Μέχρι πρόσφατα, η Ελλάδα υστερούσε ως προς τη διείσδυση φυσικού αερίου στο ενεργειακό της μίγμα, εξαιτίας πληθώρας αιτιών που σχετίζονται με την οικονομική κρίση, τη γεωγραφική και πληθυσμιακή της πυκνότητα, την έλλειψη ανταγωνισμού στην λιανική αγορά κλπ.. Προκειμένου να εκτιμηθούν οι προοπτικές της αγοράς φυσικού αερίου στην Ελλάδα και η επακόλουθη ανάγκη για επέκταση του δικτύου της, πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά οι παράμετροι που διαμορφώνουν τους όρους με τους οποίους θα λειτουργεί η ΔΕΠΑ Υποδομών. Αυτές είναι:
- Οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τη ζήτηση της αγοράς του φυσικού αερίου στον οικιακό τομέα, εστιάζοντας στη συσχέτιση της ζήτησης με τις κλιματικές συνθήκες και τα δημογραφικά στοιχεία
- Η εξέλιξη της αγοράς φυσικού αερίου και η αλληλεπίδραση της με την αγορά ηλεκτρισμού
- Η δομική σχέση μεταξύ των υποδομών φυσικού αερίου, της χονδρικής και της λιανικής αγοράς φυσικού αερίου
- Οι προοπτικές και ο σχεδιασμός των σχεδίων επέκτασης του δικτύου διανομής φυσικού αερίου (ΕΔΑ Αττικής, ΕΔΑ ΘΕΣΣ, ΔΕΔΑ)
- Ο ρόλος του φυσικού αερίου υπό το πρίσμα της νέας εθνικής και ευρωπαϊκής ενεργειακής και κλιματικής στρατηγικής (σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα ως το 2050)
- Ο αναδυόμενος ρόλος της Ελλάδας ως περιφερειακού κόμβου φυσικού αερίου.
Οι παράγοντες που καθορίζουν τον βαθμό διείσδυσης
Ο βαθμός διείσδυσης του φυσικού αερίου στο επίπεδο της διανομής στην Ελλάδα είναι συγκριτικά χαμηλός σε σχέση με χώρες παρόμοιου κλίματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη χρονιά, το ποσοστό διείσδυσης στη Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία ανέρχονταν στο 51% και 50% αντίστοιχα, ενώ στην Αττική άγγιζε μόνο το 39%. Το μέσο ποσοστό διείσδυσης στην ΕΕ το 2018 πλησίασε περίπου 55%, ενώ στην Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν σημαντικά υψηλότερο στο 82%.
Ο βαθμός διείσδυσης είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, όπως είναι οι μέσες θερμοκρασίες, η πυκνότητα του πληθυσμού, η διαμόρφωση των συμβάσεων παραχώρησης, οι στρατηγικές προώθησης που υλοποιεί η εκάστοτε κυβέρνηση κυρίως ως προς τον ρόλο και το βαθμό της ανταγωνιστικότητα του φυσικού αερίου έναντι εναλλακτικών λύσεων.
Ο αντίκτυπος της πυκνότητας του πληθυσμού στο ποσοστό διείσδυσης μπορεί να παρατηρηθεί στις μεγαλύτερες πόλεις (Θεσσαλονίκη και Αττική), όπου το κόστος επέκτασης του δικτύου μπορεί να είναι σημαντικά χαμηλότερο, οδηγώντας σε υψηλότερα επίπεδα διείσδυσης. Επίσης, οι διαφορές θερμοκρασίας μπορούν να εξηγήσουν μερικώς γιατί η Αττική, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλότερες θερμοκρασίες, εμφανίζει μικρότερη διείσδυση φυσικού αερίου σε σχέση με τη Θεσσαλία και τη Θεσσαλονίκη, περιοχές οι οποίες βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της Ελλάδας και βρίσκονται συνήθως αντιμέτωπες με χαμηλότερες θερμοκρασίες. Το ίδιο μοτίβο μπορεί να παρατηρηθεί στην Ιταλία, όπου το τοπικό δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου είναι πιο πυκνό στο βορρά σε σχέση με το νότο.
Προκειμένου να εξηγηθούν η εικόνα και οι προοπτικές της αγοράς φυσικού αερίου στην Ελλάδα, απαιτείται μια εκτεταμένη ανάλυση. Αναμφίβολα, η οικονομική κρίση είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξή της συγκεκριμένης αγοράς. Συγκεκριμένα, στα πρώτα χρόνια της κρίσης και ειδικά κατά την περίοδο 2011-2014, παρατηρήθηκε σημαντική πτώση της κατανάλωσης φυσικού αερίου.
