρα) συνεχίζεται και στον όροφο – μια λύση που επιλέχθηκε πιθανότατα λόγω έλλειψης οικοδομικής ξυλείας στη γύρω περιοχή ενώ στο Βαρούσι ο επάνω όροφος συνήθως είναι φτιαγμένος από λεπτότερες, ξυλόπηκτες τοιχοποιίες. Η λίθινη αυτή κατασκευαστική λογική έχει ως αποτέλεσμα τη στιβαρή εμφάνιση των κτισμάτων, αφού είναι επιπλέον κατασκευαστικά δύσκολο και ασύμφορο να διαμορφωθούν προεξοχές όπως είναι οι επιμέρους όγκοι και τα ανάλαφρα σαχνισιά με τις διαγώνιες κλίσεις. Έτσι, τα υψίκορμα παράθυρα των κτισμάτων με τα ανακουφιστικά τους τόξα τηρούν μια συμμετρική λογική που αν και απλή παραμένει επιβλητική. Οι διαστάσεις των κατόψεων ποικίλουν, ενδεικτικά όμως αναφέρουμε δύο περιπτώσεις, την ισόγεια επιμήκη οικία Μορέλλα με πλευρές 18,00×5,00 μέτρα, και τη σχεδόν τετράγωνης κάτοψης κατοικία Χαριλάου Γεωργίου που έχει πλευρές διαστάσεων 7,80χ8,10.




Στη ψυχρή λόγω προσανατολισμού βορινή όψη των σπιτιών δεν συναντάμε παράθυρα, γεγονός που συμβάλλει στο να διατηρούνται ζεστοί οι χώροι του σπιτιού κατά τη διάρκεια του χειμώνα καθώς ένας συμπαγής τοίχος αποτελεί ένα όριο αδιαπέραστο από τον παγωμένο βοριά.
Οι κατοικίες επιστεγάζονται με κεραμοσκεπή η οποία εσωτερικά διαθέτει ελαφριά ξύλινη ψευδοροφή με κουμπωτά σανίδια που επενδύονται για λόγους υγιεινής με ένα στρώμα λαδομπογιάς, ενώ τα δάπεδα είναι κατασκευασμένα από ξύλινα δοκάρια με καρφωτό σανίδωμα, έναν χαρακτηριστικό τύπο δαπέδου της ελληνικής κατοικίας που αφήνει την ευπρόσδεκτη το χειμώνα θερμότητα να διαπερνάει τα ξύλα και να ανεβαίνει από τους ισόγειους χώρους προς τα υπνοδωμάτια. Τα ξύλινα αυτά δοκάρια έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής και σε πολλές περιπτώσεις διασκευών κτισμάτων επαναχρησιμοποιούνταν για το κτίσιμο άλλης κατοικίας. Χαρακτηριστικά στην Κρήνη συναντήσαμε ένα αυθεντικό τέτοιο δάπεδο στην οικία Δημητρίου Γιαννηλόη η οποία βρίσκεται Β/Δ του οικισμού.


Στην όλη οργάνωση της κατοικίας βασικότατο ρόλο διαδραματίζει η ευρύχωρη αυλή όπου λαμβάνουν χώρα οι αγροτικές και οι οικοκυρικές εργασίες. Εκεί βρίσκουμε τον οικιακό υπαίθριο εξοπλισμό που περιλαμβάνει το πηγάδι και την «κουπάνα», έναν πέτρινο συνήθως νεροχύτη για το πλύσιμο ρούχων και σκευών ο οποίος δεν είχε αρχικά τρεχούμενο νερό.


Η αυλή διαθέτει πάντοτε και κάποια χαμηλά δέντρα, αρωματικά βότανα όπως και καλλωπιστικά λουλούδια ενώ εντός του οικοπέδου υπάρχουν ο λαχανόκηπος (κήπος) που προμηθεύει την οικογένεια με λαχανικά, το κοτέτσι, το αχούρι των οικόσιτων ζώων, η αποθήκη για τα σιτηρά και τα βαμβάκια κτλ. Τα βοηθητικά αυτά κτίσματα είναι μάλιστα συνήθως μεγαλύτερα σε διαστάσεις από το ίδιο το σπίτι. Σε απόσταση από τους χώρους του σπιτιού βρίσκεται το αποχωρητήριο και, όπου υπήρχε, ο πέτρινος φούρνος. Η κατασκευή των βοηθητικών κτισμάτων φυσικά δεν είναι τόσο επιμελημένη όσο της κύριας κατοικίας.




