Όταν η ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ κατέθεσε τον περασμένο Ιούλιο στη ΡΑΕ την αίτηση για άδεια ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο ισχύος 566 MW, είχε εκπλήξει την αγορά με την κίνηση αυτή καθώς μέχρι τότε θεωρείτο ότι μόνο οι ενεργειακοί όμιλοι θα έμπαιναν στο «παιχνίδι» της κατασκευής νέων μονάδων.
Αν και η ΡΑΕ δεν έχει ανάψει ακόμη κι επίσημα το πράσινο φως, φαίνεται ότι οι διαδικασίες έγκρισης βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο. Αυτό τουλάχιστον αναφέρουν πηγές που βρίσκονται κοντά στην Αρχή.
Η βαριά βιομηχανία αποφάσισε να μπει και στο ρόλο του παραγωγού σε μία περίοδο κατά την οποία ήταν φανερό ό,τι κι ο τελευταίος διαγωνισμός πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, όπου συμμετείχε στη φάση πριν την υποβολή των δεσμευτικών προσφορών, θα έβαινε άγονος ενώ παράλληλα κορυφωνόταν και στην Ευρώπη η πολιτική για τη στροφή προς καθαρότερες μορφές ενέργειας.
Η εγχώρια βιομηχανία που διαμαρτύρεται για το υψηλό κόστος ενέργειας, επικαλούμενη και τα τελευταία στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα έχει την υψηλότερη τιμή χονδρικής πώλησης, βρίσκεται σε φάση αναζήτησης λύσεων, και εξαιτίας της καθυστέρησης στην εφαρμογή του target model, για την αντιμετώπιση του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος σε σχέση με τις ευρωπαϊκές μεταποιητικές επιχειρήσεις.
Η ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ, όπως αναφέρουν πληροφορίες, αναμένει μεν την έγκριση της άδειας ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο, προκειμένου να καλύψει τις υψηλές ενεργειακές της ανάγκες, από την άλλη πλευρά όμως δεν επικεντρώνεται μόνο σε αυτήν την επιλογή.
Πηγές θέλουν τη βιομηχανία, να λαμβάνει την τελική επενδυτική της απόφαση, δηλαδή στο αν θα κατασκευάσει ή όχι τη μονάδα στη Θίσβη Βοιωτίας στο πρώτο εξάμηνο του 2020.
Ωστόσο, η μείωση του κόστους εγκατάστασης και του εξοπλισμού μονάδων ΑΠΕ έχει μπει στο μικροσκόπιο των εξειδικευμένων στελεχών της. Οι ίδιες πληροφορίες φέρουν την ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ να εξετάζει λύσεις ακόμη και για την εξαγορά εγκατεστημένων μονάδων παραγωγής ρεύματος από ΑΠΕ αλλά και ενδεχομένως και την ανάπτυξη δικών της έργων.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν αποκλείεται, σύμφωνα με σενάρια της αγοράς, η βιομηχανία να «παγώσει» τα επενδυτικά της σχέδια με τη μονάδα φυσικού αερίου.
Η λύση των ΑΠΕ φυσικά δεν πρόκειται από μόνη της να λύσει το μείζον θέμα του ενεργειακού κόστους αλλά μπορεί να προσφέρει κάλλιστα και τη δυνατότητα αντιστάθμισης του ενεργειακού κινδύνου.
Όπως και να χει οι όποιες αποφάσεις ληφθούν από την ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ θα καθοριστούν εν πολλοίς τόσο από το στρατηγικό επιχειρησιακό σχέδιο της ΔΕΗ και ιδίως σε ό,τι αφορά την τύχη των λιγνιτικών της μονάδων, όσο και από το ΕΣΕΚ το οποίο θα δρομολογεί τις ενεργειακές εξελίξεις στη χώρα για την ερχόμενη δεκαετία.