Επιπλέον, οι στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που συνδέονταν με την αυξημένη χρήση του λιγνίτη και την κατά προτεραιότητα έγχυση των ΑΠΕ στο μίγμα παραγωγής, δεν ευνόησαν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο μέχρι προσφάτως. Συνεπακόλουθα, το γεγονός αυτό με τη σειρά του δεν επέτρεψε την ύπαρξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς φυσικού αερίου στο επίπεδο της χονδρικής.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η εικόνα άλλαξε καθώς η διείσδυση του φυσικού αερίου στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής εντείνεται σημαντικά λόγω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας του αλλά και της σταδιακής απολιγνιτοποίησης. Μάλιστα, από το 2014 η ζήτηση φυσικού αερίου όχι μόνον παρουσιάζει ανοδική πορεία αλλά εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 5,5 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) ως το 2025.
Άλλοι λόγοι για την υποτονική ανάπτυξη της αγοράς φυσικού αερίου μπορούν να εντοπιστούν στο καθυστερημένο άνοιγμα της χονδρικής αγοράς και στα διαρθρωτικά προβλήματα ανταγωνισμού. Μέχρι πρόσφατα, σε επίπεδο χονδρικής πώλησης, υπήρχαν περιορισμένες επιλογές προμήθειας με επακόλουθη επίδραση στις τιμές και στη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου. Ομοίως, ο περιορισμένος ανταγωνισμός στην προσφορά καθυστέρησε περαιτέρω το άνοιγμα της λιανικής αγοράς, καθώς οι έμποροι λιανικής δεν μπορούσαν να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιο τους, έχοντας ουσιαστικά, μέχρι προσφάτως, την επιλογή να αγοράζουν φυσικό αέριο μόνο μέσω της ΔΕΠΑ, με μόνη εξαίρεση τα φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ). Tα σημεία εισόδου φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθούν, με την αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών φυσικού αερίου, προκειμένου να διευκολυνθεί η αμφίδρομη ροή φυσικού αερίου με τις γειτονικές χώρες και να προκύψουν ευκαιρίες για επιπλέον συμμετοχή εταιρειών στην αγορά αυτή.
Τα σχέδια επέκτασης των Διαχειριστών
Όλοι οι Διαχειριστές του Δικτύου Διανομής έχουν εγκεκριμένα (από την ΡΑΕ) πενταετή σχέδια επέκτασης για την περίοδο 2019-2023 που στοχεύουν σε αξιοσημείωτη ανάπτυξη των αγορών τους. Επιπλέον, έχουν ξεκινήσει μια προωθητική εκστρατεία για τις νέες συνδέσεις, σύμφωνα με την οποία οι δαπάνες σύνδεσης (που σχετίζονται με τους Διαχειριστές του Δικτύου Διανομής) δεν επιβαρύνουν τους νέους πελάτες. Τα πολύ χαμηλά ή μηδενικά κόστη σύνδεσης αναμένεται να αυξήσουν το ποσοστό διείσδυσης και αυτό μεταφράζεται σε αυξημένα έσοδα για τους Διαχειριστές Δικτύου, μέσω της συμπερίληψής τους στη ρυθμιζόμενη περιουσιακή βάση (ΡΠΒ).
Η ΕΔΑ ΘΕΣΣ στο πενταετές της πρόγραμμα έχει σχεδιάσει την επέκταση του δικτύου της κατά 297 χλμ. για το δίκτυο χαμηλής πίεσης (158 χλμ. στη Θεσσαλονίκη και 139 χλμ. στη Θεσσαλία μέχρι το 2023) και 4,4 χλμ. για το δίκτυο μέσης πίεσης στη Θεσσαλονίκη με στόχο να φτάσει στις 62 χιλιάδες νέες συνδέσεις. Οι ποσότητες διανομής αερίου στο τέλος του 2023 εκτιμώνται ότι θα φθάσουν τα 436 εκατ. κυβικά μέτρα (mcm) περίπου (ήτοι 4,9 TWh) σε σύγκριση με τα 383 εκατ. κυβικά μέτρα (mcm) το 2019. Το κόστος της συνολικής επένδυσης της επέκτασης του δικτύου εκτιμάται σε 87,5 εκατ. ευρώ. Η ΕΔΑ Αττικής έχει συμπεριλάβει στο πενταετές πρόγραμμά της την επέκταση δικτύου κατά 557 χλμ. για το δίκτυο χαμηλής πίεσης και κατά 9 χλμ. για το δίκτυο μέσης πίεσης που θα οδηγήσει σε εκτιμώμενο αριθμό 75 χιλ. νέων συνδέσεων. Οι ποσότητες διανομής αερίου εκτιμώνται ότι θα υπερβούν τα 4,6 TWh μέχρι το τέλος του 2023 και το εκτιμώμενο επενδυτικό κόστος είναι στα 47 εκατ. ευρώ.