Στην Κρήνη λοιπόν ξεκινώντας κανείς από την κεντρική πλατεία συναντά κιόλας τη στενομέτωπη, διώροφη οικία του Πέτρου Νικολάου, ανακαινισμένη αλλά χωρίς να έχει χάσει τη βασική της διάρθρωση, με μικρό κατάστημα και βοηθητικούς χώρους στο ισόγειο και στην επιμήκη πλευρά της την περιποιημένη αυλή με τον αυλόγυρο


Μία εξωτερική σκάλα οδηγεί από την αυλή στο μπαλκονάκι του επάνω ορόφου όπου βρίσκεται η είσοδος προς τη σάλα και τα υπνοδωμάτια. Το πάχος της λιθοδομής είναι χονδρικά 0,60 μέτρα όπως ορίζει η κατασκευαστική λογική της πέτρας. Οι κύριες όψεις είναι συμμετρικά διαμορφωμένες ενώ στη βορινή όψη τα ανοίγματα είναι περιορισμένα. Η κεραμοσκεπή έχει διατηρήσει τα βυζαντινά της κεραμίδια, ενώ το αποχωρητήριο βρίσκεται εκτός του σπιτιού.
Η οικία Γεωργίου και Χρυσής Μορέλλα, στο ψηλότερο σημείο του χωριού και μια από τις πρώτες που κατασκευάστηκαν στην Κρήνη σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, επιδεικνύει μια αυστηρά παρατακτική λογική στην ανάπτυξη των χώρων πάντα σε άμεση σχέση με την αυλή και τις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες, διατηρώντας κι αυτή τα βοηθητικά κτίσματα εξωτερικά του σπιτιού.


Το κτίσμα οικοδομήθηκε ξεχωριστά από το «μαγειρειό» το οποίο διαφοροποιείται ως προς το ύψος (βρίσκεται στο επίπεδο της αυλής ενώ η κυρίως κατοικία είναι υπερυψωμένη) αλλά και διαθέτει ξεχωριστή στέγη.
Πλησίον της οικίας Μορέλλα, και κατηφορίζοντας τον τελευταίο δρόμο του χωριού, ένα ογκώδες κτίσμα πλευρών 19,00×7,00μέτρα το οποίο στέκει ακατοίκητο και απογυμνωμένο κάνει εμφανή τα κατασκευαστικά του στοιχεία: εκτός από τους δομικούς λίθους διακρίνονται οι κλάπες, ξύλινα ραβδιά που τοποθετούνταν κάθετα στο μήκος του τοίχου, τα διαζώματα πάνω από τα παράθυρα και τα αγκωνάρια, οι βασικές δηλαδή γωνιακές πέτρες στις ακμές του. Και εδώ το μπαλκονάκι στην κορυφή της σκάλας οδηγούσε από την αυλή στον επάνω όροφο ενώ η στραμμένη προς την Ανατολή όψη έχει συμμετρικά παράθυρα.
Η οικία Χαριλάου Γεωργίου στο κέντρο αυτή τη φορά του οικισμού με τέσσερα υπνοδωμάτια στον όροφο, διατηρεί ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά στοιχεία του εσωτερικού, όπως είναι τα πατόξυλα που προαναφέρθηκαν, το λιτό τζάκι, τα ξύλινα κουφώματα των παραθύρων, η χαρακτηριστική διαμόρφωση αποθηκευτικών ντουλαπιών μέσα στο πάχος του τοίχου.




Στον πυρήνα του οικισμού ευρίσκεται και μία πετρόκτιστη οικία με ισόγειο και όροφο διαχωρισμένη σε δύο τμήματα, πιθανώς κατασκευασμένα σταδιακά σε φάσεις με ισόγειο και όροφο, εξωτερική λίθινη σκάλα και λευκό πέτρινο περίβολο.


