«Οι προτάσεις των νεαρών συναδέλφων ήταν πολύ αξιόλογες», αναφέρει η Δήμητρα Σιατίτσα, μέλος της ομάδας CoHab, διδάκτωρ του Τομέα Πολεοδομίας ΕΜΠ και ερευνήτρια. «Ο διαγωνισμός έγινε αφορμή για να γνωρίσουμε σε βάθος τα μοντέλα συνεργατικής και συνεταιριστικής κατοικίας». Κάτι που μέχρι πρότινος μας ήταν άγνωστο, έχει αρχίσει πλέον να διδάσκεται στα πανεπιστήμια και να συζητείται ευρύτερα στην κοινωνία.
Παραμένουν, ωστόσo, δύο σκόπελοι: «Αφενός δεν έχουμε ακόμα την εμπειρία ενός πιο συλλογικού τρόπου κατοίκησης και συμμετοχικής αυτοδιαχείρισης της κατοικίας· αφετέρου οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί εξελίχθηκαν διαφορετικά στην Ελλάδα, λειτουργώντας περισσότερο ως εργαλείο ιδιωτικής πολεοδόμησης και φθηνής κατασκευής ιδιωτικής κατοικίας, κυρίως παραθεριστικής, ενώ πολλοί βρέθηκαν σε εκκρεμότητα, καθώς είχαν συσταθεί σε εκτάσεις που μετά το σύνταγμα του 1975 κρίθηκαν προστατευόμενες».
Μια άλλη ελληνική ιδιαιτερότητα είναι η ύπαρξη χιλιάδων άδειων κτισμάτων. Ήδη από το 2017, το Cohab καταγράφει κενά κτίρια, ειδικά όσα ανήκουν σε δημόσιους και κοινωφελείς φορείς, από τα οποία οι ομάδες ανέλαβαν ένα για να αναπτύξουν τις προτάσεις τους. «Για τον διαγωνισμό προτείναμε οκτώ κενά κτίρια στην Αθήνα, έξι στη Θεσσαλονίκη, τέσσερα στον Βόλο, καθώς και κτίρια που μας πρότειναν συμμετέχοντες και φορείς στην Καρδίτσα, στα Γιάννενα, στη Μυτιλήνη, στην Καβάλα και στη Δράμα». Πολλά εξ αυτών αποτελούν μνημεία βιομηχανικής ιστορίας, αλλά, αν αφεθούν κι άλλο στη φθορά του χρόνου, θα χαθούν μαζί με τις ιστορίες που μπορούν να διηγηθούν.
Το γιατί «ρημάζουν» τόσα κτίρια δεν έχει εύκολη απάντηση. «Στο παρελθόν οι δημόσιοι φορείς και προπαντός οι φορείς κοινωνικής ασφάλειας επένδυαν σε ακίνητα, τα οποία αργότερα έπαυαν να αξιοποιούν άπαξ και δεν κάλυπταν τις ανάγκες τους ή έχρηζαν επισκευών». Ως πιο «συμφέρουσα» λύση οι φορείς αναζητούν ιδιώτες επενδυτές μέσα από πλειοδοτικές διαδικασίες. Έτσι, τα εν λόγω κτίρια μετατρέπονται σε ξενοδοχεία, καθώς πρόκειται για τη μόνη επενδυτική δραστηριότητα που προσελκύει το ενδιαφέρον. «Χρειάζεται να αναζητηθούν διαφορετικές εναλλακτικές», διευκρινίζει η ίδια. «Υπάρχουν πόροι και χρηματοδοτικά εργαλεία από την ΕΕ, όπως αυτά για την ενεργειακή αναβάθμιση, που μπορούν να αξιοποιηθούν στοχευμένα γι’ αυτόν τον σκοπό». Άλλωστε, το στεγαστικό πρόβλημα έχει καταστεί πανευρωπαϊκό. Εξ ου και έχει οριστεί επίτροπος για την ενέργεια και τη στέγη, ως διακριτό χαρτοφυλάκιο.
«Ένα άλλο πρόβλημα είναι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, που υστερεί, καθώς δεν αναγνωρίζει κανέναν φορέα ως πάροχο οικονομικά προσιτής ή κοινωνικής στέγης», υπενθυμίζει. «Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει κάνει προσπάθειες με τη σύσταση του Φορέα Κοινωνικής Μίσθωσης της ΜΑΘ ΑΕ ΑΟΤΑ, αλλά εκκρεμούν ουσιαστικές θεσμικές αλλαγές για να γίνει μια βιώσιμη δραστηριότητα». Στο εξωτερικό υπάρχουν πολλές καλές πρακτικές, που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στη χώρα μας. «Οι συνεταιρισμοί δικαιούνται ευνοϊκά δάνεια, επιχορηγήσεις, έχουν πρόσβαση σε δημόσια ακίνητα (όπως η παραχώρηση με δικαίωμα χρήσης 99 ετών από τον Δήμο Βαρκελώνης), αλλά και σε πρακτικές συγκέντρωσης ιδίων κεφαλαίων, όπως συνεταιριστικές μερίδες, άμεσα δάνεια, crowdfunding κ.α.», αναφέρει. «Κάποτε μας θεωρούσαν ρομαντικούς. Σήμερα, η συνεταιριστική κατοικία μοιάζει μια πολύ ρεαλιστική εναλλακτική», καταλήγει.