Tου Ευθύμη Μπακογιάννη
Οι ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα με στρεβλά κριτήρια, ακολουθώντας ένα θεσμικό πλαίσιο που σήμερα αποδεικνύεται αναχρονιστικό. Η μορφή τους καθορίστηκε από τις φάσεις της αστικοποίησης στην Ελλάδα, οι οποίες είναι ταυτισμένες με την ανάπτυξη της πολυκατοικίας και της αντιπαροχής.
Συγκεκριμένα, τη δεκαετία του ’50, ο θεσμός της αντιπαροχής και η διάθεση του αστικού χώρου για ανοικοδόμηση οδήγησε σε γενικευμένη κατασκευή πολυκατοικιών που αλλοίωσαν τα χαρακτηριστικά και την ταυτότητα των πόλεων. Εν συνεχεία, τη δεκαετία του ’70, η επιδείνωση του κυκλοφοριακού, της ρύπανσης και της υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας στα αστικά κέντρα, οδήγησε στην άναρχη διόγκωση των περιαστικών περιοχών, με ένα σύστημα που η πολεοδόμηση ακολούθησε τις πιέσεις ζήτησης για αστική γη και δεν προηγούνταν αυτής. Πόσα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν και με ποιούς αποτελεσματικούς τρόπους ώστε χρόνια προβλήματα να επιλυθούν, το ήδη διαμορφωμένο και χτισμένο να μεταλλαχθεί, οι συνήθειες και η καθημερινότητα να αλλάξουν, σε μια κατεύθυνση, αειφόρα και βιώσιμη, με περιβαλλοντικό και κοινωνικό πρόσημο;
Η απάντηση είναι σύνθετη και απαιτεί σοβαρές τομές και ριζοσπαστικές αλλαγές. Απαιτούνται μεγάλες παρεμβάσεις τόσο στον δημόσιο χώρο όσο και στο κτιριακό απόθεμα. Δηλαδή, μέσα από γενναία προγράμματα αστικών αναπλάσεων στο πνεύμα των συμπαγών πόλεων, με μίξη των χρήσεων γης, ανανέωση και αναβάθμιση των κτιρίων, βιοκλιματικό σχεδιασμό, αύξηση του αστικού πρασίνου, ανάδειξη του υδάτινου στοιχείου, προσβασιμότητα στον δημόσιο χώρο και στα κτίρια, ποιοτική και αισθητική βελτίωση, βιώσιμη αστική κινητικότητα. Για την τελευταία, έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερος δημόσιος λόγος το τελευταίο διάστημα.
Αξίζει ωστόσο να τονιστεί ότι πέρα από τον στρατηγικό σχεδιασμό, τις μελέτες και τα έργα, απλούστερες και μη κοστοβόρες λύσεις που αφορούν τις μετακινήσεις και τη λειτουργία της πόλης, μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Στο παραπάνω πνεύμα, βασική παραδοχή, αποτελεί ότι η υπερβολική ταχύτητα είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες πρόκλησης τροχαίων συμβάντων, αλλά και μια από τις μεγαλύτερης αιτίες εκπομπής ρύπων. Πράγματι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του τομέα μεταφορών του ΟΟΣΑ, τα όρια ταχύτητας συνδέονται άμεσα με τη θνησιμότητα και τους σοβαρούς τραυματισμούς από τροχαία. Ταυτόχρονα η αύξηση της ταχύτητας συνεπάγεται αύξηση του καταναλώμενου καυσίμου και επομένως των παραγόμενων ρύπων. Γι’ αυτό ο οργανισμός πρότεινε την επιβολή ορίου ταχύτητας 30χλμ./ώρα σε όλες τις κατοικημένες περιοχές. Όριο που εντέλει υιοθετούν η μία μετά την άλλη πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που αναγνωρίζουν την υπερβολική ταχύτητα ως “καθρέπτη” της επικίνδυνης οδικής συμπεριφοράς και ως βασική υπαιτιότητα για τους ατμοσφαιρικούς ρύπους στο αστικό περιβάλλον.
Σήμερα, σε όλους τους δρόμους των ελληνικών πόλεων, το όριο ταχύτητας είναι 50χλμ/ώρα. Ένα σημαντικό μήνυμα αλλαγής της εικόνας των πόλεων θα ήταν η θεσμοθέτηση μικρότερου ορίου ταχύτητας πχ των 30χλμ/ώρα και λιγότερο, σε όλες τις τοπικές οδούς. Το μέτρο αυτό θα επιτρέψει την θωράκιση των μετακινήσεων των πεζών και των ποδηλατών και βεβαίως των ευάλωτων ομάδων, τη συνύπαρξή τους με τα αυτοκίνητα στον οδικό χώρο, τη μείωση του κόστους των ακριβών κατασκευών διαχωρισμού των λωρίδων κινήσεων των χρηστών της οδού, με απλές διαγραμμίσεις και χρωματισμούς, στην οικειοποίηση του οδικού χώρου σε συνθήκες γειτονιάς, στη βέλτιστη αξιοποίηση του χώρου που δεν φτάνει για όλους!
Με ταχύτητες 30χλμ. ανά ώρα οι γειτονιές είναι ευκολότερα προσπελάσιμες από ανθρώπους που τώρα είναι στο… περιθώριο όπως παιδιά, ηλικιωμένους, ανθρώπους με αναπηρία. Χαμηλότερες ταχύτητες σημαίνει και λιγότερος θόρυβος αλλά και λιγότεροι ρύποι και συνεπώς καλύτερη υγεία για τους κατοίκους.
Χαμηλότερες ταχύτητες σημαίνει αύξηση της χρήσης του ποδηλάτου ως καθημερινό μέσο μετακίνησης. Χαμηλότερες ταχύτητες σημαίνει βιώσιμη πόλη.
* Ο κ. Ευθύμης Μπακογιάννης είναι Επικ. Καθηγητής ΕΜΠ, Γενικός Γραμματέας Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος ΥΠΕΝ