Της Αφροδίτης Αλ Σάλεχ
Μεγάλη αντίδραση προκάλεσε η εισαγωγή φοιτητών σε σχολές ΑΕΙ και ΤΕΙ με χαμηλούς βαθμούς, κάτω από τη βάση του 10.
Η αντίδραση στο πολιτικό της σκέλος που αφορά τον νόμο Γαβρόγλου, είναι φυσικά σωστή. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και μια άλλη διάσταση, θα μπορούσαμε να την πούμε κοινωνική διάσταση, που παίρνει, άθελα μας ίσως, αυτή η αντίδραση, καθώς και τα βαθύτερα αίτια.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως όλη αυτή την αντίδραση την εισπράττουν και τα παιδιά αυτά, οι μαθητές, που πέρασαν στις σχολές με χαμηλό βαθμό. Αυτά τα παιδιά που δεν ήταν ενδεχομένως καλοί μαθητές, με την τυπική έννοια του όρου, ή δεν έγραψαν καλά στις εξετάσεις. Όμως έκαναν, έστω απατηλά, όνειρα. Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνει το ότι πήγαν και συμπλήρωσαν το λεγόμενο “μηχανογραφικό” και επέλεξαν σχολές. Πήγαν και έδωσαν εξετάσεις και τώρα, για όποιο λόγο, τους ανοίγεται ένας δρόμος, μια ευκαιρία.
Και αυτή την ευκαιρία την υπονομεύουμε. Το χαμόγελο παγώνει στα χείλη τους. Γίνονται ακόμα μια φορά οι περιθωριακοί, οι λάθος, οι παρίες, οι έχοντες την αποκλειστική ευθύνη.
Διότι οι ευθύνες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν εντοπίζονται. Όταν μιλάμε για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η συζήτηση πάντα ξεκινάει από την εισαγωγή των φοιτητών στα πανεπιστήμια και πέρα. Συζήτηση καμία δεν γίνεται για το τι κάνουν τα παιδιά στα 12 χρόνια της ζωής τους ως μαθητές. Τι εφόδια έχει ένας μαθητής που τελειώνει μόνο το λύκειο; Κανένα. Μπορεί αλήθεια να γίνει καμία σύγκριση ανάμεσα σε ένα ιδιωτικό και σε ένα δημόσιο δημοτικό ή γυμνάσιο; Απολύτως καμία.
Φταίνε τα παιδιά λοιπόν που ήταν κακοί μαθητές και ο κακός νόμος που τους επέτρεψε να μπουν στα ΑΕΙ και ΤΕΙ; Συμφωνώ φυσικά για τον κακό νόμο, προφανώς και υποστηρίζω τη βάση του 10, αλλά δεν συμφωνώ στο ανάθεμα περί κακών μαθητών.
Υπάρχει ζήτημα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σοβαρό ζήτημα που πρέπει να τεθεί. Είναι ένα κακό σύστημα που δεν δίνει ευκαιρίες, δεν δημιουργεί προϋποθέσεις, δεν καθιστά ελκυστικό το διάβασμα και τη γνώση, δεν εντοπίζει ιδιαιτερότητες, δεν έχει πόρους και υποδομές, και ό,τι θετικό και αν συμβεί σε ένα δημόσιο σχολείο οφείλεται αποκλειστικά στην προσωπική προσπάθεια που καταβάλουν μεμονωμένοι καθηγητές μέχρι να κουραστούν και αυτοί. Είναι, με μία φράση, ένα σύστημα παρατημένο.
Εκεί πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες –οι κακοί μαθητές είναι ευθύνη του σχολείου. Εκεί πρέπει να γίνει η βασική αξιολόγηση. Και όχι καταγγελτικά. Μελέτη χρειάζεται και αλλαγές ουσιαστικές και άμεσες.
Ανήκω σε αυτό το είδος του κακού μαθητή, που όμως μια καθηγήτρια της τρίτης γυμνασίου αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλίες και να μου δώσει μια ευκαιρία. Να μου βάλει δηλαδή καλύτερο βαθμό από αυτόν που άξιζα ώστε να μην χάσω την τάξη. Να με εμπιστευθεί, όπως μου το είχε πει ρητά. Να δείξει ότι πιστεύει σε μένα και να μου ζητήσει να μην την προδώσω, υποσχόμενη πως θα είναι συνεχώς δίπλα μου. Πάντα θυμάμαι τη στιγμή εκείνη που άλλαξε τη ζωή μου, πάντα θυμάμαι τη φιλόλογο κυρία Τσιάρα. Μια πολύ αυστηρή καθηγήτρια που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων, που όμως στη δική μου περίπτωση, και υποθέτω δεν ήμουν η μόνη, έκανε αυτό που δεν θεωρείται αυτονόητο ούτε υποστηρίζεται από το υπάρχον σύστημα: ασχολήθηκε.
Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν το αναμενόμενο. Από την επόμενη χρονιά από κακή μαθήτρια είχα γίνει καλή μαθήτρια. Και αυτό γιατί κάποιος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έκανε κάτι τόσο ελάχιστο και τόσο πολύτιμο, με τα πενιχρά μέσα που άλλωστε έχουν οι καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Που όμως δεν αρκεί αυτό. Δεν αρκεί η προσωπική αυταπάρνηση του καθηγητή.
Με αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να ευχηθώ καλή φοίτηση στα παιδιά που ένας κακός νόμος τους επέτρεψε να έχουν μια ευκαιρία για μια νέα αρχή, μια ευκαιρία που ενδεχομένως τη στερήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Ο νόμος Γαβρόγλου προφανώς και πρέπει να αλλάξει, αλλά παραλλήλως για να μην πω πρωτίστως πρέπει να αλλάξει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση.