Η πολεοδομία και η αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα εκφράζουν όσο καμιά άλλη πολιτισμική έκφανση τη δημιουργική δραστηριότητα της Ελλάδας των νεώτερων χρόνων. Στην περίοδο μετά την Τουρκοκρατία και την ελληνική επανάσταση, το χάος και η εικόνα της καταστροφής ήταν εμφανή σε όλη τη χώρα. Για το λόγο αυτό, ξεκίνησε η πολεοδομική χάραξη και η εκτεταμένη ανοικοδόμηση των πόλεων, καθώς και η κατασκευή κτηρίων δημόσιων και ιδιωτικών που συμβάδιζαν με τις επιταγές της κλασικιστικής και ρομαντικής αρχιτεκτονικής, που κυριάρχησε στην Ευρώπη κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Οι ευρωπαϊκές διδαχές εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα πλήρως αφομοιωμένες στο πνεύμα του νεοσύστατου αυτού μικρού κράτους. Γύρω στα τέλη του 18ου αι. εμφανίζεται μια νέα τάση στην τέχνη της Ευρώπης, ο ρομαντικός νεοκλασικισμός, που χαρακτηρίζεται από την απλότητα, τη σοβαρότητα, την αυστηρότητα και τη μεγαλοπρέπεια. Η καινούρια τεχνοτροπία προτάσσει το συναίσθημα έναντι της λογικής και η τέχνη έρχεται αντιμέτωπη με την τεχνική. Οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες της νέας εποχής, που εφαρμόζουν τις επιταγές του ρυθμού αυτού, διακρίνονται για τη νοσταλγικότητά τους που εκδηλώνεται με την επιστροφή στον αρχαίο κόσμο.
Με την έλευση του 19ου αιώνα η νεοκλασικιστική τάση εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στους αγγλικούς κήπους και στα αρχαιοπρεπή οικοδομήματα και άρχισε να εξαπλώνεται και να κυριαρχεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ελλάδα που μόλις είχε απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό, έχοντας βιώσει τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς καθώς και έναν επαναστατικό αγώνα που την είχε καταβάλει, πάλευε να ανασυσταθεί ως κράτος. Οι δοκιμασίες είχαν αφήσει πίσω τους συντρίμμια και ερείπια. Οι πόλεις της Τουρκοκρατίας ήταν περιορισμένης έκτασης, με δρόμους στενούς και ακανόνιστου σχήματος, με κτήρια ταπεινά και φτωχικά, που δεν άρμοζαν στην εικόνα ενός νέου κράτους και που δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του. Η ρήξη με το οθωμανικό παρελθόν, συνεπώς, ήταν αναπόφευκτη για τις νέες ελληνικές αστικές πόλεις, των οποίων η πολεοδομική μορφή άλλαξε δραστικά μέσα στο 19ο αιώνα. Η αιτία δεν ήταν άλλη από το γεγονός ότι την εποχή εκείνη εγκαταλείφθηκε το μοντέλο της οθωμανικής πόλης και τη θέση του ήρθε να πάρει το δυτικό πολεοδομικό μοντέλο, που επικράτησε, εξαιτίας των γενικότερων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων και μετασχηματισμών της εποχής. Για το λόγο αυτό, ο Καποδίστριας, αμέσως μετά την έλευσή του, σήκωσε το βαρύ φορτίο της ανασύστασης του κράτους και του σχηματισμού διοικητικού μηχανισμού για την εφαρμογή της νέας πολεοδομικής πολιτικής.
Η διοίκηση, η γλώσσα, οι τέχνες, οι ονομασίες και μεταξύ άλλων και η αρχιτεκτονική επηρεάστηκαν από την αρχαία ιστορία και κατ’ επέκταση από τον νεοκλασικισμό, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που αναβίωνε το παρελθόν και που ήταν απόλυτα εναρμονισμένο με την ελληνική πραγματικότητα της εποχής. Ο νεοκλασικισμός αποτελούσε, άλλωστε, ένα αδιάρρηκτο σύνδεσμο της Ελλάδας με το μεγαλειώδες παρελθόν της.