Στη βάση της απόλυτης αλληλεξάρτησης μεταξύ σπιτιού και αυλής που προστάζει ο αγροτικός βίος, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε γρήγορα την επισταμένη καθαριότητα και τάξη των αυλών. Η φροντίδα της αυλής αποτελεί για τις γυναίκες του χωριού μια παράδοση που συνεχίζεται ως σήμερα στην Κρήνη Τρικάλων. Χωρίς υπερβολή, τα εύσημα για την καθαριότητα των οικιών, για την καλαισθησία και για την ευρηματικότητα της διευθέτησης των στοιχείων της αυλής, ανήκουν αποκλειστικά στις ντόπιες γυναίκες για τις οποίες η αδιάλειπτη φροντίδα του σπιτιού και της αυλής αποτέλεσε και αποτελεί καθημερινό βίωμα παρά τη συσσωρευμένη σωματική κούραση του γεωργικού επαγγέλματος. Μια ματιά στις αυλές των φωτογραφιών που παρατίθενται ή ακόμη και από το δορυφόρο με χρήση του λογισμικού Google Earth θα σας πείσει και θα σας δώσει μια γεύση από την καθαριότητα που συνεχίζεται και στο εσωτερικό των σπιτιών, είτε παραδοσιακών είτε σύγχρονων.




Κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό με την πρώτη ματιά είναι ότι τα παραδοσιακά σπίτια απανταχού της Ελλάδας εκτός από την ομορφιά της γνησιότητάς τους διαθέτουν πάντοτε και μια έξυπνη, βιοκλιματική κατασκευαστική λογική που είναι λίγο πολύ η ίδια. Τα αφόρητα ζεστά καλοκαίρια του Θεσσαλικού κάμπου δεν διαμόρφωσαν μονάχα την εξολοκλήρου πέτρινη κατασκευή. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική επιπλέον καταφέρνει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του κλίματος με επιτυχία κάνοντας χρήση των διαθέσιμων τοπικών υλικών, χωρίς περίσσεια έξοδα για τη μεταφορά τους από κάποιο απομακρυσμένο μέρος, και δίχως την εμπορική εξάρτηση από ξένους κατασκευαστές υλικών. Το γεγονός αυτό μοιάζει δεδομένο, ότι δηλαδή θα χρησιμοποιήσει κανείς τα τοπικά υλικά ώστε να κατασκευάσει το σπίτι του, η πραγματικότητα όμως είναι ότι σήμερα απέχουμε πολύ από τη λογική αυτή. Φτάνει να συγκρίνουμε την ενέργεια που δαπανάται για να κατασκευαστούν αρχικά και έπειτα να φτάσουν στην οικοδομή τα εισαγόμενα οικοδομικά υλικά από ευρωπαϊκές χώρες, ή ακόμη και από την Κίνα, τα οποία μόνο σε άχρηστα μπάζα μπορούν να μετατραπούν σε περίπτωση μιας ανακαίνισης ή επισκευής.
Συμπερασματικά, αν μη τι άλλο «βιοκλιματικά» μπορούν να χαρακτηριστούν και τα παραδοσιακά σπίτια της Κρήνης εφόσον η κατασκευή τους προσφέρει έξυπνες λύσεις μέσα από την οικοδομική τεχνολογία και τις επιλογές προσανατολισμού και υλικών, πολύ ανώτερες από τη λογική της ηλεκτρικής ενέργειας, των air-condition και των βιομηχανικών μονωτικών υλικών. Επαναχρησιμοποιεί στο μέγιστο βαθμό τα δομικά υλικά της και στην περίπτωση καθαίρεσης κάποιου κτίσματος απορρίπτει στο περιβάλλον μόνο φυσικά, ανακυκλώσιμα υλικά και δαπανά ελάχιστες ποσότητες ενέργειας προκειμένου να προμηθευτεί τα υλικά αυτά. Με δύο λέξεις, πρόκειται για τη λεγόμενη βιοκλιματική απόκριση της αρχιτεκτονικής του τόπου…
Συνεχίζοντας τον περίπατό μας θα παρατηρήσουμε ακόμη ότι η κάτοψη των σπιτιών στις παρυφές του χωριού εκτός από την κατά παράταξη οργάνωση των χώρων κατά μήκος της αυλής, μπορεί εναλλακτικά να σχηματίζει ένα πλαίσιο γύρω από αυτή (περιμετρική διευθέτηση). Το κτίσμα, η αποθήκη, το αχούρι, ο αυλόγυρος σχηματίζουν ένα εσωστρεφές σύνολο που διαφυλάσσει την ιδιωτικότητα της αυλής προσαρμοζόμενο στο σχήμα του οικοπέδου. Όσο πλησιάζουμε στην κεντρική πλατεία ο διαθέσιμος χώρος για την αυλή μειώνεται ελαφρώς και πολλά σπίτια προσανατολίζονται προς το δρόμο.


