Το 1899, ένας δημοσιογράφος της γαλλικής εφημερίδας Le Figaro, εξέτασε τη ζημιά που είχαν κάνει οι Παριζιάνοι στον Bièvre, έναν ποταμό που για εκατοντάδες χρόνια διέσχιζε το νότιο Παρίσι, ενώνοντας τον Σηκουάνα κοντά στο Jardin des Plantes.
«Ρέει αργά, λιπαρός και μαύρος, γεμάτος οξέα, διάστικτος με σαπουνάδες και σάπιες φλύκταινες», παρατήρησε. «Στο αραιό και άθλιο χορτάρι, ξεφλουδισμένο σαν την πλάτη φθαρμένου αλόγου, αναπτύσσονται σε αφθονία παρασιτικά φυτά», πρόσθεσε.
Ο υδάτινος δρόμος, με μέσο πλάτος 13 πόδια, είχε εμφανιστεί στην αναγεννησιακή ποίηση του Φρανσουά Ραμπελέ και στους «Άθλιους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Αλλά καθώς η βιομηχανική επανάσταση απογειώθηκε, μάζες βυρσοδεψείων, βαφείων και πλυντηρίων χρησιμοποίησαν και κακοποίησαν τα νερά του Bièvre, αφήνοντάς τον να μοιάζει με υπαίθριο υπόνομο, τον οποίο οι αρχές αποφάσισαν να ασφαλτοστρώσουν.
«Αύριο», θρηνούσε η Le Figaro καθώς πλησίαζε ο 20ός αιώνας, «αυτό το κάποτε “όμορφο ποτάμι” … θα περιφραχθεί με τείχη και θα γίνει καταραμένο όπως μια μάγισσα κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα, και σε αυτή την παράξενη και έρημη κοιλάδα … θα υψωθεί μια νέα συνοικία με ψηλά και απαίσια κτίρια».
Το τελευταίο τμήμα του ποταμού Bièvre στο Παρίσι σφραγίστηκε το 1912. Έκτοτε, διάφορες εκστρατείες πολιτιστικής κληρονομιάς εργάζονται για την επαναλειτουργία του. Αλλά καμία δεν τα κατάφερε: τα νερά του δεν περνούν πλέον καν κάτω από την πόλη, αφού έχουν αποκοπεί σε πόλεις που βρίσκονται πιο κοντά στην πηγή του, 13 μίλια νοτιοδυτικά του Παρισιού.
Η παρακάτω επισκόπηση από το TIME δείχνει την ιστορική ροή του Bièvre στο νότιο τμήμα του Παρισιού, όπου συναντήθηκε με τον Σηκουάνα κοντά στο Jardin des Plantes, ένα βοτανικό κήπο στο 5ο διαμέρισμα.
Επαναφορά του ποταμού Bièvre στην επιφάνεια
Σήμερα, όμως, ο Bièvre έχει έναν απίθανο σύμμαχο: την κλιματική αλλαγή. Η ίδια βιομηχανική δραστηριότητα που κατέστρεψε τον ποταμό, έχει συμβάλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη, με τη μέση θερμοκρασία του Παρισιού να είναι ήδη κατά 2,3°C υψηλότερη από την εποχή του Ραμπελαί. Το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, κατά το οποίο τα κτίρια και οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι απορροφούν περισσότερη θερμότητα από ό,τι η βλάστηση και το νερό, επιδεινώνει τα πράγματα, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία του Παρισιού κατά 8°C σε σχέση με τις κοντινές αγροτικές περιοχές κατά τη διάρκεια καύσωνα. Μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τοπικής κυβέρνησης, το Παρίσι θα μπορούσε να έχει ένα κλίμα που να μοιάζει με την πολύ πιο ζεστή πόλη της Σεβίλλης, στη νότια Ισπανία.
«Πρέπει να προσαρμόσουμε το Παρίσι στο μέλλον. Πρόκειται για μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις στον κόσμο, και επιπλέον, είναι μια ιστορική πόλη με πολλούς περιορισμούς στην πολιτιστική κληρονομιά, οπότε είμαστε περιορισμένοι σε ό,τι μπορούμε να κάνουμε», λέει ο Νταν Λερ, αντιδήμαρχος του Παρισιού για το κλίμα, το νερό και την ενέργεια. «Ο Bièvre είναι ένα από τα σπουδαία εργαλεία που διαθέτουμε».
Ζώντας με τη φύση
Οι υδάτινες μάζες, όπως ακριβώς τα δέντρα και τα φυτά, συμβάλλουν στην ψύξη των περιοχών που τις περιβάλλουν: το νερό απορροφά θερμότητα από τον αέρα και όταν τα σωματίδια του νερού εξατμίζονται, μεταφέρουν τη θερμότητα μαζί τους, μειώνοντας τη θερμοκρασία στο επίπεδο του εδάφους. Μπορούν επίσης να μετριάσουν τις πλημμύρες, δίνοντας κάπου να πάει το πλεονάζον νερό της βροχής, και να κάνουν τις πόλεις πιο ευχάριστο μέρος για να ζει κανείς. Είναι λοιπόν λογικό, οι Παριζιάνοι να καλωσορίζουν την επιστροφή μιας χαμένης από καιρό υδάτινης οδού. Το Κόμμα των Πρασίνων του Παρισιού πρότεινε «την αναγέννηση του Bièvre» κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές πέρυσι, και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της δημάρχου Αν Ινταλγκό, συμφώνησε να το επιδιώξει ως μέρος μιας συμφωνίας συνασπισμού. Μια μελέτη εφαρμοσιμότητας βρίσκεται σε εξέλιξη και ο Λερτ αναμένει να ολοκληρώσει το πρώτο τμήμα εντός των ορίων της πόλης μέχρι το τέλος της τρέχουσας θητείας της δημάρχου, το 2026. Η κίνηση αυτή, θα προστεθεί στα διάφορα τμήματα του Bièvre που αποκαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια σε μικρότερες πόλεις, σε πάρκα και άλλες υποβαθμισμένες περιοχές.
Νέες ευκαιρίες «ζωής» ποταμών σε ολόκληρο τον κόσμο
Η πόλη εργάζεται επί του παρόντος για την αποκάλυψη δύο τμημάτων του ποταμού εντός των ορίων της πόλης. Ο Bièvre δεν είναι καθόλου ο πρώτος αστικός ποταμός που θα αποκτήσει μια νέα ευκαιρία ζωής στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Ένα κίνημα για να «δουν το φως του ήλιου» ποταμοί, αναπτύσσεται εδώ και περίπου μια δεκαετία.
Το 2014, το Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας απογύμνωσε χιλιάδες κυβικά μέτρα πηλού και σωλήνων για να αποκαλύψει ρέματα στο κέντρο της πόλης του. Τον Μάιο του 2021, μια κατασκευαστική ομάδα στο Μάντσεστερ του Ηνωμένου Βασιλείου αποκάλυψε ένα τμήμα του ποταμού Medlock στο κέντρο της πόλης, το οποίο είχε θαφτεί σε μια υπόγεια σήραγγα πριν από 50 χρόνια. Οι αρχές της Νέας Υόρκης μελετούν επί του παρόντος ένα σχέδιο ύψους 130 εκατομμυρίων δολαρίων για την επαναλειτουργία του ρέματος Tibbetts στο Μπρονξ, το οποίο ήταν κλεισμένο σε αγωγό περίπου την ίδια εποχή με τον Bièvre, για να βοηθήσει στον μετριασμό των αυξανόμενων κινδύνων πλημμύρας.
Η πόλη του Μιλάνου επιδιώκει επίσης να υλοποιήσει ένα έργο του 2018 για την αποκατάσταση τμημάτων των καναλιών της, που χρονολογούνται από τον Μεσαίωνα, τα λεγόμενα «Navigli», και η περιφέρεια της πρωτεύουσας των Βρυξελλών ανακοίνωσε στα τέλη του 2020 την πρόθεσή της να αποκαλύψει 560 μέτρα του θαμμένου ποταμού Σεν (Senne) στο πλαίσιο ενός ευρύτερου έργου αστικού πρασίνου. Και στις δύο περιπτώσεις, ξεχασμένα ρέματα θα ξαναζωντανέψουν, ανακτώντας εν μέρει τον χώρο που κάποτε παραχωρήθηκε στην αστικοποίηση και την κυριαρχία των οδικών μεταφορών.
Μεταξύ 2007 και 2008 η ολλανδική πόλη Μπρέντα αποκατέστησε με επιτυχία τον ποταμό Μαρκ και το λιμάνι της, τα οποία είχαν καλυφθεί από τη δεκαετία του 1940 και μετά, για να δημιουργηθεί χώρος για πάρκινγκ. Αυτές οι παρεμβάσεις συμπληρώνονται τώρα από ένα έργο για τη μετατροπή των αρχαίων προκυμαίων σε «πράσινες προκυμαίες», όπου λύσεις βασισμένες στη φύση θα βοηθήσουν τη χλωρίδα και την πανίδα να ευδοκιμήσουν στο νερό στο αστικό περιβάλλον. Μόλις ολοκληρωθεί, το έργο αυτό θα βελτιώσει περαιτέρω την ποιότητα ζωής και την κλιματική ανθεκτικότητα στην εσωτερική πόλη της Μπρέντα. Με παρόμοιο τρόπο, και η δανέζικη πόλη Άαρχους έγινε πιο ζωντανή και δυναμική χάρη στην «αποκάλυψη» του ποταμού που τη διασχίζει.
Ακριβώς όπως το Navigli στο Μιλάνο, ο Σεν στις Βρυξέλλες και ο ποταμός Μαρκ στην Μπρέντα, ο ποταμός Άαρχους, εξυπηρετούσε πολλαπλούς σκοπούς πριν ολοκληρωθεί η κάλυψή του στα μέσα της δεκαετίας του 1950: από την εσωτερική ναυσιπλοΐα, μέχρι την παροχή γλυκού νερού για το πλύσιμο των ρούχων και το ξεδίψασμα των βοοειδών. Η αύξηση του αστικού πληθυσμού και της βιομηχανίας στο μεταίχμιο των δύο παγκοσμίων πολέμων, μετέτρεψε τον ποταμό σε ένα είδος«υπαίθριου αποχετευτικού αγωγού», γεγονός που διευκόλυνε την απόφαση της πόλης να τον διοχετεύσει σε έναν μεγάλο υπόγειο αγωγό, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τις μηχανοκίνητες οδικές μεταφορές.
Ο Phillip Fangel, αρχειοφύλακας του Δήμου του Άαρχους, θυμάται ότι, ενώ αρχικά η ταφή του ποταμού χαιρετίστηκε, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να διατυπώνονται εκκλήσεις για την επαναλειτουργία του.
Η επαναφορά του, απέσπασε εθνικές και διεθνείς διακρίσεις ως εξαιρετικό παράδειγμα βιώσιμου αστικού σχεδιασμού και προκάλεσε το ενδιαφέρον της Κοπεγχάγης, όπου τοπικές ομάδες υποστηρίζουν την αποκάλυψη του Ladegårdsåen, ενός διοχετευμένου καναλιού κάτω από έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της δανικής πρωτεύουσας. Χάρη στον φωτισμό του ποταμού της, η πόλη Άαρχους αναμόρφωσε μια «μπλε-πράσινη» υποδομή ακριβώς στην καρδιά του ιστορικού του κέντρου, απέκτησε χώρους αναψυχής για τους πεζούς, καθώς και μια ολοκαίνουργια διαδρομή με ζωντανά εστιατόρια και καφετέριες που έγιναν πολύ δημοφιλή, μεταξύ ντόπιων και τουριστών.
Σύμφωνα με τον Phillip Fangel, αυτά είναι μόνο τα πιο ορατά οφέλη του νεοφώτιστου ποταμού: «Εκτός από λιγότερα αυτοκίνητα, περισσότερο πράσινο και μια ανανεωμένη γοητεία, η αστική ανάπλαση που συνδέεται με το ποτάμι, μας έφερε επίσης ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης υδάτων που είναι πλήρως ενσωματωμένο στην πολιτιστική μας κληρονομιά».
Με δύο τεχνητές λίμνες, μερικές μεγάλες υπόγειες δεξαμενές για τα λύματα και ένα σύστημα υδατοφράκτη στις εκβολές του ποταμού του, η Άαρχους είναι πλέον καλύτερα προστατευμένη από τις πλημμύρες και πιο ανθεκτική στο κλίμα.
