Η διασφάλιση της πρώτης ύλης, η σύνδεση των μονάδων με το δίκτυο και το καθεστώς ενίσχυσης αποτέλεσαν, σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, τους βασικούς άξονες της συζήτησης στην «άτυπη» ημερίδα που διοργάνωσε το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας την περασμένη Πέμπτη με τους εμπλεκόμενους φορείς στα πλαίσια της κλειστής διαβούλευσης με θέμα την διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για την παραγωγή βιομεθανίου.
Υπενθυμίζεται, όπως έχει γράψει το energypress, ότι από την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου «τρέχει» κλειστή διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους του κλάδου, διαδικασία που αναμένεται να ολοκληρωθεί με την κατάθεση των σχολίων μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου. Να σημειωθεί ότι η ημερίδα υπήρξε πρωτοβουλία του ΥΠΕΝ και στόχο είχε να παρουσιαστούν οι πρώτοι βασικοί άξονες του νέου πλαισίου για την παραγωγή βιομεθανίου.
Με την συμμετοχή να ξεπερνάει τα 150 άτομα, μέρος πήραν παραγωγοί βιοαερίου, διαχειριστές δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου, προμηθευτές φυσικού αερίου, συναρμόδια υπουργεία, δημόσιοι οργανισμοί, η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων καθώς και εκπρόσωποι των καταναλωτών.
Κατά γενική εκτίμηση, η συζήτηση πραγματοποιήθηκε σε καλό κλίμα παρά το γεγονός ότι παραμένουν ακόμη ανοικτά ζητήματα, όπου αν και υπάρχει μια αρχική πρόθεση, ωστόσο παραμένουν ανοικτά προς διευθέτηση. Σύμφωνα με πηγές με γνώση της όλης διαδικασίας, η πρόθεση του Υπουργείου είναι να φέρει το νομοσχέδιο σε δημόσια διαβούλευση μέσα στο πρώτο τρίμηνο του έτους και να προχωρήσει σε ψήφισή του μέσα στο δεύτερο τρίμηνο.
Πρώτη ύλη
Η διασφάλιση της πρώτης ύλης για την παραγωγή βιομεθανίου αποτελεί κρίσιμη παράμετρο στο όλο εγχείρημα με παράγοντες της αγοράς που συνομίλησε το energypress και βρέθηκαν στην ημερίδα, να υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για σύνθετο ζήτημα που χρειάζεται πρόσθετες πρωτοβουλίες.
Ως γνωστόν, σήμερα δεν υπάρχει κάποια «φόρμουλα» καταγραφής, συλλογής και πιστοποίησης των αποβλήτων με αποτέλεσμα σημαντικές ποσότητες να καταλήγουν «χύμα» στη φύση αναξιοποίητες, ενώ θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μονάδες βιοαερίου και μελλοντικά μονάδες παραγωγής βιομεθανίου, επιτυγχάνοντας έτσι την κυκλική οικονομία. Για την αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος, φορείς της αγοράς προκρίνουν την διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που θα προσδιορίζει την διαδικασία συλλογής και πιστοποίησης των αποβλήτων με χαρακτήρα «υποχρεωτικότητας», ώστε αφενός να εκλείψουν τα φαινόμενα αναληθούς δήλωσης αποβλήτων και αφετέρου αυτά να πηγαίνουν προς αξιοποίηση κι όχι πέταμα στη φύση.
Ένα ακόμη ζήτημα αφορά την συνάφεια της πρώτης ύλης με το καθεστώς ενίσχυσης που θα επιλεγεί από την άποψη ότι προοδευτικά, η πρώτη ύλη δύναται να επιβαρύνει σημαντικά τα «οικονομικά» του έργου. Σε αντίθεση με τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά, όπου ο ήλιος και ο άνεμος αντίστοιχα, βρίσκονται σε αφθονία στη φύση, η βιομάζα είναι πεπερασμένη και επομένως σε συνθήκες αυξημένης ζήτησης, η τιμή της πρώτης ύλης θα αυξηθεί σημαντικά.
Επομένως, όπως υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς, ένα μοντέλο σταθερής τιμής για 15-20 χρόνια παραγνωρίζει ένα τέτοιο πιθανό ενδεχόμενο, θέτοντας εν τέλει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα της μονάδας σε βάθος χρόνου. Να σημειωθεί ακόμη ότι σε μεταγενέστερο χρόνο, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σε συνέχεια και της νομοθέτησης του πλαισίου για την παραγωγή βιομεθανίου, θα εξετάσει την καθιέρωση κινήτρων για την αξιοποίηση υπολειμμάτων από την παραγωγή βιομεθανίου για λιπάσματα.