Επί Όθωνα (1833 – 1862) συστήθηκαν νέες υπηρεσίες με επικεφαλής κυρίως Βαυαρούς, που μετέφεραν στην Ελλάδα τη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη και πρακτική στην οργάνωση των χώρων. επρόκειτο για κατακτήσεις της εποχής του Διαφωτισμού, του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, που στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία εκφράστηκαν με το κίνημα του νεοκλασικισμού. Οι νέες υπηρεσίες ήταν επιφορτισμένες με την τοπογράφηση και τη σύνταξη πολεοδομικών και ρυμοτομικών σχεδίων για την πλειονότητα των ελληνικών πόλεων της Πελοποννήσου, της Στερεάς, της Εύβοιας και των νησιών του Αιγαίου πελάγους. Από τα πρώτα δημόσια έργα ήταν η χάραξη και διάνοιξη δρόμων, το κτίσιμο γεφυρών και η αποξήρανση των επιβλαβών ελών. Ακολούθησαν έργα οδοποιίας, αλλά και λιμενικά για τη διευκόλυνση των θαλασσίων οδών και την προώθηση του εμπορίου.
Η χάραξη και ανάπτυξη των πόλεων βασιζόταν στη ρυμοτομική διάρθρωση των παλαιότερων και ήδη υπαρχόντων, επιφέροντας μικρές μόνο διαπλατύνσεις και ευθυγραμμίσεις. Το πολεοδομικό σχέδιο εφαρμόστηκε στις επεκτάσεις της κάθε πόλης. Παράλληλα, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην ανάδειξη και στη διατήρηση των επιφανειακών αρχαιοτήτων. Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, παρόλα αυτά, οι επεκτάσεις και οι τροποποιήσεις των παλαιών πόλεων έγιναν αυθαίρετα, χωρίς την
εφαρμογή συγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου.
Οι Έλληνες και ξένοι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν στην Ελλάδα για την αναδημιουργία της χώρας, σπούδασαν σε βάθος την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, μελετώντας τα ίδια τα μνημεία και αποτυπώνοντας σχεδιαστικά κάθε τους λεπτομέρεια. Με τον τρόπο αυτό, κατανόησαν τις λανθάνουσες καμπυλότητες, τις αρμονικές αναλογίες και τη ζωγραφική διακόσμηση του μαρμάρου. στη συνέχεια, άρχισαν να τα εφαρμόζουν στα έργα τους, εγκαινιάζοντας μια αληθινή ελληνική αναγέννηση. Τα πρότυπα δεν ήταν μόνο τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά έργα τέχνης, αλλά και τα βυζαντινά και τα αναγεννησιακά καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Η λαϊκή αρχιτεκτονική, που ανθούσε κατά τα προεπαναστατικά κυρίως χρόνια, ερχόταν σε αντίθεση με την αρχαία και τη βυζαντινή παράδοση, αλλά είχε να επιδείξει αξιόλογες οικίες, αρχοντικές και απλοϊκές. Το νεοκλασικιστικό ρεύμα παραμέρισε τις φόρμες και τις τεχνικές της λαϊκής αρχιτεκτονικής και καθιέρωσε τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που έδεσαν αρμονικά με το τοπίο και τον περιβάλλοντα χώρο των ελληνικών πόλεων, όπως η Αθήνα και το Ναύπλιο. Κτίστηκαν νέα σπίτια και οικοδομήματα. Οι φορείς του νεοκλασικισμού σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουν και τα λαϊκά στρώματα δημιούργησαν κτήρια με περισσή χάρη, αν και πολλές φορές γεμάτα αντινομίες.