Η ΔΕΔΑ έχει ετοιμάσει ένα φιλόδοξο σχέδιο επέκτασης του δικτύου της, κυρίως στις περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου των ηπειρωτικών περιοχών δεν διαθέτουν υποδομή δικτύου και υπάρχουν σχέδια επέκτασης του δικτύου είτε μέσω της κατασκευής αγωγών μέσης και χαμηλής πίεσης είτε μέσω της χρήσης Πεπιεσμένου Φυσικού Αερίου (ΠΦΑ) ή Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) μέσω εικονικών αγωγών. Ως γενική παρατήρηση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι παρόλο που υπάρχουν κάποιες ανησυχίες σχετικά με τη εφικτότητα ορισμένων πτυχών των σχεδίων επέκτασης, την υπάρχουσα τεχνική και επιχειρησιακή ετοιμότητα για την ανάπτυξη νέων δικτύων και την περιορισμένη διαθεσιμότητα κεφαλαίου, οι προοπτικές για την επέκταση του δικτύου μπορούν εν γένει να θεωρηθούν θετικές.
Τα κίνητρα προσέλκυσης για νέες συνδέσεις
Στις περισσότερες χώρες, το έναυσμα για την ανάπτυξη της λιανικής αγοράς αποτελεί η ζήτηση των οικιακών καταναλωτών. Στην Ελλάδα, τα ρυθμιστικά εμπόδια που σχετίζονται με την δυσκολία αλλαγής καυσίμων σε πολυκατοικίες φαίνεται ότι συνέβαλαν στην αργή διείσδυση του φυσικού αερίου στις μεγάλες πόλεις.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ένα σημαντικό μέρος (44,7%) του εθνικού κτιριακού αποθέματος είναι τα πολυώροφα κτίρια με ποσοστό 96,1% από αυτά να βρίσκονται σε μεγάλες πόλεις. Από το σύνολο του κτιριακού αποθέματος, το 60% διαθέτει κεντρική θέρμανση. Με βάση το Νόμο 4495/2017, Άρθρο 127 κανονιστικές τροποποιήσεις εισήχθησαν προσβλέποντας στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και στην ενίσχυση της αυτόνομης θέρμανσης στα κτίρια. Με το διάταγμα αυτό ο κάτοικος που ενδιαφέρεται να μεταβεί από το σύστημα κεντρικής θέρμανσης σε αυτόνομο, επιτρέπεται να το πράξει με ή χωρίς την έγκριση της πλειοψηφίας συνιδιοκτητών, ωστόσο είναι υποχρεωμένος να πληρώσει για τυχόν μελλοντικές δαπάνες συντήρησης του υφιστάμενου συστήματος κεντρικής θέρμανσης.
Ο αυξημένος “βαθμός ελευθερίας” που θεσπίστηκε με την παρούσα νομοθετική πράξη έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των νέων συνδέσεων. Επιπλέον, συνεχίζεται το πρόγραμμα επιδότησης της ΕΔΑ Αττικής για την προσέλκυση νέων συνδέσεων καλύπτοντας το κόστος εγκατάστασης του φυσικού αερίου από ένα τρέχον εύρος επιχορηγήσεων ξεκινώντας από €400 για ένα διαμέρισμα και φτάνοντας τα €3000 για μια πολυώροφη πολυκατοικία.
Η στροφή στην ενεργειακή πολιτική
Σε επίπεδο πολιτικής, η Ελλάδα δημοσίευσε πρόσφατα το Ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), στο οποίο εκθέτει ένα λεπτομερή χάρτη πορείας για την επίτευξη ενεργειακών και κλιματικών στόχων έως το 2030. Το φυσικό αέριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ΕΣΕΚ συμβάλλοντας στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και στην επίτευξη στόχων ενεργειακής ασφάλειας.