Από τη δεκαετία του 1980 οι αξιωματούχοι της Ζυρίχης υποστηρίζουν το πρόγραμμα «Bachkonzept», το οποίο επιδιώκει να «φωτίσει» όσο το δυνατόν περισσότερα καλυμμένα υδατορέματα. Γιατί όμως είναι τόσο δημοφιλές;
Υπήρξαν δύο βασικοί παράγοντες που οδήγησαν τη Ζυρίχη στο φωτισμό των κρυφών ποταμών της. Πρώτον, υπάρχει η επιθυμία του κοινού να ανακτήσει χαμένους χώρους και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής στην πόλη. Δεύτερον, υπάρχει ένα οικονομικό κίνητρο: με το να ρέει καθαρό νερό μέσω ποταμών αντί για υπονόμους, αυτό σημαίνει ότι λιγότερο νερό ρέει στις εγκαταστάσεις αποχέτευσης, μειώνοντας το κόστος επεξεργασίας λυμάτων.
To 2017, στη Νέα Σκωτία του Καναδά, 300 μέτρα του ποταμού Sawmill ελευθερώθηκαν, μετά από πέντε μήνες αδιάκοπης εργασίας. Ο ποταμός είχε θαφτεί τη δεκαετία του ’70 μετά από μια καταστροφική πλημμύρα.
Αυτή η τάση που ονομάζεται «daylighting», αντιπροσωπεύει μια ανατροπή μεταξύ των αστικών ηγετών, οι οποίοι για αιώνες θεωρούσαν τον περιορισμό του αποτυπώματος της φύσης ως ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη, λέει η Snigdha Garg, επικεφαλής της έρευνας προσαρμογής στο C40, έναν συνασπισμό 97 πόλεων που επιδιώκουν να γίνουν ηγέτες του κλίματος. Τον Ιούλιο, το Παρίσι, μαζί με άλλες 30 μεγάλες πόλεις, υπέγραψε τη δέσμευση του C40 να επεκτείνει τους μπλε και πράσινους χώρους έως το 2030, είτε για να καλύψει το 30-40% της επιφάνειας της πόλης, είτε για να διασφαλίσει ότι το 70% των κατοίκων της πόλης θα ζει σε απόσταση 15 λεπτών από αυτούς.
«Βλέπουμε ότι η απομάκρυνση από τη φύση -είτε πρόκειται για την πραγματική πορεία ενός ποταμού είτε για το πού θα έπρεπε να βρίσκονται τα δέντρα- προκαλεί πολλά από τα προβλήματά μας», λέει η Garg. «Και τώρα, σταδιακά, οι πόλεις μαθαίνουν να ζουν με τη φύση».
Διατηρώντας το κλιματιστικό κλειστό
Στις 25 Ιουλίου 2019, το Παρίσι κατέγραψε την υψηλότερη θερμοκρασία στην ιστορία του, στους 42,6°C. Μια κυβερνητική μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο, προβλέπει ότι οι ασυνήθιστα έντονοι και μακρόχρονοι καύσωνες, τους οποίους η πόλη υπέστη το 2018, το 2019 και το 2020, θα γίνουν πιθανότατα συνηθισμένοι τα καλοκαίρια μέσα σε λίγες δεκαετίες, με πιθανή επέκταση μέχρι την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Το Παρίσι πρέπει να προσαρμοστεί στο νέο του κλίμα, αλλά οι αξιωματούχοι της πόλης επιθυμούν να αποφύγουν ένα συγκεκριμένο μέτρο. «Θέλουμε πάση θυσία να αποτρέψουμε τους Παριζιάνους να καταφεύγουν σε ατομικά συστήματα κλιματισμού- σε αντίθεση με τις αμερικανικές πόλεις, εδώ δεν είναι ακόμη καθιερωμένη συνήθεια», λέει ο Λερτ. Αν και τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα και τα εστιατόρια προσφέρουν μερικές φορές κλιματισμό, παραμένει εξαιρετικά σπάνιος στα ιδιωτικά σπίτια του Παρισιού, τα οποία χτίστηκαν ως επί το πλείστον σε μια εποχή πριν από τον κλιματισμό.