Οι επιδράσεις του νέου ρυθμού της πρωτεύουσας, που ήταν το επίκεντρο του νεοκλασικισμού, σε μια μικρή πόλη της επαρχίας ήταν καταλυτικές. Οι οικονομικά εύρωστοι κάτοικοι της Λαμίας, που διατηρούσαν επαφές με τους Αθηναίους, τη μοντέρνα ζωή, τον καινούριο κόσμο και τα κτήριά του, εισήγαγαν πρώτοι τη νέα τεχνοτροπία, θεωρώντας ότι τα σπίτια τους έπρεπε να κτιστούν σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας, με τις αναλογίες και με τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειές της. Παράλληλα, οι μεγαλοαστοί αυτοί, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες της διασποράς, ρύθμιζαν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Λαμίας, π.χ. ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Αναγνώστης Ζητουνιάτης, ο Τζαχείλας, οι Αινιάνες, ο Παπακώστας, ο Τζαμάλας, ο Κυριάκος Τασίκας από την Αίγυπτο, ο Πέρβελης, ο Ζορμπάς κ.ά.
Με την έλευση της νέας εποχής, που σηματοδότησε η απελευθέρωση από την κατοχή των Οθωμανών, τέθηκε το ζήτημα της ανασυγκρότησης του έθνους. Η Λαμία, η παραμεθόριος αυτή πόλη, συμβάδιζε. Το αίτημα για ανοικοδόμηση και αναγέννηση ήταν γενικό. Η Ελλάδα κτιζόταν και νέα οικοδομήματα υψώνονταν διαρκώς, εξαφανίζοντας τα ίχνη της οθωμανικής περιόδου. Μετεπαναστατικά οι κατοικίες στη Λαμία (όσες είχαν απομείνει) ήταν κτισμένες σύμφωνα με τη λαϊκή αρχιτεκτονική, η οποία βασιζόταν στους ικανούς κτίστες. Σώζονταν επίσης αρκετά σπίτια και τζαμιά, που αποτελούσαν κατασκευές της οθωμανικής περιόδου.
Η απουσία ρυμοτομικού σχεδίου δυσκόλευε την ανοικοδόμηση και τα έργα υποδομής, που ήταν απαραίτητα για τη νέα πόλη. Το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της Λαμίας συντάχθηκε γύρω στο 1834 από τον Εμμανουήλ Μανιτάκη, που ανήκε στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Υπουργείου Εσωτερικών.
Οι χώροι γύρω από τους οποίους αναπτύσσονταν οι καινούριες οικοδομές της Λαμίας εντοπίζονταν στο κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα γύρω από τις τέσσερις πλατείες της. Σε εκείνες τις συνοικίες υπήρχαν οι σπουδαιότερες εκκλησίες, η Αρχοντική, η Παναγία Δέσποινα κ.ά. Εξαιτίας της κλίσης του εδάφους, οι δρόμοι εκεί ήταν στενοί και απότομοι. Μετά την απελευθέρωση, η Λαμία επεκτάθηκε σε όλη την πλαγιά του Αγίου Λουκά, στο λόφο του Κάστρου και στην πεδιάδα. Η επέκταση μεταξύ των δύο αυτών λόφων κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου οι οικίες να απέχουν όσο το δυνατόν περισσότερο από τις εστίες της ελονοσίας, που προέρχονταν από τον κάμπο και ταλάνιζαν την περιοχή. Μετά το 1920 η πόλη συνέχισε να απλώνεται, κυρίως κατά μήκος των οδικών αξόνων που τη συνέδεαν με τις γειτονικές της, όπως ο Δομοκός, η Στυλίδα, η Αθήνα κ.ά.
Εκτός από τις πολυτελείς κατοικίες των πλουσίων Λαμιωτών, αρκετά νεοκλασικά στοιχεία διέθεταν και τα υπόλοιπα οικοδομήματα, εφόσον ο νέος ρυθμός είχε επικρατήσει ολοκληρωτικά ως τρόπος δόμησης. Ακόμη και τα παλαιότερα σπίτια ανακαινίζονταν και ανανεώνονταν εξωτερικά, διατηρώντας, όμως, την παραδοσιακή λαϊκή τους όψη εσωτερικά. Το αποτέλεσμα ήταν ένα όμορφο πολεοδομικό σύνολο, που διακρινόταν για τη ρυθμική συνοχή του. Χαρακτηριστικές είναι οι αυλές με κήπους και φοίνικες, τα σκαλιστά μαρμάρινα μπαλκόνια, οι ψηλοτάβανοι και ευρύχωροι χώροι στο εσωτερικό, που κοσμούνταν με πολύχρωμες, αρχαΐζουσες ζωγραφικές παραστάσεις και οι εντυπωσιακοί πυλώνες.
