Του Κωνσταντίνου Μολφέτα
Ενώ ο κόσμος εστίαζε στη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και ειδικότερα στην Ευρώπη, τον Μάιο η Ελλάδα προέβη σε αποφάσεις ορόσημο για το κλίμα.
Για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια, η χώρα δεν άντλησε καθόλου ηλεκτρική ενέργεια από την καύση λιγνίτη. Συγκεκριμένα, το ηλεκτρικό φορτίο της 8ης Ιουνίου καλύφθηκε χωρίς τη λειτουργία οποιασδήποτε λιγνιτικής μονάδας ηλεκτροπαραγωγής. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, η ζήτηση τη συγκεκριμένη ημέρα (95.728 μεγαβατώρες) καλύφθηκε κατά 57,65% από μονάδες φυσικού αερίου, 14,23% από υδροηλεκτρικά, 4,92% από ανανεώσιμες πηγές και 23,21% από εισαγωγές. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό, το 2030 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καλύπτουν ποσοστό άνω του 60% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, κοντά στο 30% θα είναι οι μονάδες φυσικού αερίου και 7% οι εισαγωγές.
Την ίδια περίοδο, η Κυβέρνηση κατακερματίζει επίσημα τη γραφειοκρατία για έργα ανανεώσιμων πηγών, μειώνοντας τους χρόνους έγκρισης σε λιγότερο από 12 μήνες, έναντι έξι ετών. Τα αποτελέσματα αυτής της εξάλειψης του γραφειοκρατικού δαίδαλου, αποφέρουν ήδη αποτελέσματα, υποδηλώνοντας ότι η Ελλάδα μπορεί ακόμη να καταφέρει να πραγματοποιήσει τον φιλόδοξο στόχο της. Να απαλλαχθεί από το λιγνίτη έως το 2028, μια δεκαετία νωρίτερα από τη Γερμανία.
Πράσινες προτεραιότητες
Η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια κέρδισε δυναμική στην Ευρώπη πριν από την εξάπλωση της πανδημίας. Καθώς οι ηγέτες της ΕΕ προσπαθούν να αποκρύψουν τις διαφορές τους για το ιδανικό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, αυξάνονται οι εκκλήσεις για να τεθεί σε εφαρμογή η δράση για το κλίμα, που υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και να σταθεί στο επίκεντρο αυτού του σχεδίου. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στην ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Η πρώτη πηγή ενέργειας από την οποία πρέπει πάση θυσία να αποδεσμευτούμε, είναι ο άνθρακας, ακολουθούμενος από αέριο.
Η εξαφάνιση του άνθρακα από το δίκτυο, έστω γι’ αυτή τη σύντομη περίοδο του Ιουνίου, δείχνει πόσο περιθωριακός έχει γίνει, παρά την οικονομική και κοινωνική εξάρτηση της χώρας από την εξόρυξη του λιγνίτη. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα δημιούργησε την μεταπολεμική της οικονομία χάρη στον μη βιώσιμο, ρυπογόνο λιγνίτη, ο οποίος ήταν άφθονος στην περιοχή της Μακεδονίας. Ενώ η ενεργειακή ασφάλεια ήταν ιδιαίτερα ασταθής και επηρεαζόταν άμεσα από την εθνική ασφάλεια των συνόρων του ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε να χρηματοδοτήσει τους πρώτους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, δίνοντας αλματώδη άνθιση στη χώρα μέσω της ίδρυσης της ΔΕΗ.
Σήμερα όμως, μετά από 70 περίπου χρόνια, οι κλιματικοί κίνδυνοι που δημιουργούνται από τις εκπομπές άνθρακα, αποτελούν πλέον τον μεγαλύτερο κίνδυνο εθνικής ασφάλειας στη χώρα μας, όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Συσσωρευτικά μέχρι το 2100, η Ελλάδα θα χρεωθεί τουλάχιστον 510 δισ. ευρώ σε επιβαρύνσεις που σχετίζονται με το κλίμα, σχεδόν διπλάσιο από το τρέχον εθνικό χρέος, σύμφωνα με εκτενή μελέτη που πραγματοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Οικονομική και υπαρξιακή ανάγκη
Η μοίρα της Ελλάδας στο ενεργειακό πλαίσιο, αναπόφευκτα, συνδέεται με εκείνη του υπόλοιπου πλανήτη και τελικά εξαρτάται από τις πολιτικές των πολύ χειρότερων ρυπογόνων κρατών από την ίδια την Ελλάδα. Όμως η ύφεση της ελληνικής οικονομίας αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην Ευρώπη μετά το 2008 και προβλέπεται να υποστεί τη μεγαλύτερη οικονομική συστολή που σχετίζεται με την πανδημία στην ΕΕ, με αρνητική ανάπτυξη 9,8% έναντι 7,5% για την Ευρωζώνη. Αυτές οι οικονομικές προκλήσεις, αν μη τι άλλο, οδήγησαν σε διπλασιασμό των προσπαθειών της κυβέρνησης για υπερτροφοδότηση της πράσινης ενέργειας.
