Ως βιοκαύσιμα ορίζονται τα καύσιμα που παράγονται από βιομάζα. Τα πιο κοινά είναι το βιοντίζελ και η βιοαιθανόλη τα οποία προστίθενται στο ντίζελ και τη βενζίνη, ώστε να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αφού η καύση τους παράγει σαφώς λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου.
Του Γιώργου Μανάλη*
Η ιδιότητα τους αυτή τα έχει αναδείξει ως μία εναλλακτική πηγή ενέργειας με θετικά περιβαλλοντικά αποτελέσματα, ενώ έχουν υιοθετηθεί πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγής και χρήσης τους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από το 2018 με την έκδοση της Οδηγίας Ανανεώσιμης Ενέργειας έθεσε σε εφαρμογή μέτρα προώθησης των βιοκαυσίμων στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της επίτευξης μιας κλιματικά ουδέτερης ΕΕ μέχρι το 2050. Σήμερα, τα κράτη μέλη εφαρμόζοντας την ευρωπαϊκή οδηγία πρέπει να διασφαλίζουν πως η συμμετοχή βιοκαυσίμων στην τελική συνολική κατανάλωση ενέργειας στις μεταφορές αποτελεί το 10%, δηλαδή το ένα δέκατο του ντίζελ κίνησης και της βενζίνης η οποία καταναλώνεται από τα οχήματα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (εφαρμογή στην Ελλάδα). Το ποσοστό αυτό σύμφωνα με την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής οδηγίας το 2018 αναμένεται να αυξηθεί στο 14% μέχρι το 2030, ενώ θα επιβληθεί κι ένα κατώτατο όριο χρήσης (3,5%) προηγμένων βιοκαυσίμων. Παρόμοιες ρυθμίσεις για την πρόσμιξη ορυκτών καυσίμων με βιοκαύσιμα απαντώνται σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο (ΗΠΑ 10%, Ινδία 7,5%, Βραζιλία 30%, Ινδονησία 27%, Κίνα 2,1%), οδηγώντας τη ζήτηση για βιοκαύσιμα σε αυξημένα επίπεδα (πηγή).
Πέρα όμως από τη χρήση βιοκαυσίμων ως μέσο επίτευξης περιβαλλοντικών στόχων, η χρήση τους προσφέρει και μία βιώσιμη εναλλακτική στην ενεργειακή κρίση που βιώνει σήμερα η ΕΕ. Στην ευρωπαϊκή προσπάθεια διαφοροποίησης των εισαγωγών ενέργειας μακριά από τη Ρωσία και τη γενικότερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τα βιοκαύσιμα μπορούν να συνεισφέρουν τόσο στη μείωση χρήσης ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές, όσο και στην αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας, αφού μπορούν να παράγονται εγχώρια μειώνοντας την εξάρτηση από ενεργειακές εισαγωγές.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο ρόδινα. Η παραγωγή βιοκαυσίμων απαιτεί μεγάλες εκτάσεις επιφέροντας αρνητικές συνέπειες στη χρήση γης. Η αυξημένη παγκόσμια ζήτηση για βιοκαύσιμα έχει οδηγήσει μαζικά σε αλλαγή της χρήσης γης (π.χ. δασικών εκτάσεων σε καλλιεργήσιμη γη). Η αλλαγή αυτή από περιοχές με υψηλό απόθεμα άνθρακα, όπως δάση, υγρότοποι και τυρφώνες, σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις οδηγεί στην απελευθέρωση διοξειδίου του άνθρακα που αποθηκεύεται στα δέντρα και το έδαφος, με αποτέλεσμα να περιορίζεται και σε πολλές περιπτώσεις να ανατρέπεται το θετικό καθαρό αποτέλεσμα μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την τελική χρήση του βιοκαυσίμου. Η έμμεση αυτή επίπτωση έχει αναγνωριστεί από την επιστημονική κοινότητα (ονομάζεται indirect land use change) και η αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής οδηγίας το 2018 λαμβάνει μέτρα πρόληψης για τον περιορισμό του φαινομένου, θέτοντας κριτήρια βιωσιμότητας στη χρήση γης για βιοκαύσιμα.