Το τέλος του νεοκλασικισμού στην Ελλάδα θα σημάνει η έλευση του οπλισμένου σκυροδέματος, που θα προσφέρει νέες κατασκευαστικές δυνατότητες στις αρχιτεκτονικές μορφές. Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το μπετόν αρμέ επικράτησε οριστικά, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε το φαινόμενο της αδιάκριτης και με συστηματικό τρόπο κατεδάφισης των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων του 19ου αιώνα, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι στεγαστικές ανάγκες του πληθυσμού των νεοελληνικών πόλεων.
Ο νεοκλασικισμός εισήχθη στη Λαμία μετά το 1850. Μια ενδεικτική χρονολογία, που είναι λαξευμένη στο υπέρθυρο της οικίας Βακαλόπουλου επί της οδού Σατωβριάνδου, είναι το 1865. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες και βάσει της επιγραφής στο υπέρθυρο της αυλόπορτας του κτηρίου Πλατή στις οδούς Αχιλλέως και Δυοβουνιώτη, ο νέος ρυθμός εισήχθη στις 20 Μαρτίου 1860. Παρόλα αυτά, τα δύο χαρακτηριστικότερα σπίτια της νέας τεχνοτροπίας ήταν του Δημητρίου Ελασσόνα στην πλατεία Διάκου και του Αθανασίου Γραμματίκα στην οδό Αινιάνων (που αργότερα γκρεμίστηκε), τα οποία κτίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα
Ο νεοκλασικισμός στη Λαμία άκμασε κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα σπίτια κτίζονταν από Αθηναίους μάστορες, κτιστάδες και αρχιτέκτονες, των οποίων οι επιδράσεις προέρχονταν από την Αθήνα και τη σχολή του αθηναϊκού κλασικισμού. Τα τελευταία οικοδομήματα που ακολούθησαν το νέο ρυθμό χρονολογούνται στα 1930.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο νεοκλασικισμός ως καλλιτεχνικό ρεύμα άρχισε να παρακμάζει, ενώ με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Η κατανομή των νεοκλασικών οικιών στη Λαμία είναι ενδεικτική των αντιλήψεων της εποχής. Κάλυπταν τα κεντρικότερα σημεία της πόλης και καταλάμβαναν τον χώρο γύρω από τις τέσσερις σημαντικότερες πλατείες της, π.χ. τις πλατείες Ελευθερίας, Λαού, Πάρκου, Διάκου. Οι ιδιοκτήτες προτιμούσαν το κέντρο, το οποίο τους πρόσφερε δυνατότητες για κοινωνικές και οικονομικές επαφές. Παράλληλα, επιδίωκαν να κτίσουν τα σπίτια τους κοντά στα έργα υποδομής, όπως η ύδρευση και ο φωτισμός, καθώς με τον τρόπο αυτό προστατεύονταν από τις ληστρικές επιδρομές, που μάστιζαν την ύπαιθρο έως το 1900 περίπου. επιπλέον, προφυλάσσονταν και από τα κουνούπια που προέρχονταν από τα κοντινά έλη και τους ορυζώνες.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της νεοκλασικής οικίας αποτελούσαν η πέτρινη ή μαρμάρινη βάση, τα μαρμάρινα σκαλοπάτια και οι μαρμάρινες πορτοσιές που έφεραν διακόσμηση άλλοτε πλούσια και άλλοτε από απλά κυμάτια. Τα μπαλκόνια ήταν μαρμάρινα και διακρίνονταν για τις φατνωματικές μπαλκονοποδιές με τα ανθεμωτά ή ζωόμορφα φουρούσια. Η διακόσμηση των νεοκλασικών οικοδομημάτων ήταν ιδιαίτερη. Ξεχώριζαν τα ακροκέραμα με παραστάσεις ανθεμίων ή μορφών της ελληνικής μυθολογίας, τα επίκρανα των παραστάδων, τα μικρά φουρούσια στα παράθυρα και στις πόρτες, οι ανάγλυφες πλάκες και ταινίες και τα ολόσωμα αγάλματα, αντίγραφα αντίστοιχων κλασικών δημιουργιών, που ήταν στημένα στις εισόδους ή στα στηθαία των κτηρίων. Η πήλινη διακόσμηση χρησιμοποιήθηκε τόσο στα δημόσια κτήρια όσο και στις ιδιωτικές κατοικίες, αλλά και στη λαϊκή αρχιτεκτονική, που συνέχισε να επιβιώνει παράλληλα με τον νεοκλασικισμό. Στο εσωτερικό τους τα δημόσια και ιδιωτικής χρήσης κτήρια διακοσμούνταν με τοιχογραφίες (κυρίως στην οροφή) και πλαστικά κοσμήματα.
