Του Νίκου Ρουσάνογλου
“Πλούσια” είναι η ατζέντα των αναγκαίων παρεμβάσεων για τον εκσυγχρονισμό του τρόπου παραγωγής δημοσίων έργων, καθώς οι κατασκευαστικές εταιρείες, διά του θεσμικού τους φορέα, του ΣΤΕΑΤ (Σύνδεσμος Τεχνικών Εταιρειών Ανωτέρων Τάξεων), θίγουν μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, κάποια εκ των οποίων χρονολογούνται επί σειρά ετών. Το κυριότερο εξ αυτών είναι ασφαλώς, η λειτουργία του Παρατηρητηρίου Τιμών και του Συστήματος Ενιαίων Τεχνικών Προδιαγραφών Έργων και Μελετών, που ακόμα αγνοούνται παρότι έχουν θεσμοθετηθεί επί χρόνια. Αν και έχει ιδρυθεί με ΚΥΑ η Εταιρεία Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Μελετών, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου δεν έχουν οριστεί και έτσι παραμένει ανενεργή.
“Η άμεση προσαρμογή της χώρας, ανάλογα και σύμφωνα με ό,τι έχουν πράξει και όλες οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη λειτουργία Παρατηρητηρίου Τιμών και στην εφαρμογή Συστήματος Ενιαίων Τεχνικών Προδιαγραφών, είναι απόλυτα επιβεβλημένη. Δεν είναι δυνατόν η κοστολόγηση των έργων να γίνεται με ανεπίκαιρες και παρωχημένες τιμές μονάδας και να μην υπάρχει ανταπόκριση σε σύγχρονες προδιαγραφές”, αναφέρει ο ΣΤΕΑΤ, που εκπροσωπεί τις εταιρείες της 6ης και 7ης τάξης του εργοληπτικού πτυχίου. Πρόκειται για ένα κρίσιμο θέμα, καθώς οι προϋπολογισμοί όλων των δημοσίων έργων είναι ουσιαστικά ανεδαφικοί, μιας και βασίζονται σε τιμολόγια προ 10ετίας. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν διαγωνισμοί που προκηρύσσονται με κόστος χαμηλότερο από το πραγματικό, μη αφήνοντας κανένα περιθώριο ανταγωνισμού κι εκπτώσεων από τις εταιρείες. Παράλληλα, γεννώνται και φαινόμενα αδιαφάνειας και συναλλαγής, ειδικά σε περιπτώσεις μικρότερων έργων.
Επιπλέον, ο ΣΤΕΑΤ αναφέρει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί άμεσα το θέμα των Συντελεστών Αναθεώρησης και των Αναλυτικών Τιμολογίων Έργων. Είναι απαραίτητο οι τιμές, οι αναλύσεις και η αναθεώρηση να εφαρμόζονται σε όλες τις Δημόσιες Συμβάσεις και στις Συμβάσεις Παραχώρησης, ειδικότερα μετά την λειτουργία του Ενιαίου Συστήματος Τεχνικών Προδιαγραφών. Είναι επίσης αναγκαίο να προχωρήσει η επικαιροποίηση προϋπολογισμών όλων των προς δημοπράτηση Δημόσιων Έργων, Έργων Παραχώρησης και έργων ΣΔΙΤ.
Εν τω μεταξύ, ο ΣΤΕΑΤ θίγει και το “παράδοξο” φαινόμενο των συνεχών καθυστερήσεων στις πληρωμές των έργων, σε μια περίοδο υπερπλεονασμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά και της γενικότερης άνθησης του κατασκευαστικού κλάδου. “Η καθυστέρηση διάθεσης των αναγκαίων πιστώσεων, έχει άμεσες επιπτώσεις στους αναδόχους και επηρεάζει αρνητικά και τον συνολικό προγραμματισμό του Δημοσίου. Για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαία η εξεύρεση λύσεων χρηματοδότησης των έργων και στο πλαίσιο των ευρύτερων προτάσεων που κατατέθηκαν. Είναι δυνατόν να προχωρήσει η δημιουργία Εθνικού Ταμείου Έργων Υποδομής, για την ευρύτερη αξιοποίηση πόρων”, τονίζεται.
Σύμφωνα με τον ΣΤΕΑΤ, η συγκεκριμένη πρόταση αποτελεί στρατηγική προσέγγιση για την συγκέντρωση και διοχέτευση πόρων σε μικρά και μεγάλα έργα που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη και την συνδεσιμότητα της χώρας. Πηγές χρηματοδότησης μπορούν να είναι έσοδα από τέλη διοδίων ή λιμενικά τέλη, μερίδιο από φόρους καυσίμων / κυκλοφορίας, κοινοτικά κονδύλια (νέο Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ), Πράσινα Ομόλογα, Ομόλογα Έργων (Project Bonds), τέλη ρύπων, Εθνικός Προϋπολογισμός. “Χαρακτηριστική η περίπτωση του Καναδά όπου δημιουργήθηκε το Canada Infrastructure Bank (CIB), με παροχή επενδυτικών κινήτρων και κεφαλαίων σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, με σκοπό την χρηματοδότηση έργων μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα, ιδίως στις μεταφορές, το νερό και την ενέργεια. Τελικά η ανάγκη χρηματοδότησης μπορεί και πρέπει να οδηγήσει και σε άλλους τρόπους εξεύρεσης, ενίσχυσης και θεσμοθέτησης ειδικών ρυθμίσεων και φορέων που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα προβλήματα ελλείψεων και ενισχύουν και στηρίζουν την ανάπτυξη”, αναφέρεται.
Για το θέμα του προσωπικού στα έργα, ο ΣΤΕΑΤ σημειώνει ότι “λόγω του μεγάλου όγκου έργων και των αναγκών που διαμορφώνονται, αναδείξαμε σε διάφορες περιπτώσεις καθώς και στο Υπουργείο Εργασίας το μεγάλο πρόβλημα έλλειψης εργατικού και τεχνικού προσωπικού. Είναι αναγκαίος ο προγραμματισμός ενεργειών για διευκόλυνση μετάκλησης εργαζομένων από άλλες χώρες του εξωτερικού, με αναγνώριση από το ελληνικό δημόσιο των αντίστοιχων πιστοποιητικών εξειδίκευσής τους και επιβάλλονται συγκεκριμένες κινήσεις του κράτους για την διασφάλιση της διαδικασίας ώστε να επιτευχθεί αποτελεσματικά η υλοποίηση των απαραίτητων μετακινήσεων” καταλήγει ο ΣΤΕΑΤ.