Παρά την ύπαρξη της έντονης κλίσης στην πλαγιά του βουνού στην Βορειοανατολική πλευρά του χωριού και τη μικρή πύκνωση των οικοπέδων στον πυρήνα του οικισμού, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια αμυντική αρχιτεκτονική λόγω του χαλαρού συστήματος δόμησης των επιμέρους οικοπέδων αλλά και των φαρδιών δρόμων. Θα μπορούσαμε όμως να υποθέσουμε ότι ο αρχικός οικιστικός πυρήνας εξαπλώθηκε προς τις αγροτικές εκτάσεις εκτός του οικισμού σταδιακά με λιγότερο συνεκτική μορφή. Μένει φυσικά να εξεταστεί η υπόθεση αυτή σε συνδυασμό με τις ιστορικές εξελίξεις του τόπου και την τοπογραφία του. Οχυρωματικής λογικής είναι όμως η επιλογή της θέσης του χωριού, καθώς κτίστηκε στη χαμηλή λεκάνη ανάμεσα από μικρούς ορεινούς όγκους κοντά σε τρεχούμενο νερό ώστε να μη γίνεται εύκολα αντιληπτή η τοποθεσία του χωριού.




Στο εσωτερικό κάθε παραδοσιακής κατοικίας είτε ισόγειας είτε διώροφης μπαίνοντας από την κύρια είσοδο βρισκόμαστε αρχικά στη σάλα και από εκεί οδηγούμαστε προς τα υπνοδωμάτια. Το «μαγερειό» στο ισόγειο είναι διαχωρισμένο από τους χώρους αυτούς και έχει όπως παρατηρήσαμε δική του είσοδο από την αυλή. Το τζάκι έχει τη θέση του στα υπνοδωμάτια ή στη σάλα ενώ στο ξεχωριστό μαγερειό υπάρχει ο «μπουχαρής», χώρος στον οποίο γίνεται το μαγείρεμα στην παραδοσιακή γάστρα με καπνοδόχο όπου διοχετεύονται οι παραγόμενοι ατμοί.


Σημαντικό στοιχείο της οργάνωσης της αυλής είναι και ο λευκός αυλόγυρος ο οποίος είναι φτιαγμένος από πέτρες ή τσιμεντόλιθους και ασβεστώνεται. Σε προηγούμενες εποχές η λευκότητα λειτουργούσε ως οδηγός κατά τη διάρκεια της νύχτας ελλείψει των σημερινών μέσων ηλεκτρικού φωτισμού. Οι σιδερένιες πόρτες που βρίσκουμε σήμερα στους αυλόγυρους αντικατέστησαν τις παλιότερες αλλά και μεγάλωσαν σε άνοιγμα προκειμένου να διέρχεται τώρα πια το τρακτέρ του ιδιοκτήτη, προδίδοντας την αδιάκοπη προσαρμογή της αρχιτεκτονικής στις ανάγκες της εκάστοτε εποχής.


