«Καμπανάκια» έχει χτυπήσει η κατώτερη των προσδοκιών συμμετοχή στο μεγάλο ΣΔΙΤ προϋπολογισμού 700 εκατ. ευρώ «Ultra-Fast Broadband», την ώρα που έχουν ξεκινήσει οι προετοιμασίες για το «Ultra-Fast Broadband II», το οποίο θεωρείται απαραίτητο για την διάχυση της ευρυζωνικότητας στο σύνολο της χώρας.
Όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς, τα έργα Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) αξιοποιούνται για την ανάπτυξη δικτύων σε περιοχές που δεν παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον και έτσι μένουν εκτός του σχεδιασμού των τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Για παράδειγμα, για το UFBB που είναι ένα έργο προϋπολογισμού 700 εκατ. ευρώ (χωρίς τον ΦΠΑ), η δημόσια χρηματοδότηση ανήλθε στα 300 εκατ. ευρώ.
Όμως, ακόμη και με την δημόσια συμμετοχή η ανάπτυξη δικτύων οπτικής ίνας αποδεικνύεται δύσκολο σπορ, όπως φάνηκε και από τα αποτελέσματα του διαγωνισμού όπου τελικά προσφορές υπέβαλλαν μόνο δύο, ο ΟΤΕ και το σχήμα που δημιούργησαν η θυγατρική του ΑΔΜΗΕ, Grid Telecom με τη Τέρνα Ενεργειακή.
Και αυτό μετά από μια -για πολλούς εξοντωτική- διαδικασία ανταγωνιστικού διαλόγου όπου και οι οχτώ συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους για το τελικό τεύχος διακήρυξης του διαγωνισμού. Εκτός του διαγωνισμού έμειναν οι: Wind, Vodafone, Avax, Mυτιληναίος-ΜΕΤΚΑ, Ιντρακατ και ΔΕΗ.
Ειδικά για την τελευταία, όπως έγινε γνωστό υπέβαλλε προσφορά η οποία όμως σύμφωνα με το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης κατατέθηκε εκπρόθεσμα. Βέβαια μένει να φανεί αν τελικά θα υπάρξει ένσταση.
Αναζητείται το… πρόβλημα
Σε κάθε περίπτωση, το ΣΔΙΤ θα προχωρήσει καθώς ΟΤΕ και Grid-Tέρνα Ενεργειακή πρόκειται να μοιραστούν τα επτά τμήματα του UFBB που αναμένεται να δημιουργήσει περισσότερες από 750.000 συνδέσεις ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps.
Παράλληλα όμως θα προετοιμάζεται και το “Ultra-Fast Broadband 2”, το οποίο θα αντλήσει πόρους από το νέο ΕΣΠΑ, με στόχο να καλύψει όσες περιοχές μένουν εκτός του τρέχοντος έργου. Στελέχη της αγοράς εκτιμούν πως τα δύο ΣΔΙΤ μαζί με την ανάπτυξη των δικτύων των τηλεπικοινωνιακών παρόχων θα οδηγήσουν σε σχεδόν πλήρη κάλυψη της χώρας με οπτική ίνα.
Ενόψει της νέας διαγωνιστικής διαδικασίας στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης αναζητούνται οι αιτίες της “απροθυμίας” που παρατηρείται από τους περισσότερους παίχτες της αγοράς για την ανάπτυξη των νέων δικτύων. Παράγοντες της αγοράς με τους οποίους συνομίλησε το Capital.gr έδωσαν διάφορες εξηγήσεις για το τι μπορεί να φταίει:
Ένας παράγοντας είναι ότι οι αποδόσεις των συγκεκριμένων έργων, ακόμη και με τη δημόσια χρηματοδότηση, δεν είναι αρκετά ελκυστικές, καθώς η ζήτηση για συνδέσεις υπερύψηλών ταχυτήτων ειδικά σε περιοχές εκτός του αστικού ιστού παραμένει υποτονική. Βέβαια, αυτό αναμένεται να αλλάξει τα επόμενα χρόνια, όσο μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις, ενώ η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι όσο αυξάνονται τα δίκτυα νέας γενιάς, τόσο αυξάνεται και η ζήτηση από την πλευρά των καταναλωτών.
Ένα ακόμη στοιχείο που προβάλλουν παράγοντες της τηλεπικοινωνιακής αγοράς είναι οι διάφορες δυσκολίες στην ανάπτυξη των δικτύων, οι οποίες τις περισσότερες φορές έχουν να κάνουν με τα έργα πολιτικού μηχανικού, τις απαραίτητες αδειοδοτήσεις και τις εγκρίσεις από διάφορους φορείς. Όλα αυτά, εξηγούν, μπορούν να καθυστερήσουν τα έργα και να εκτοξεύσουν το κόστος, χωρίς μάλιστα να μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια η τελική επιβάρυνση.
Τέλος, ιδιαίτερο ρόλο παίζουν και οι αναδυόμενες τεχνολογίες που μπορεί να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά με τα δίκτυα οπτικών ινών, όπως τα δίκτυα κινητής 5G καθώς και η πρόσβαση στο internet μέσω δορυφόρων χαμηλής τροχιάς όπως αυτοί που αξιοποιεί η Starlink του Elon Musk.
Ένα από τα θετικά της υπόθεσης είναι η πρόθεση μη τηλεπικοινωνιακών ομίλων να δραστηριοποιηθούν στην αγορά χονδρικής, αναπτύσσοντας υποδομές τις οποίες μετά θα νοικιάζουν στους παρόχους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο ΑΔΜΗΕ και η ΔΕΗ οι οποίοι αξιοποιώντας τα τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας, τα οποία φτάνουν σε κάθε γωνιά της χώρας, μπορούν να μεταφέρουν παντού την οπτική ίνα.