Ενώ μπορεί να ψύχουν αποτελεσματικά το εσωτερικό ενός κτιρίου, οι μονάδες κλιματισμού εκτοξεύουν επίσης θερμότητα στους δρόμους της πόλης. Μια μελέτη που ανατέθηκε από την πόλη διαπίστωσε ότι αν η χρήση ατομικών μονάδων διαδοθεί ευρέως στο Παρίσι, θα αυξήσει την εξωτερική θερμοκρασία κατά 2-3°C κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα. Αυτό δεν είναι τίποτα αν μιλήσουμε για την αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που θα προέκυπτε από την αύξηση της χρήσης κλιματιστικών, η οποία θα απειλούσε τον στόχο της πόλης για μηδενική κατανάλωση για το 2050.
Αντ’ αυτού, για να διατηρηθεί το Παρίσι δροσερό, οι αξιωματούχοι θέλουν να βασιστούν σε μεγάλο βαθμό στο πράσινο (με 170.000 δέντρα που θα φυτευτούν μέχρι το 2027) και στα ποτάμια της πόλης. Το Παρίσι διαθέτει ένα σύστημα τηλεψύξης -μια φιλική προς το περιβάλλον τεχνολογία που χρησιμοποιεί νερό ή άλλο μέσο για να μεταφέρει τη θερμότητα από θερμότερες περιοχές σε φυσικά ψυχρότερες- το οποίο είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Χτίστηκε το 1991 και αντλεί παγωμένο νερό από τον Σηκουάνα σε σωλήνες μήκους 90 χιλιομέτρων για να ψύχει ξενοδοχεία, πολυκαταστήματα, γραφεία, μουσεία και άλλα. Μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, η πόλη σχεδιάζει να τριπλασιάσει το μήκος του δικτύου και να συνδέσει όλα τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγειονομικής περίθαλψης.
Μια προσπάθεια για τον καθαρισμό των ποταμών, θα δώσει επίσης στους Παριζιάνους περισσότερες ευκαιρίες για βουτιές. Μέχρι τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024, η πόλη θέλει να πραγματοποιήσει το μακρόχρονο όνειρο να καταστήσει τον Σηκουάνα κολυμβητικό. Χρόνια σταδιακής βελτίωσης της ποιότητας των υδάτων, χάρη στην καλύτερη διαχείριση των αποβλήτων, έχουν ήδη επιτρέψει στην πόλη να ανοίξει, το 2017, μια περιοχή ελεύθερης χρήσης για κολύμπι στο ανατολικό κανάλι Saint Martin: τα νερά χωρίζονται από το υπόλοιπο κανάλι μόνο με ένα φίλτρο από πλέγμα για να κρατάει μακριά τα φύλλα. Δέχεται περίπου 100.000 επισκέπτες κάθε καλοκαίρι.
Για να επιτραπεί η κολύμβηση στον Σηκουάνα -μια πολύ μεγαλύτερη και δυσκολότερα ελεγχόμενη υδάτινη οδό- η πόλη κάνει ένα πιο τολμηρό βήμα: κατασκευάζει μια υπόγεια δεξαμενή νερού 46.000 κυβικών μέτρων που βρίσκεται επί του παρόντος στα σκαριά κοντά στον Gare D’Austerlitz, έναν κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Κατά τη διάρκεια των καταιγίδων, η δεξαμενή θα αποθηκεύει την περίσσεια νερού, εμποδίζοντας την υπερχείλιση των υπονόμων και τη διαρροή επιβλαβών βακτηρίων στον Σηκουάνα.
Αλλαγή στην ποιότητα του νερού
Ο ποταμός Bièvre οφείλει επίσης την πιθανή αναγέννησή του στη βελτίωση της ποιότητας του νερού. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1900, το βρώμικο περιεχόμενο του ποταμού ώθησε τις μικρότερες πόλεις κατά μήκος της διαδρομής του να το καλύψουν με πλακόστρωτα ή να το εκτρέψουν σε σωλήνες. Αλλά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η περιφερειακή υπηρεσία υδάτων Seine-Normandie εργάστηκε για να διορθώσει τους κακοφτιαγμένους σωλήνες που διέρρεαν λύματα στον Bièvre, και αυστηροποίησε την παρακολούθηση των σπιτιών και των επιχειρήσεων που βρίσκονται κατά μήκος της διαδρομής του. Η ποιότητα του νερού είναι πλέον αρκετά καλή ώστε αρκετές πόλεις μπόρεσαν να αποκαλύψουν τμήματα του ποταμού, η καθεμία επικαλούμενη τη ζέστη και τους κινδύνους πλημμυρών από την κλιματική αλλαγή ως λόγους για να το πράξουν: στο L’Haÿ-les-Roses, 3,5 μίλια από το νότιο Παρίσι, το 2016, στο Massy, 8 μίλια μακριά, το 2018, και στο Jouy-en-Josas, 11 μίλια μακριά, τον Μάιο του τρέχοντος έτους.