Η προγραμματισμένη σταδιακή εξάλειψη του λιγνίτη είναι μια σημαντική αλλαγή για τον εθνικό χάρτη ενέργειας. Προφανώς, όλα τα μέτρα για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη θέρμανση και τις μεταφορές συμβάλλουν στην επίτευξη αυτών των στόχων, καθώς και η αντικατάσταση του ντίζελ ή του λιγνίτη με φυσικό αέριο αποτελώντας ένα ενδιάμεσο στάδιο πολιτικής όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
Επιπλέον, το φυσικό αέριο αναμένεται να αποτελέσει το ενδιάμεσο καύσιμο για τη μετάβαση σε ένα χαμηλό μοντέλο εκπομπών αερίων θερμοκηπίου σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης (π.χ. κατοικίες, μεταφορές, βιομηχανία) στοχεύοντας σε βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση και χαμηλότερο ενεργειακό κόστος και σε αντικατάσταση μέρους της τρέχουσας κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων σε αυτούς τους τομείς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προβλέψεις, η τελική κατανάλωση ενέργειας από φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθεί το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020 κατά 56% στον οικιακό τομέα, κατά 31% στον τριτογενή τομέα και κατά 264% στον τομέα των μεταφορών.
Βασική προτεραιότητα της ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα είναι η αναβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας ως περιφερειακού παίκτη στην αγορά φυσικού αερίου, η ενίσχυση των υφιστάμενων και νέων διασυνδέσεων με τρίτες χώρες και ακολούθως η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης και η διασφάλιση του ενεργειακού της εφοδιασμού.
O ρόλος της Ελλάδας ως περιφερειακού παίχτη
Η ελληνική αγορά φυσικού αερίου έχει σημαντικές προοπτικές να καταστεί περιφερειακός κόμβος. Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να παίξει το ελληνικό χρηματιστήριο φυσικού αερίου, η υλοποίηση του οποίου προχωρά με γοργά και αποφασιστικά βήματα. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα και η διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού θα στηρίξουν σημαντικά την ανάπτυξη του χρηματιστηρίου, ενώ οι φυσικές υποδομές όπως οι TAP, IGB, FSRU, UGS μπορούν συμβάλλουν σημαντικά προς την κατεύθυνση αυτή. Η ανάπτυξη κρίσιμων υποδομών θα καταστήσει μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου διαθέσιμες στην ελληνική αγορά.
Οι συμφωνίες διασύνδεσης με τη Bulgartransgas και αυτή με τον TAP που θα υπογραφούν σύντομα, αναμένεται να διευκολύνουν τις ροές και να προωθήσουν την περαιτέρω ρευστότητα της αγοράς. Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο είναι η διασύνδεση με την Τουρκία. Η δημιουργία του χρηματιστηρίου φυσικού αερίου στην Τουρκία κατά πάσα πιθανότητα θα επηρεάσει θετικά την ελληνική αγορά, προσφέροντας περισσότερες επιλογές διαπραγμάτευσης και διαθέσιμες ποσότητες.
Εξάλλου, η δημιουργία μιας οργανωμένης χονδρεμπορικής αγοράς στη Βουλγαρία θα αυξήσει τον ανταγωνισμό στην ελληνική αγορά φυσικού αερίου επειδή υπάρχουν ενεργές συμφωνίες και μπορεί επίσης να δοθεί η δυνατότητα για νέες συνδέσεις με άλλες πηγές φυσικού αερίου.
Συμπερασματικά, μετά από μια απότομη πτώση κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η ελληνική αγορά φυσικού αερίου ανακάμπτει εκ νέου και μετασχηματίζεται, αργά αλλά σταθερά, σε μια ανοιχτή και ελεύθερη αγορά. Τα φιλόδοξα σχέδια ανάπτυξης του δικτύου θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις προκειμένου το φυσικό αέριο να αποτελέσει ένα καύσιμο «κλειδί» για όλους τους τομείς κατανάλωσης, στο ορίζοντα προς τη μείωση του άνθρακα. Επιπλέον, η δημιουργία ενός χρηματιστήριου φυσικού αερίου μαζί με τις προγραμματισμένες σημαντικές επεκτάσεις των υποδομών θα παράσχουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να γίνει η Ελλάδα ένας σημαντικός περιφερειακός παίκτης που θα ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Εν κατακλείδι, το σημερινό και το διαμορφούμενο τοπίο της αγοράς αποτελούν ένα πολύ ελπιδοφόρο περιβάλλον για την υλοποίηση της προγραμματισμένης πώλησης της ΔΕΠΑ Υποδομών.
———————————–
*O Ιωάννης Στεφάνου είναι Senior Consultant in Energy Markets and Regulatory Affairs ([email protected]) της LDK Consultants
*H Μαρία Αλεξάνδρα Ασλάνογλου είναι Energy Consultant ([email protected]) στην LDK Consultants