Με το πέρασμα των χρόνων οι αρχικοί εξώστες που ήταν ξύλινοι ή μεταλλικοί, αντικαταστάθηκαν με μπετονένιους όπως και η τελική επίστρωση των δαπέδων η οποία έγινε από τσιμέντο στα ισόγεια. Τα μπαλκονάκια του ορόφου είναι μικρών διαστάσεων, προορισμένα για μια σύντομη στάση και οπτική επαφή με το δρόμο ή την αυλή. Η ύπαρξη της αυλής άλλωστε δεν αφήνει περιθώρια στους εξώστες να διαδραματίσουν κάποιον άλλο ρόλο, όπως η παραμονή εκεί για ξεκούραση και αναψυχή. Αντιθέτως, η πολυκατοικία είναι εκείνη που εφηύρε το μπαλκόνι λόγω απουσίας της ιδιόκτητης αυλής. Έτσι το προαναφερθέν «μπαλκονάκι» των πετρόκτιστων είναι ένα ανάλαφρο μορφολογικό και λειτουργικό στοιχείο των όψεων, πιο πολύ ένα στεγασμένο πλατύσκαλο επάνω στον άξονα κίνησης προς τον όροφο, που δεν διαταράσσει τη συμμετρία και την οργάνωση της όψης.




Φεύγοντας από την Κρήνη και πριν πάρουμε το δρόμο που οδηγεί στην Οιχαλία και την Εθνική Οδό στο αριστερό μας χέρι βλέπουμε το διώροφο της οικογένειας Τζιόντζιολα. Λευκοί ασβεστωμένοι τοίχοι, λουλακί παραθυρόφυλλα και παρτέρια με λουλούδια συνθέτουν μια όψη που σχεδόν μας αποχαιρετά σε φιλικό τόνο.
Πέρα από τις αρετές που σημειώθηκαν, ας μου επιτραπεί μια μικρή αναφορά σε άλλη μία αρετή των Κρηνιώτικων σπιτιών τα οποία συναντήσαμε στη διάρκεια του περιπάτου. Πρόκειται για την αντισεισμική συμπεριφορά των «αιωνόβιων» πετρόκτιστων σπιτιών της Κρήνης η οποία αποδεικνύεται από την πολύ καλή έως άριστη κατάσταση διατήρησής τους. Δεν είναι λοιπόν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι μια βόλτα στα πετρόκτιστα της Κρήνης είναι ένα μάθημα ζωής που έχει να προσφέρει σε πολλά επίπεδα.


Από τη γνώση για εκείνον που αναζητά τα δείγματα της απλής και αποτελεσματικής λογικής του ανθρώπου των δύο προηγούμενων αιώνων απέναντι στις καιρικές συνθήκες και στον αγώνα του για αξιοπρεπή διαβίωση, ως την οπτική απόλαυση για όποιον απλά αγαπάει την παράδοση. Κλείνοντας λοιπόν, για όλους τους παραπάνω λόγους, θα ήθελα να προτείνω:
«Σαν έρθεις απ’ τα Τρίκαλα απ’ το χωριό μας να περάσεις, στον κάμπο κάτω είναι, χαμηλά, Κρήνη το λένε, μην ξεχάσεις …»
Στη μνήμη του πατέρα μου Δημητρίου Γ. Μορέλλα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αμουργής Σ.,Γιαννάς Σ.,Ευαγγελινός Ε., Καλογεράς Ν.,Καλογήρου Ν., Helmle P.,Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Πόλεων και Ανοικτών Χώρων, περιβαλλοντική Τεχνολογία,Τόμος Α, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο,Πάτρα 2001
Ν.Κ. Μουτσόπουλος, Θεσσαλονίκη, Φροντιστηριακές Ασκήσεις,Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή έδρα Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας Ρυθμολογίας, Μάιος 1981
Ν.Κ. Μουτσόπουλος, Θεσσαλονίκη, Μακεδονική Αρχιτεκτονική,Συμβολή εις τη μελέτην της ελληνικής οικίας, Θεσσαλονίκη, 1991
Παπαγιαννάκης Μ.,Η περιβαλλοντική απόκριση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής Μελέτη Περίπτωσης: Οι κατοικίες του οικισμού «Ψαράδες» του Νομού Φλώρινας -Διπλωματική Εργασία ΕΑΠ,Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Πόλεων και Κτιρίων, Επιβλέπουσα ΣΕΠ Φ.Μ. Μπουγιατιώτη, Πάτρα
Σεπτέμβριος 2012 -Τσουκάτος, Γ. 2013, Παραδοσιακή αρχιτεκτονική και σύγχρονα υλικά, Χανιώτικα Νέα, 22 Αυγούστου 2013