Την εποχή αυτή δεν μεταλλάσσεται μόνο η πόλη. Μεταλλάσσεται ο χαρακτήρας της οικονομίας, μεταλλάσσεται η ίδια η σύνθεση της κοινωνίας. Η ογκώδης και σε πολλές περιπτώσεις ανεξέλεγκτη οικοδομική αυτή δραστηριότητα είναι μια τεράστια επιχειρηματική δραστηριότητα, στην οποία στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι πολυκατοικίες είναι εμπορεύσιμο προϊόν για ανθρώπους κάθε εισοδήματος και κοινωνικής τάξης, γι αυτό και οι περισσότερες χτίστηκαν μαζικά από εργολάβους, αποτελώντας σε γενικές γραμμές ένα επαναλαμβανόμενο και τυποποιημένο με μικρές παραλλαγές, κατασκευαστικό μοτίβο.
Παράλληλα όμως με όλη αυτή την εργολαβική ανοικοδόμηση, τα χρόνια αυτά αποτελούν τη δεύτερη σημαντική περίοδο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι η στιγμή που οι θεωρητικές αναζητήσεις του μεσοπολέμου επαναδιατυπώνονται και οι διεθνείς τάσεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής φιλτράρονται μέσα από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Νέα υλικά κατασκευής και νέα είδη κτιρίων εμφανίζονται για να καλύψουν τις νέες ανάγκες των ανθρώπων της εποχής αυτής. Έτσι, τα κτίρια που κατασκευάζονται, εξοχικές κατοικίες, ξενοδοχεία, κτίρια γραφείων, πρατήρια καυσίμων και πολυκατοικίες, βάζουν ακόμα μια φορά τους αρχιτέκτονές τους στην σφαίρα των διεθνών κατακτήσεων.
Ένας από τους αρχιτέκτονες αυτούς είναι ο Θουκυδίδης Βαλεντής, ο οποίος τριάντα σχεδόν χρόνια μετά τις πολυκατοικίες των αδελφών Μιχαηλίδη και της Μ. Αγγελίδου, επιστρέφει το 1962 ξανά στα Εξάρχεια και κατασκευάζει την πολυκατοικία στη γωνία των οδών Τοσίτσα 6 και Ζαΐμη, μια εξαώροφη οικοδομή που επιβάλλεται στο χώρο τόσο με τον όγκο όσο και με το χρωματισμό της. Έχοντας αφήσει τη μορφολογική αυστηρότητα για τα δημόσια κτίρια, ο Βαλεντής κατασκευάζει μια μεσοαστική πολυκατοικία, που ενώ φαίνεται
να ακολουθεί ένα τυπικό σχήμα, κρύβει στις λεπτομέρειές της τη γοητεία του
μοντερνισμού, καθώς η εξωτερική μορφή ακολουθεί την εσωτερική λειτουργικότητα.