Της Αναστασίας Βαμβακά
Οι ήχοι από τα τις πρώτες εργασίες, τα δεμένα πλοία στο ντόκο και οι φιγούρες εργατών που κυκλοφορούν μέσα στο χώρο των ναυπηγείων, δημιουργούν ξανά μία νέα πραγματικότητα για έναν χώρο-φάντασμα όπως ήταν τα τελευταία χρόνια το κάποτε εμβληματικό ναυπηγείο της Ελευσίνας.
Οι πρώτες εργασίες συντήρησης και αναβάθμισης του χώρου έχουν ξεκινήσει, ίσως όμως αυτό που έχει τη δεδομένη στιγμή μεγαλύτερη αξία είναι τα δύο δεμένα εμπορικά πλοία που επισκευάζονται από τους εργαζόμενους των ναυπηγείων μετά από πέντε χρόνια στασιμότητας. Ήδη τέσσερα εμπορικά πλοία – κυρίως Ελλήνων εφοπλιστών όπως του Πέτρου Παππά της Star Bulk- αλλά και ξένης ιδιοκτησίας επισκευάζονται με απαιτητικές για τα πλοία εργασίες, ενώ στόχος της εταιρείας είναι να μη μείνει ποτέ το ναυπηγείο χωρίς εμπορικό πλοίο στις εγκαταστάσεις τους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, υπάρχει στρατηγικό πλάνο περίπου 200 πλοίων το έτος να περνούν από τις εγκαταστάσεις των ναυπηγείων Ελευσίνας, ενώ μπορούν να πραγματοποιηθούν εργασίες και σε πλοία μεταφοράς lng και lpg, τοποθετήσεις scrubber, ballast, ενώ η εταιρεία έχει δεδομένο ότι θα ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις της εποχής εξετάζοντας τις ανάγκες της αγοράς και στον εξηλεκτρισμό των πλοίων.
Αντίστοιχα σημαντικό για το ναυπηγείο είναι και το αμυντικό σκέλος των επιχειρηματικών του δράσεων. Χθες, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, η Fincantieri και η Leonardo υπέγραψαν μια σειρά επιπρόσθετων Μνημονίων Συνεργασίας (MoU) με δυνητικούς Έλληνες προμηθευτές, θέτοντας τις βάσεις για την ενδυνάμωση και την εδραίωση μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών σχέσεων. Συγκεκριμένα οι ελληνικές εταιρείες: SUNLIGHT GROUP ENERGY STORAGE SYSTEMS S.A, GENERAL COMMERCIAL AND INDUSTRIAL S.A, FARAD S.A. HEAT EXCHANGERS, ENVIRONMENTAL PROTECTION ENGINEERING S.A, G.LIGEROS O.E (PSYCTOTHERM), SSA S.A., ELFON, και TECROSS S.A. προστέθηκαν στη λίστα συνεργασίας που στόχο έχει την ενίσχυση και του ελληνικού βιομηχανικού οικοσύστηματος και την ενίσχυση της συνεργασίας των δύο χωρών.
Fincantieri και ONEX επισήμαναν ότι αυτό είναι ένα πρώτο βήμα μίας μακρόπνοης συνεργασίας, με τους κύκλους των εργασιών τους να δημιουργούν μεγάλη προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία. Τα Ναυπηγεία Ελευσίνας αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής της Fincantieri στη περίπτωση που ανατεθεί στον Όμιλο, ως κύριος ανάδοχος, το πρόγραμμα των κορβετών του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Τον Δεκέμβριο του 2022, η Fincantieri υπέγραψε επίσημη συμφωνία με τον Όμιλο ONEX Shipyards & Technologies για τη δημιουργία μιας γραμμής κατασκευής κορβετών και εγκαταστάσεων υποστήριξης του κύκλου ζωής τους στα Ναυπηγεία Ελευσίνας.
Η συμφωνία προβλέπει τους όρους συνεργασίας για την κατασκευή 2+1 κορβετών υπερσύγχρονης τεχνολογίας και κορυφαίων προδιαγραφών στα Ναυπηγεία Ελευσίνας της Onex μαζί με τις απαραίτητες αναβαθμίσεις, βελτιώσεις, τεχνογνωσία & μεταφορά τεχνολογίας, εξοπλισμού, εκτιμώμενης αξίας περίπου 80 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ αναμένεται να δημιουργήσει 2.500 άμεσες και έμμεσες νέες θέσεις εργασίας στη ναυπηγική βιομηχανία. Αν υπογραφεί η σύμβαση, το ναυπηγεί Ελευσίνας δηλώνουν έτοιμα εντός έξι μηνών για την έναρξη της κατασκευής των κορβετών στα υπόστεγα του.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι δύο εταίροι είτε το πρόγραμμα τελικά είτε όχι, η συνεργασία τους δεν επηρεάζεται και υπάρχει σχέδιο για αρκετά αμυντικά κοινά Project.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, το αμυντικό σκέλος του ναυπηγείο δεν λειτουργεί “υποχρεωτικά” αλλά με βαθιά πεποίθηση ότι η Ελλάδα πρέπει να έχει τη δικό της ναυπηγική αμυντική βιομηχανία.