Καθεστώς ενίσχυσης
Ως προς το καθεστώς ενίσχυσης, πληροφορίες αναφέρουν ότι το Υπουργείο προωθεί, ως επικρατέστερο σενάριο αυτή την στιγμή, ένα μοντέλο παρόμοιο με τις μπαταρίες, δηλαδή με συνδυασμό επενδυτικής και λειτουργικής ενίσχυσης για την στήριξη των νέων μονάδων παραγωγής βιομεθανίου. Ως προς τις περιπτώσεις μετατροπής μονάδων βιοαερίου σε μονάδες βιομεθανίου, το σχέδιο του Υπουργείου προκρίνει μια επιδότηση για την κάλυψη του διαφορικού κόστους.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι αν και εκφράστηκε συμφωνία σε επίπεδο ημερίδας, εντούτοις, όπως μεταφέρουν πηγές του energypress, υπάρχει έντονος προβληματισμός ως προς το βέλτιστο μοντέλο. Τόσο στα πλαίσια της κλειστής διαβούλευσης των εμπλεκόμενων φορέων με το ΥΠΕΝ όσο και στη συνέχεια στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης, η κινητροδότηση της παραγωγής βιομεθανίου αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο των σχολίων και των παρατηρήσεων των συμμετεχόντων.
Ενδεικτικά, όπως αναφέρουν πληροφορίες, ο ΣΠΕΒ τάσσεται υπέρ ενός μοντέλου «feed in tariff», εκτιμώντας πως λόγω της απόστασης ακόμη από «οικονομίες κλίμακας» υπάρχει ανάγκη σταθερής ενίσχυσης των έργων στα πρότυπα των ενισχύσεων που λάμβαναν στα πρώτα στάδια ανάπτυξής τους, οι άλλες μορφές ΑΠΕ. Σε κάθε περίπτωση, βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι ο ΔΑΠΕΕΠ, σε όποιο μοντέλο επιλεγεί, θα αναλάβει τον ρόλο του εκκαθαριστή, με τον οποίο και θα συνάπτουν σύμβαση οι παραγωγοί.
Η διασύνδεση με το δίκτυο
Ένα τρίτο ζήτημα αφορά την σύνδεση των νέων μονάδων αλλά και των υφιστάμενων που θα μετατραπούν από βιοαέριο σε βιομεθάνιο, στο δίκτυο αερίου είτε πρόκειται για το δίκτυο διανομής είτε πρόκειται για το δίκτυο μεταφοράς. Ως βέλτιστη επιλογή προκρίνεται η δημιουργία ενός μηχανισμού που θα καθορίζει ποιος επιμερίζεται το κόστος της διασύνδεσης.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον μηχανισμό, αν η απόσταση του σταθμού είναι μικρότερη από ένα χιλιόμετρο το κόστος το αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου ο Διαχειριστής. Αν η απόσταση είναι από ένα έως 10 χιλιόμετρα, το κόστος επιμερίζεται 50-50 μεταξύ του παραγωγού και του Διαχειριστή, ενώ για μεγαλύτερες των 10 χιλιομέτρων αποστάσεις, το κόστος καλύπτεται από τον παραγωγό.
Έτερο ζήτημα και το οποίο παραμένει ανοικτό προς διευθέτηση, προκύπτει με τις υφιστάμενες μονάδες βιοαερίου που θα μετατραπούν σε βιομεθάνιο, καθώς αυτές βρίσκονται κοντά στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας ενώ, υπό την νέα λειτουργία, απαιτείται εγγύτητα με το δίκτυο αερίου. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση του θέματος, χρειάζεται να υπάρξει συνυπολογισμός της διασύνδεσης στο κόστος του έργου ήδη από το στάδιο της αδειοδότησης από την ΡΑΑΕΥ προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν «δυσάρεστες» εκπλήξεις στην πορεία, στα «οικονομικά» του έργου.
Ένα ακόμη θέμα, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, αφορά στην αλλαγή έκχυσης από το δίκτυο διανομής προς το δίκτυο μεταφοράς για μονάδες που εξαρχής έχουν προσαρμοστεί σε σύνδεση με το δίκτυο διανομής. Με δεδομένη την διαφορά πίεσης ανάμεσα στα δύο δίκτυα (δίκτυο μεταφοράς 50-55 bar και δίκτυο διανομής 16 bar), στην περίπτωση ροής από το δίκτυο διανομής προς το δίκτυο μεταφοράς, τότε το τελευταίο χρειάζεται να εξοπλιστεί με συμπιεστή, πρόσθετο εξοπλισμό που είναι αρκετά κοστοβόρος.
Να σημειωθεί ότι μια τέτοια περίπτωση μπορεί να χρειαστεί σε περιπτώσεις που το δίκτυο διανομής κορεστεί λόγω χαμηλής ζήτησης με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί σε ανατροφοδότηση μέρους των εγχεόμενων ποσοτήτων προς το δίκτυο μεταφοράς. Αν και πρόκειται για μια τεχνική λεπτομέρεια, εντούτοις, συνιστά ένα πρόσθετο κόστος που χρειάζεται να συνυπολογιστεί στα τελικά «νούμερα» της επένδυσης, καθώς διασφαλίζει αφενός την ομαλή λειτουργία των εργοστασίων βιοαερίου που δουλεύουν αδιάλειπτα (πέραν της περιόδου συντήρησης) και του δικτύου διανομής σε συνθήκες κορεσμού.