Ο Άγγλος περιηγητής William Martin Leake (1805), που ως στρατιωτικός ανέλαβε πολλές αποστολές στην Ανατολική Μεσόγειο κι επισκέφτηκε και την Ελλάδα μεταξύ των ετών 1804 – 1810, ανέφερε ότι στη Λαμία οι οικίες ήταν κτισμένες με βάση το ρυθμό που επικρατούσε την εποχή εκείνη στα καλύτερα σπίτια. Το κάτω πάτωμα χρησιμοποιούνταν ως στάβλος και αποθήκη, ενώ το ανώτερο αποτελούνταν από μια σειρά τεσσάρων δωματίων που άνοιγαν σε πλατιά στοά, που χρησίμευε ως ταράτσα – εξώστης και ήταν τόσο μεγάλη όσο όλα τα άλλα δωμάτια μαζί. Κάθε δωμάτιο διέθετε παράθυρο ή πόρτα, που έβλεπε προς την πλευρά της στοάς και στο εσωτερικό τους ήταν όλα μαύρα εξαιτίας του καπνού.
Ανέφερε επίσης ότι οι τοίχοι του κάτω πατώματος ήταν από ξηρότοιχο επιχρισμένο με λάσπη, ενώ οι τοίχοι του επάνω ορόφου με τούβλα ηλιοψημένα και ασβεστωμένα. Σε ορισμένα σπίτια οι τοίχοι και τα πατώματα ήταν σε ακαταστασία, γεγονός που οφειλόταν στη χλωρή ξυλεία και στον ξηρότοιχο της οικοδομής, τα οποία προκαλούσαν την παραμόρφωση του σχήματός τους. Οι περισσότερες οικίες έμοιαζαν έτοιμες να καταρρεύσουν στον παραμικρό σεισμό ή σε σφοδρό άνεμο.
Πολλά από τα νεοκλασικά οικοδομήματα της πόλης διακρίνονταν για την τυπική χρήση του ισογείου, που το μετέτρεπαν σε καφενεία, εστιατόρια κ.ά. Τα σπίτια της Λαμίας, που συνήθως ήταν διώροφα, διέθεταν αξιόλογη μορφολογία, που ακολουθούσε το συντηρητικό κλασικισμό, ο οποίος ήταν σύμφωνος με την αισθητική παράδοση της Παλαιάς Ελλάδας των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Διάφοροι περιηγητές, όπως ο Γαβριηλίδης (που πέρασε από τη Λαμία το 1892), ανέφεραν ότι αν και οι νεοκλασικές οικίες της Λαμίας δεν ήταν το ίδιο κομψές, όπως εκείνες της Σύρου ή το ίδιο μεγαλοπρεπείς και αρχοντικές όσο της Ύδρας, αποτελούσαν, ωστόσο, θεατρικότατα οικοδομικά συμπλέγματα, που αναμειγνύονταν με ακανόνιστες δενδροσειρές, δημιουργώντας ένα γλαφυρά γραφικό αποτέλεσμα.
πηγή: Περιήγηση στην πόλη του σήμερα με τα μνημεία του χθες (Διπλωματική Αντωνίου Δήμητρας)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΘΕΜΑΤΟΣ kaliterilamia.gr