Οι συνέπειες όμως από την παραγωγή βιοκαυσίμων δεν περιορίζονται μονάχα στη αλλαγή χρήσης γης. Το πρόβλημα εντείνεται από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία παραγωγής. Σύμφωνα με έρευνα του Transport & Environment, για την παραγωγή βιοντίζελ χρησιμοποιούνται σε ποσοστό 78% κραμβέλαιο (rapeseed oil), φοινικέλαιο, χρησιμοποιημένο μαγειρικό λάδι, σογιέλαιο και ηλιελαιο, ενώ για την παραγωγή βιοαιθανόλης το 96% της πρώτης ύλης αποτελείται από καλαμπόκι, σιτάρι, ζάχαρη (ζαχαρότευτλα) και άλλα δημητριακά όπως κριθάρι και σίκαλη. Διαφαίνεται λοιπόν πως η παραγωγή βιοκαυσίμων ανταγωνίζεται την παραγωγή τροφίμων ή όπως πολύ περιγραφικά το θέτει η έρευνα του Transport & Environment: σε καθημερινή βάση η ΕΕ καίει στις μηχανές των οχημάτων της 15 εκατομμύρια καρβέλια ψωμί και 18,5 εκατομμύρια μπουκάλια λαδιού μαγειρικής. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν υπάρχει ο κίνδυνος γενικευμένης επισιτιστικής κρίσης από τη δυσλειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω του πολέμου. Χαρακτηριστικό του μεγέθους του προβλήματος είναι η φράση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Antònio Guterres ο οποίος μίλησε για ένα “τυφώνα λιμού” εάν οι εισαγωγές τροφίμων από τη Ρωσία και την Ουκρανία σταματήσουν ολοκληρωτικά.
Η παραγωγή βιοκαυσίμων επηρεάζει έντονα και το επίπεδο τιμών των τροφίμων αυτών, ειδικότερα σε μία περίοδο που η εισβολή στην Ουκρανία έχει οδηγήσει την τιμή των σιτηρών και του φυτικού λαδιού στα ύψη και η αβεβαιότητα σχετικά με το τέλος του πολέμου και την επαναφορά της κανονικότητας στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες συνεχίζει να τις κρατά ψηλά. Ήδη από το 2021, πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, είχαν παρατηρηθεί πληθωριστικές πιέσεις σε κατηγορίες τροφίμων σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), με βασική αιτία – τουλάχιστον για τα φυτικά λάδια – την αυξημένη ζήτηση για βιοκαύσιμα (πηγή) (η τιμή των φυτικών λαδιών σύμφωνα με τον FAO food price index κατέγραψε ιστορικό υψηλό το 2021 αφού αυξήθηκε κατά 70% σε σύγκριση με την προηγούμενη πενταετία). Μία μικρότερη αλλά επίσης ισχυρή αύξηση δέχτηκαν και οι τιμές των δημητριακών (άνω του 30%) για το 2021. Το ύψος των τιμών όμως εκτινάχθηκε με την έναρξη του πολέμου, αφού οι Ρωσία και Ουκρανία κατέχουν μερίδιο των παγκόσμιων εξαγωγών σε ποσοστό άνω του 60% για το ηλιέλαιο, άνω του 25% για το σιτάρι, άνω του 23% για το κριθάρι και άνω του 15% για το καλαμπόκι.
Συνεπώς τα βιοκαύσιμα βρίσκονται στην τομή μεταξύ της ενεργειακής και της επισιτιστικής κρίσης. Από τη μία πλευρά τα περιβαλλοντικά οφέλη από τη χρήση τους είναι αδιαμφισβήτητα, ωστόσο εάν λάβει κανείς υπόψη τις επιπτώσεις από την παραγωγή τους τόσο στη χρήση γης όσο και στην προσφορά και την τιμή των τροφίμων το θετικό πρόσημο ενδεχομένως να ανατρέπεται. Απαιτείται λοιπόν η θέσπιση πολιτικών και ρυθμίσεων στην ανάπτυξη των βιοκαυσίμων οι οποίες να εστιάζουν όχι μόνο στη χρήση τους αλλά και στη διαδικασία παραγωγής τους, ώστε να υπολογίζεται με ακρίβεια το περιβαλλοντικό και κοινωνικοοικονομικό αποτύπωμα τους.
* Ο κ. Γιώργος Μανάλης είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)