Ο ποταμός Bièvre έξω από το Παρίσι
Την άνοιξη του 2022, το Arcueil, ένα πυκνοκατοικημένο προάστιο λίγο έξω από τα όρια της πόλης του Παρισιού, θα ανοίξει ξανά ένα τμήμα του Bièvre μήκους 600 μέτρων, οπότε και τα νερά του θα αρχίσουν να ρέουν μέσα από υπόγεια κανάλια στο Παρίσι, συναντώντας ξανά τον Σηκουάνα (και συνεισφέροντας τεχνικά λίγο νερό στο σύστημα τηλεψύξης). Το νερό θα εκτρέπεται σε μια μονάδα επεξεργασίας κατά τη διάρκεια βροχερού καιρού. «Το γεγονός ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό δείχνει ότι βαδίζουμε προς τη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά την ποιότητα του νερού», λέει ο Λερτ.
Το πρώτο παρισινό τμήμα του Bièvre που θα επαναλειτουργήσει θα είναι στο Parc Kellerman, ένα δημόσιο πάρκο στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης. Θα χρειαστούν δύο ή τρεις εξαετείς δημαρχιακές θητείες, λέει ο Λερτ, για να αποκαλυφθούν όλα τα πιθανά τμήματα του ποταμού -αυτά που δεν θα απαιτήσουν την κατεδάφιση κτιρίων ή άλλων υποδομών- μέχρι το σημείο όπου συναντά τον Σηκουάνα. Το αρχικό προβλεπόμενο κόστος ανέρχεται σε περίπου 14 εκατομμύρια ευρώ: το μισό θα καταβληθεί από το δημαρχείο και το άλλο μισό θα μοιραστεί μεταξύ της μητροπολιτικής αρχής του ευρύτερου Παρισιού και της περιφερειακής υπηρεσίας υδάτων.
Η αποκάλυψη ενός ποταμού είναι σχεδόν πάντα μια δαπανηρή διαδικασία, σύμφωνα με την Garg του C40. Αλλά, όπως συμβαίνει με πολλά δαπανηρά έργα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, «το κόστος των ζημιών, από τη ζέστη και τις πλημμύρες, θα είναι ακόμη υψηλότερο αν δεν το κάνετε», όπως υποστηρίζει.
Για παράδειγμα, το 2005, η Σεούλ κατασκεύασε μια τεχνητή εκδοχή του ρέματος Cheonggyecheon αξίας 900 εκατομμυρίων δολαρίων στην πορεία του αρχικού ποταμού, ο οποίος είχε καλυφθεί από έναν αυτοκινητόδρομο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Η νέα υδάτινη οδός, η οποία εκτρέπει το νερό από ένα υπόγειο ποτάμι, λειτουργεί ως ένα σημαντικό κανάλι ανακούφισης από πλημμύρες, ικανό να προστατεύσει τη γύρω περιοχή από μια καταιγίδα 200 ετών. Το Cheonggyecheon έχει γίνει επίσης σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο, το οποίο δέχεται 60.000 επισκέπτες την ημέρα, και πιστώνεται με την αναζωογόνηση μιας οικονομικά ετοιμόρροπης γειτονιάς.
Για τους Παριζιάνους, η αναγέννηση του ποταμού Bièvre αποτελεί επίσης μια ευκαιρία να απαλύνουν μια σαφώς γαλλική πολιτιστική ενοχή για την καταστροφή του. «Ο Bièvre εξαφανίστηκε εξαιτίας της αδιαφορίας των κατοίκων» παραπονιούνται τρεις τοπικοί ιστορικοί σε ένα βιβλίο για τον ποταμό που δημοσιεύθηκε το 2002, κατά τη διάρκεια της τελευταίας προσπάθειας για την επαναλειτουργία του. «Ίσως, απλώς, το νέο ενδιαφέρον για το ποτάμι να ανοίξει μια νέα εποχή, στην οποία οι άνθρωποι θα μάθουν να ζουν σεβόμενοι το περιβάλλον τους».