Η Ελλάδα ήταν μια από τις πρώτες χώρες που αγκάλιασε το φιλόδοξο σχέδιο της ΕΕ για μια οικονομία χωρίς άνθρακα έως το 2050, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Τόνισε επίσης, πως αυτές οι πολιτικές δεν είναι μόνο υποχρεώσεις της ΕΕ που ασκούν πιέσεις, αλλά και μεγάλες ευκαιρίες για τα κράτη μέλη. Πέρυσι, η κυβέρνηση παρουσίασε ένα φιλόδοξο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προκειμένου να διασφαλίσει ότι έως το τέλος της δεκαετίας, τα δύο τρίτα της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές. Αυτό σχεδόν θα τριπλασιάσει τη μέχρι τώρα διαθέσιμη ισχύ της Ελλάδας σε αιολική, ηλιακή και υδροηλεκτρική ενέργεια.
Το νέο Σχέδιο Νόμου για την επιτάχυνση και την απλοποίηση της αδειοδότησης ΑΠΕ αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης και προαπαιτούμενο για να επιτευχθούν οι στόχοι της εθνικής ενεργειακής και κλιματικής στρατηγικής, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις των επενδυτών. Το νέο νομοσχέδιο βοηθά την κυβέρνηση να ξεμπλοκάρει εκκρεμείς αιτήσεις που έχουν εξασθενίσει περίπου μια δεκαετία και επίσης στο επόμενο διάστημα να απελευθερωθούν δεσμευμένες εκτάσεις που δεν αξιοποιούνται. Οι ΑΠΕ θα αποτελέσουν τον πυλώνα του ενεργειακού μείγματος με έργα που αντιπροσωπεύουν 25 gigawatts, ή ενάμιση φορές τη συνολική τρέχουσα ικανότητα παραγωγής της Ελλάδας.
Δεν είναι μόνο γραφειοκρατικές οι αλλαγές. Το νέο νομοσχέδιο αποθαρρύνει τους επενδυτές να κάνουν κατάχρηση της γης για μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο δεν είναι ακόμα ώριμοι για την ολοκλήρωση του έργου. Με άλλα λόγια, όπως δήλωσε ο πρώην υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γεράσιμος Θωμάς, όσο “γρήγορα” αποκτούν οι υποψήφιοι επενδυτές το δικαίωμα για παραγωγή ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, εξίσου “γρήγορα” μπορεί να το χάνουν αν δεν προχωρούν την ωρίμανση του έργου τους, ώστε να απελευθερώνεται φυσικός και ηλεκτρικός χώρος από έργα που δεν υλοποιούνται.
Αναπροσαρμογή με παραμέτρους
Η Ελλάδα έχει ήδη επιτύχει τα τρία τέταρτα του φετινού στόχου σε νέα παραγωγική δυναμική από ανανεώσιμες πηγές. Κανείς δεν αμφισβητεί την ενεργειακή δυναμικότητα της χώρας από ΑΠΕ. Υπάρχουν όμως βασικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πρόοδο προς την ενεργειακή μετάβαση μηδενικού άνθρακα.
Ένα βασικό ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει επαρκής χωροταξικός σχεδιασμός για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων. Σε σχετικό έγγραφο, η Κομισιόν προχώρησε σε έντονες παρατηρήσεις αναφέροντας ότι η Ελλάδα προέβη σε έκδοση αδειών παραγωγής ΑΠΕ πριν εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του εκάστοτε έργου, ενώ εντοπίστηκε ότι έργα, με ενδεχόμενες επιπτώσεις σε περιοχές Natura 2000, αδειοδοτήθηκαν πριν από την πραγματοποίηση της δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων, η οποία απαιτείται από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα εντοπίζεται στο δίκτυο. Είναι αναγκαίο από το ΔΕΔΔΗΕ να εκσυγχρονίσει ριζικά το υπάρχον δίκτυο και να το μετατρέψει σε ένα “Έξυπνο Σύστημα”, που θα συνδέει άμεσα νέους παραγωγούς και επιπλέον θα βελτιστοποιεί συνεχώς τη διαχείριση των ήδη συνδεδεμένων σε αυτό, καταναλωτών και παραγωγών. Οι μονάδες ανανεώσιμης ενέργειας χρειάζονται εύκαμπτα δίκτυα με ενσωματωμένη χωρητικότητα αποθήκευσης για να αντιμετωπίζουν τις διακυμάνσεις του καιρού και να εξισορροπούν σε πραγματικό χρόνο την προσφορά και τη ζήτηση.
Η Ελλάδα πλησιάζει. Έχει κάνει σημαντικά βήματα που δημιουργούν στη χώρα δυνατότητες για ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση. Το Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στήριξε το επενδυτικό πρόγραμμα του ΔΕΔΔΗΕ και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, υπογράφοντας με τη ΔΕΗ δανειακή σύμβαση ύψους 100 εκατ. ευρώ, από συνολική εγκεκριμένη γραμμή χρηματοδότησης ύψους 255 εκατ. ευρώ.
Η κυβέρνηση προωθεί ταχύτητα τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και διαχωρισμού του ΔΕΔΔΗΕ από τη ΔΕΗ, δημιουργώντας βεβαίως τεράστια ερωτήματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια της χώρας.
* Κωνσταντίνος Μολφέτας – Associate | Environmental Sustainability – Business Consulting Grant Thornton