Με τη συζήτηση στο δικαστήριο να πραγματοποιείται αύριο, το “ευτυχές” πλάνο για την ONEX είναι εντός διμήνου-τριμήνου να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι διαδικασίες για την μεταβίβαση, ενώ χρονιά-ορόσημο για την λειτουργία των ναυπηγείων θα είναι το 2024.
Ναυπηγεία Σύρου
Και σίγουρα, η αυξημένη συζήτηση και η αναμονή στα πλοία που καταγράφεται αυτή την περίοδο για τα ναυπηγεία Σύρου, είναι για την εταιρεία ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για το πώς μπορεί να αναγεννηθεί ο ναυπηγικός γίγαντας της Ελευσίνας. Από το β’ εξάμηνο του 2018 και την επίσημη έναρξη της λειτουργίας των ναυπηγείων περίπου 400 πλοία έχουν περάσει από τα ναυπηγεία Σύρου ξεπερνώντας κατά πολύ το ιστορικό ρεκόρ των 17 εκ ευρώ που κατέγραψε τις προηγούμενες δεκαετίες, με την περσινή χρονιά να κλείνει με 41 εκ ευρώ εμπορική δραστηριότητα.
“Ελληνική Ένωση Ναυπηγείων”
Την αποχώρησή του από τον Σύνδεσμο Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ) και την ίδρυση αυτοτελούς Ενωσης Ελληνικών Ναυπηγείων είχε ανακοινώσει στα τέλη Ιανουαρίου ο όμιλος ONEX Shipyards & Technologies. Πλέον η εταιρεία είναι έτοιμη να καταθέσει στο Πρωτοδικείο την ίδρυση της Ελληνικής Ένωσης Ναυπηγείων έχοντας βρει και ξεπεράσει τους πλέον 20 εταίρους που απαιτούνται από τον νόμο. Η αποχώρησή του, μάλιστα, είχε συνοδευτεί με αιχμές εις βάρος του ΣΕΚΠΥ, στον οποίο συμμετέχουν δεκάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας που, κατά τον σύνδεσμο, απασχολούν 19.500 άτομα. Οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν προμηθευτές του ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή των Ενόπλων Δυνάμεων, και εξυπηρετούν ή συμπληρώνουν τα εξοπλιστικά προγράμματα αεροπορίας, ναυτικού και στρατού ξηράς.
Η ίδρυση της νέας Ένωσης ήταν και απαιτούμενο από τα Ευρωπαϊκά Όργανα, ώστε να υπάρχει επίσημη εκπροσώπηση σε θεσμικές συζητήσεις.
“Ο ναυπηγικός κλάδος είναι μια “βαριά” στρατηγική βιομηχανία που –μετά από χρόνια απουσίας– επιστρέφει ξανά στις διεθνείς αγορές. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η ισχυροποίησή της είναι ζωτικής σημασίας για την Εθνική μας Ασφάλεια” είχε αναφέρει η ανακοίνωση του Ομίλου ONEX, προχωρόντας στην “επίθεση” κατά του ΣΕΚΠΥ:
-Ο ΣΕΚΠΥ είτε αδυνατεί είτε δεν επιθυμεί να υπηρετήσει την πραγματική του αποστολή. Ο σκοπός μιας σύγχρονης, ισχυρής Αμυντικής Βιομηχανίας βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πρακτικές και τη στρατηγική του Συνδέσμου.
-Παρουσιάζεται σημαντικό έλλειμμα συμμετοχής των Ναυπηγείων στη διαμόρφωση θέσεων και στη λήψη αποφάσεων του Συνδέσμου. Ο Σύνδεσμος απαξιώνει τόσο τα 3 μεγάλα ελληνικά ναυπηγεία όσο και τους Ελληνες εργαζόμενους σε αυτά.
-Διαχρονικά ο Σύνδεσμος επιχειρεί τη μετατόπιση των προβλημάτων του κλάδου σε τρίτους (όπως Πολιτεία, αλλοδαπή βιομηχανία, σώματα ασφάλειας), γεγονός που μειώνει την αξιοπιστία και κυρίως την αποτελεσματικότητά του”.